Σαλομέγια Νέρις | |
---|---|
![]() | |
Όνομα | Σαλομέγια Νέρις |
Γέννηση | Salomėja Bačinskaitė - Bučienė 17 Νοεμβρίου 1904 |
Θάνατος | 7 Ιουλίου 1945 (40 ετών) Μόσχα, ΕΣΣΔ (νυν Ρωσία) |
Επάγγελμα/ ιδιότητες | ποιήτρια, φιλόλογος |
Εθνικότητα | Λιθουανή |
Υπηκοότητα | Λιθουανία et Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών |
Σχολές φοίτησης | Πανεπιστήμιο Βυτάουτας Μάγκνους et Marijampolė Gymnasium |
Περίοδος | 1927 - 1945 |
Είδη | ποίηση |
Τέκνα | 1 |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Η Σαλομέγια Νέρις (λιθουανικά: Salomėja Nėris, φιλολογικό ψευδώνυμο της Salomėja Bačinskaitė-Bučienė, 1904-1945) ήταν Λιθουανή ποιήτρια και πολιτικός.
Γεννήθηκε το 1904 στο χωριό Κιρσάι της περιφέρειας Σουβάλκι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (στη σημερινή εποχή η γενέτειρά της ανήκει στη Λιθουανία) και σπούδασε φιλολογία (λιθουανική και γερμανική) και παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο του Κάουνας, ενώ στη συνέχεια δίδαξε στη μέση εκπαίδευση από το 1928 μέχρι το 1941. Φοιτήτρια ακόμη, εξέδωσε το 1927 την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Anksti rytą (ελλ: Νωρίς το πρωί)[1].
Παρόλο που η ίδια στο ξεκίνημά της διακατεχόταν από μια συντηρητική ρωμαιοκαθολική οπτική, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, μετά από μια σειρά εκτεταμένων ταξιδιών στη Δυτική Ευρώπη και επηρεασμένη από τα έργα των Μπέρτολντ Μπρεχτ, Λουί Αραγκόν, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα κ.ά, προσχώρησε στην Αριστερά και εντάχθηκε το 1931 στην καλλιτεχνική ομάδα Το Τρίτο Μέτωπο[1], πολιτικοποιώντας το έργο της. Το ίδιο έτος δημοσίευσε τη δεύτερη ποιητική της συλλογή και το 1938 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για το έργο της Diemedžiu žydėsiu (ελλ: Θα ανθίσω σαν την αγριά)[1].
Το 1940, μετά την εισβολή του Κόκκινου Στρατού στη Λιθουανία, η Νέρις συνεργάστηκε ανοικτά με τους Σοβιετικούς γράφοντας - σύμφωνα με μια άποψη χωρίς τη θέλησή της[2] - υμνητικό[3] ποίημα για τον Ιωσήφ Στάλιν, το οποίο απήγγειλε στην ολομέλεια του Ανωτάτου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ που επικύρωσε την προσάρτηση της χώρας στη Σοβιετική Ένωση και συμμετέχοντας στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΣΣΔ Λιθουανίας[1][2]. Παρόλα αυτά φέρεται να δυσανασχέτησε με το γεγονός πως αρκετοί γνωστοί της εξορίστηκαν από το νέο καθεστώς σε Γκουλάγκ[2].
Το 1941 η γερμανική εισβολή την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη Λιθουανία και να ζήσει μέχρι το 1944 υπό αντίξοες συνθήκες[2] σε διάφορες ρωσικές πόλεις (Μόσχα, Ουφά και Πένζα) από όπου συμμετείχε στον αντιφασιστικό αγώνα με τη σύνθεση ποιημάτων μέσα από τα οποία εξυμνούσε τον αγώνα του στρατού και της ηγεσίας της ΕΣΣΔ. Μετά τη γερμανική υποχώρηση του 1944 επέστρεψε στην πατρίδα της αλλά διαγνώστηκε με καρκίνο. Ακολούθως μετέβη για νοσηλεία στη Μόσχα, όπου απεβίωσε το 1945[1]. Το 1947 τιμήθηκε μετά θάνατο με το Βραβείο Στάλιν[3], ενώ τα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησαν έργα της που δεν πρόλαβε να δημοσιεύσει όσο ζούσε καθώς και τόμοι με τα άπαντά της. Θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές μορφές της λιθουανικής ποίησης[1].
Όσον αφορά την προσωπική της ζωή, συζούσε από το 1937 με τον γλύπτη Μπερνάρντας Μπούτσας, τον οποίο γνώρισε στο Παρίσι[1]. Μαζί απέκτησαν ένα παιδί.[2]