Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Τεόφιλο Στίβενσον | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 29 Μαρτίου 1952[1][2][3] Puerto Padre |
Θάνατος | 11 Ιουνίου 2012[4][1][2] Αβάνα[5] |
Αιτία θανάτου | έμφραγμα του μυοκαρδίου |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Κούβα |
Ύψος | 196 cm |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πυγμάχος μηχανικός |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Τιμητικό Δίπλωμα Αθλητισμού της ΕΣΣΔ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Τεόφιλο Στίβενσον Λόρενς (Teófilo Stevenson Lawrence, 29 Μαρτίου 1952 – 11 Ιουνίου 2012), γνωστός απλά ως Τεόφιλο Στίβενσον, ήταν Κουβανός πυγμάχος στην κατηγορία των βαρέων βαρών και προπονητής. Θεωρείται ως η κορυφαία προσωπικότητα στην ιστορία της ερασιτεχνικής πυγμαχίας, έχοντας κατακτήσει τρία χρυσά μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες - ρεκόρ που μοιράζεται με τους Λάσλο Παπ και Φέλιξ Σαβόν.[6]
Γεννήθηκε στο Καμαγουέι (Camagüey) στις 29 Μαρτίου 1952 από μετανάστες γονείς - ο πατέρας ήταν από τον Άγιο Βικέντιο, η δε μητέρα είχε γεννηθεί στην Κούβα, αλλά οι γονείς της ήταν από τον Άγιο Χριστόφορο. Πρωτομπήκε στην πυγμαχία σε ηλικία εννέα ετών, ακολουθώντας τον πατέρα του σε ένα τοπικό γυμναστήριο. Για πολύ καιρό μάλιστα οι δυο τους το κρατούσαν μυστικό από τη μητέρα του, η οποία τελικά το αποδέχθηκε υπό τον όρο να έχει πάντα μαζί τον πατέρα του.
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 και ενώ ο Στίβενσον είχε ξεχωρίσει σε επίπεδο παίδων, τον κάλεσε στην Αβάνα ο Αντρέι Τσερνιοβένκο, ένας Σοβιετικός παλαίμαχος που είχε αναλάβει αρχιπροπονητής του αναπτυξιακού προγράμματος πυγμαχίας. Υπό την καθοδήγησή του πρωτοεμφανίστηκε σε αγώνες ανδρών το 1969, όντας μόλις 17 ετών.
Μετά από κάποιες διακρίσεις σε εθνικό - περιφερειακό επίπεδο, εμφανίστηκε το 1972 στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου. Στον πρώτο κιόλας αγώνα της διοργάνωσης, πέτυχε νοκ-ντάουν στα 30 δευτερόλεπτα, ενώ λίγο αργότερα ο διαιτητής καταλόγισε τεχνικό νοκ-άουτ για λόγους ασφαλείας του αντιπάλου του. Ήταν η απαρχή μιας εντυπωσιακής πορείας, η οποία απέφερε στο Στίβενσον τρία συνεχόμενα ολυμπιακά χρυσά. Αποτελούσε επίσης το μεγάλο φαβορί της κατηγορίας του στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες (1984), όμως η χώρα του δε συμμετείχε, συμμετέχοντας στο μποϊκοτάζ των αγώνων από το ανατολικό μπλοκ. Συνολικά σε Ολυμπιακούς η επίδοσή του ήταν 12 νίκες (100%), εκ των οποίων 9 με νοκ-άουτ, 2 στα σημεία και 1 άνευ αγώνος.
Αντίστοιχη επιτυχία σημείωσε και στα παγκόσμια πρωταθλήματα, κατακτώντας τον τίτλο στις διοργανώσεις των ετών 1974, 1978 και 1986. Έχασε το χρυσό μόνο στο πρωτάθλημα του 1982, όταν αποκλείστηκε στους πρώτους γύρους από το Φραντσέσκο Νταμιάνι - ήταν η πρώτη του ήττα μετά από έντεκα χρόνια.
Σημειωτέον ότι κατά τη δεκαετία του '70 είχε απορρίψει αρκετές προτάσεις ώστε να μεταπηδήσει στην επαγγελματική πυγμαχία από παράγοντες των ΗΠΑ, με κορυφαία την προσφορά 5.000.000 δολαρίων για να αντιμετωπίσει το Μοχάμεντ Άλι. Όταν ρωτήθηκε για το λόγο των αρνήσεών του, είχε απαντήσει ότι προτιμά την αγάπη των 8.000.000 συμπατριωτών του - εάν είχε δεχτεί να γίνει επαγγελματίας, θα έπρεπε να εγκατασταθεί στις ΗΠΑ και παράλληλα θα έχανε το δικαίωμα συμμετοχής στις διεθνείς διοργανώσεις.
Μετά το θρίαμβό του στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1986 και όντας ήδη στο ηλικιακό όριο που ίσχυε για συμμετοχή στις μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις, ο Στίβενσον αποσύρθηκε από τα ρινγκ. Ήταν το τέλος μιας μεγάλης καριέρας με μόλις 22 ήττες σε 324 επίσημους αγώνες, τις περισσότερες σε νεαρή ηλικία.
Παρέμεινε στο χώρο της πυγμαχίας ως προπονητής και παράγοντας της εθνικής ομάδας. Στην Κούβα θεωρούνταν εθνικός ήρωας, ενώ διατηρούσε στενή φιλία με το Φιντέλ Κάστρο.