Το Τα μόκο είναι ο μόνιμος τρόπος τροποποίησης του σώματος και του προσώπου των ιθαγενών Μαορί, στη Νέα Ζηλανδία. Παραδοσιακά διαφοροποιείται από το τατουάζ και το τατάου γιατί το δέρμα σκαλίζεται με uhi[1] (σμίλες) και δεν τρυπιέται. Αυτό αφήνει το δέρμα με αυλακώσεις, αντί με μια λεία επιφάνεια.
Ο καπετάνιος Τζέιμς Κουκ έγραψε το 1769:
«Τα σημάδια γενικά σχηματίζουν σπείρες και είναι φτιαγμένα με μεγάλη λεπτομέρεια και κομψότητα. Η μία πλευρά συμπίπτει με την άλλη. Τα σημάδια στο σώμα μοιάζουν με φύλλα σε παλιά σκαλισμένα στολίδια, με βελονιές σε κέντημα, που αν και με την πρώτη ματιά φαίνονται ίδια, έχουν τόση ποικιλία σχημάτων που με μια προσεκτική εξέταση σε εκατό, δεν βρίσκονται δύο ακριβώς το ίδιο.»[2][3]
Οι τα μόκο Τοχούνγκα (ή καλλιτέχνες τατουάζ) θεωρήθηκαν τάπου ή εξαιρετικά ιεροί και απρόσιτοι.[4]
Η τέχνη του τατουάζ είναι συνηθισμένη στην Ανατολική Πολυνησιακή πατρίδα των Μαορί και τα παραδοσιακά εργαλεία και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ήταν παρόμοιες με αυτές που χρησιμοποιούνταν και σε άλλες περιοχές της Πολυνησίας (βλ. Buck 1974: 296, που αναφέρεται παρακάτω). Στον προ-ευρωπαϊκό Μαορί πολιτισμό, πολλά, αν όχι τα περισσότερα υψηλόβαθμα πρόσωπα έκαναν τα μόκο και εκείνα που δεν είχαν θεωρούνταν άτομα χαμηλότερης κοινωνικής θέσης. Το να κάνει κανείς μόκο αποτέλεσε σημαντικό ορόσημο μεταξύ της παιδικής ηλικίας και της ενηλικίωσης και συνοδευόταν από πολλές τελετές και τελετουργίες. Εκτός από τρόπος ένδειξης θέσης και ιεραρχίας, ένας άλλος λόγος ήταν για να γίνεται το άτομο πιο ελκυστικό στο αντίθετο φύλο. Οι άνδρες έκαναν συνήθως moko στα πρόσωπά τους, στους γλουτούς (raperape) και στους μηρούς (puhoro). Οι γυναίκες συνήθως έκαναν moko στα χείλη τους (kauwae) και στο πηγούνι. Άλλα μέρη του σώματος που είναι γνωστό ότι έκαναν moko οι γυναίκες ήταν στα μέτωπα, στους γλουτούς, στους μηρούς, στο λαιμό και οι άντρες στην πλάτη, στο στομάχι και στις γάμπες.
Αρχικά οι tohunga-ta-moko (οι ειδικοί στα moko) χρησιμοποιούσαν μια σειρά usi (σμίλες) φτιαγμένες από κόκαλα άλμπατρος που είχαν διαμορφωθεί σε λαβή και χτυπηθεί με σφυρί.[5] Οι χρωστικές γίνονταν από το awheto που προοριζόταν για το σώμα, και από το ngarehu (καμένο ξύλο) για το βαθύ μαύρο χρώμα για το πρόσωπο. Επίσης η αιθάλη από το καμένο κόμμι Καυρί αναμειγνυόταν με λίπος για να φτιαχτεί χρωστική ουσία.[6] Η χρωστική ουσία αποθηκευόταν σε περίτεχνα σκεύη που ονομάζονται oko, τα οποία συχνά θάβονταν όταν δεν τα χρησιμοποιήσαν. Τα oko περνούσαν στις επόμενες γενεές. Η kōrere (χοάνη σίτισης) πιστεύεται ότι χρησιμοποιόταν για τη σίτιση των αντρών που τα στόματά του είχαν πρηστεί αφού είχαν κάνει τα μόκο.[7]
Μόνο άνδρες ήταν κατά κύριο λόγο ειδικοί στα τα μόκο, αν και ο Κίνγκ έχει καταγράψει μια σειρά από γυναίκες κατά τις αρχές του 20ου αιώνα, οι οποίες εξασκούσαν επίσης την τέχνη. Υπάρχει επίσης μια εξαιρετικό παράδειγμα μιας γυναίκας αιχμάλωτης πολέμου στη δεκαετία του 1830, που την είδαν να φτιάχνει moko σε ολόκληρη την πλάτη της συζύγου ενός αρχηγού.
Η πρακτική Πακέχα δηλαδή η συλλογή και εμπορία Μοκομοκάι (κεφάλια με τατουάζ) άλλαξε τη δυναμική του ta moko στις αρχές της αποικιακής περιόδου. Ο Κίνγκ (βλέπε παρακάτω) μιλάει για τις αλλαγές που εξελίχθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν οι βελόνες ήρθε να αντικαταστήσουν τα uhi ως κύρια εργαλεία. Αυτή ήταν μια πιο γρήγορη μέθοδος, λιγότερο επιρρεπείς σε πιθανούς κινδύνους για την υγεία, αλλά η αίσθηση του ta moko ομαλοποιήθηκε. Το τα μόκο στους άνδρες σταμάτησε γύρω στη δεκαετία του 1860, σε συνέχεια της αλλαγής της μόδας και της αποδοχής της πρακτική Παχέκα.
Οι γυναίκες συνέχισαν να κάνουν τα μόκο μέσα στον 20ο αιώνα[8] με τον Κίνγκ στις αρχές του 1970 να παίρνει συνέντευξη σε πάνω από 70 ηλικιωμένες γυναίκες που είχαν κάνει το ta moko.[9] Οι γυναίκες παραδοσιακά έκαναν μόνο τατουάζ στα χείλη τους,[10] γύρω από το πηγούνι, και μερικές φορές στα ρουθούνια.[11]
Από το 1990 υπήρξε ανάκαμψη της πρακτικής του ta moko τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, ως ένδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας και μια αντανάκλαση της γενικής αναβίωσης της γλώσσας και του πολιτισμού. Σήμερα τα περισσότερα ta moko γίνονται με τη χρήση μηχανήματος τατουάζ, αλλά υπήρξε επίσης μια αναβίωση της χρήσης των uhi (σμίλες).[12] Οι γυναίκες επίσης έχουν εμπλακεί περισσότερο ως επαγγελματίες, όπως η Christine Harvey των Chathams, η Henriata Nicholas στη Ροτορούα και η Julie Kipa στη Whakatane.
Το Te Uhi a Mataora ιδρύθηκε το 2000 «για τη διατήρηση, την ενίσχυση και την ανάπτυξη του ta moko ως μία ζωντανή μορφή τέχνης».[13]
Ξεκινώντας με το Moehanga το 1805[14] και στη συνέχεια με το Χόνγκι Χικα και το Τε Πέχι Κούπε[15] και ακολούθως από αρκετά Πακέχα Μαορί, οι Ευρωπαίοι εισήχθησαν στην πρώιμη μορφή του, αλλά μέχρι και σχετικά πρόσφατα αυτή η τέχνη είχε μικρό αντίκτυπο παγκοσμίως. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η μεγάλη δημοσιότητα που έφερε η χρήση σχεδίων των Μαορί από τον Ρόμπι Γουίλιαμς, τον Μπεν Χάρπερ και το 2007 σε επίδειξη μόδας από το Ζαν Πωλ Γκοτιέ υπήρξε αμφιλεγόμενη.[16][17][18] Τα ta moko είναι σύμβολα σοβαρότητας και ιερότητας και η κατάχρησή τους από μη Μαορί θεωρείται ιεροσυλία.[19][20]
Η προσπάθεια του ομίλου Te Uhi a Mataora να υπάρξει η αναγνώριση των σχεδίων των Μαορί ως πολιτισμικά σύμβολα που θα χρησιμοποιούνται με προσοχή, γίνεται με την προώθηση του όρου kirituhi προσπάθειας που πλέον τυγχάνει ευρείας αποδοχής:[21][22][23]
«... ο όρος Kirituhi κυριολεκτικά μεταφράζεται ζωγραφισμένο δέρμα. Σε αντίθεση με το Ta moko το οποίο εκφράζει μια διαδικασία από συγκαταθέσεις, γενεαλογικές και ιστορικές πληροφορίες, το Kirituhi είναι απλώς ένα σχέδιο εμπνευσμένο από τους Μαορί που μπορεί να εφαρμοστεί οπουδήποτε, για οποιονδήποτε λόγο και από τον καθέναν ...»[24]