Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Τζορτζ Ρόμπερτ Γκίσινγκ | |
---|---|
Όνομα | Τζορτζ Ρόμπερτ Γκίσινγκ |
Γέννηση | 22 Νοεμβρίου 1857 Γουέικφιλντ, Γιόρκσαϊρ, Αγγλία |
Θάνατος | 28 Δεκεμβρίου 1903 (46 ετών) Ρουέν, Γαλλία |
Επάγγελμα/ ιδιότητες | συγγραφέας[1][2], μυθιστοριογράφος και καθηγητής[3] |
Υπηκοότητα | Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας |
Περίοδος | Υστερη βικτωριανή |
Είδη | Πεζογραφία |
Αξιοσημείωτα έργα | The Nether World, Οι κονδυλοφόροι, Born in Exile, The Odd Women, Workers in the Dawn, The Unclassed και Isabel Clarendon |
Τέκνα | Alfred Gissing[4] |
Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Τζορτζ Ρόμπερτ Γκίσινγκ (22 Νοεμβρίου 1857 – 28 Δεκεμβρίου 1903) υπήρξε Άγγλος λογοτέχνης, συγγραφέας εικοσιτριών μυθιστορημάτων μεταξύ του 1880 και του 1903. Ξεκινώντας την πορεία του με νατουραλιστικά έργα, εξελίχθηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς ρεαλιστές της ύστερης βικτωριανής περιόδου.
Γεννήθηκε στο Γουέικφιλντ του Γιόρκσαϊρ, σε οικογένεια της χαμηλής μεσαίας τάξης. Ο Γκίσινγκ πέτυχε να πάρει υποτροφία στο Κολέγιο Όουενς, στο σημερινό Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Εξαιρετικός φοιτητής, αρίστευσε στο Πανεπιστήμιο, κερδίζοντας πολλά βραβεία, ανάμεσά τους το βραβείο Σαίξπηρ το 1875. Ενώ διαφαινόταν ότι θα συνέχιζε με ακόμη περισσότερες διακρίσεις ως φοιτητής και ως ακαδημαϊκός, ερωτεύτηκε μία πόρνη, την Μαριάν Χέλεν Χάρισον. Καθώς δεν είχε τα μέσα για να τη συντηρήσει, ο Γκίσινγκ άρχισε να κλέβει τους συμφοιτητές του. Μετά από ορισμένο διάστημα, συνελήφθηκε, καταδικάστηκε για κλοπή και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Πανεπιστήμιο, εκτίοντας ποινή ενός μήνα καταναγκαστικών έργων στη φυλακή. Τον Οκτώβριο του 1876, κυρίως χάρη σε ορισμένους Αμερικανούς θαυμαστές, κατάφερε να μεταφερθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, στα όρια της πείνας, μπόρεσε να κερδίσει οριακά τα προς το ζην, γράφοντας διηγήματα για την εφημερίδα Chicago Tribune. Ο Γκίσινγκ είναι αδελφός του επίσης λογοτέχνη της ύστερης βικτωριανής περιόδου, Αλτζερνον Γκίσινγκ.
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, το φθινόπωρο του 1877, ο Γκίσινγκ παντρεύτηκε την Μαριάν και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο για να γράψει μυθιστορήματα. Το 1880, όταν το πρώτο του μυθιστόρημα Workers in the Dawn αποδείχθηκε οικτρή αποτυχία, ο Γκίσινγκ κατάφυγε στην παράδοση ιδιαίτερων μαθημάτων για να γλιτώσει από τη φτώχεια. Το 1883, χώρισε από από τη σύζυγό του, ή οποία πλέον ήταν αλκοολική, αλλά συνέχισε να της καταβάλλει ένα εβδομαδιαίο εισόδημα από τα λιγοστά χρήματα που είχε ως το θάνατό της το 1888.
Το 1884, το δεύτερο μυθιστόρημά του, The Unclassed, στο οποίο φαίνεται μια ξεκάθαρη βελτίωση σε στηλ και τη δόμηση των χαρακτήρων, αποκόμισε καλά σχόλια από τους κριτικούς. Από το σημείο αυτό, ο Γκίσινγκ δημοσίευε μυθιστορήματα σχεδόν σε ετήσια βάση, όμως του απέφεραν τόσο λίγα χρήματα, ώστε για αρκετά περισσότερα χρόνια, έπρεπε να συνεχίσει την παράδοση μαθημάτων. Παρόλο που είναι διαβόητος ο τρόπος με τον οποίο τον εκμεταλλεύονταν οι εκδότες του, κατάφερε να επισκεφθεί την Ιταλία το 1889, από τα έσοδα που του απέφερε η πώληση των δικαιωμάτων για το μυθιστόρημα The Nether World, το πλέον πεσιμιστικό από τα βιβλία του. Μεταξύ του 1891 και του 1897 (στη λεγόμενη μέση περίοδό του), ο Γκίσινγκ παρήγαγε τα καλύτερά του έργα, μεταξύ των οποίων Οι κονδυλοφόροι, Born in Exile, The Odd Women, In the Year of Jubilee και The Whirlpool. Όντας μπροστά από την εποχή τους, πραγματεύονται θέματα όπως η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της λογοτεχνικής αγοράς, ο θρησκευτικός τσαρλατανισμός, η θέση των χειραφετημένων γυναικών σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, η φτώχεια των εργαζόμενων τάξεων, ο γάμος σε έναν παρακμάζοντα κόσμο. Σε αυτήν την περίοδο, ο Γκίσινγκ έχοντας καταλάβει καθυστερημένα τα οικονομικά οφέλη που παρείχε η δημοσίευση διηγημάτων στον Τύπο, έγραψε σχεδόν είκοσι. Κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να σταματήσει την παράδοση μαθημάτων.
Το Φεβρουάριο του 1891 παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα της εργατικής τάξης, την Έντιθ Άντεργουντ και μετακόμισε στο Έξετερ. Παρά τις δυσκολίες στο γάμο (η Εντιθ ήταν επιρρεπής σε κρίσεις βίας και σε πνευματική αστάθεια) απέκτησαν μαζί δύο παιδιά. Μετά από πολλές ακόμη μετακομίσεις, ο Γκίσινγκ χώρισε από την Έντιθ το 1897, αφήνοντας το παιδιά του στο σπίτι των δύο αδελφών του, στο Γουέικφιλντ. Το 1902 η Έντιθ χαρακτηρίστηκε φρενοβλαβής.
Τα μεσαία χρόνια της δεκαετίας είδαν τη φήμη του Γκίσινγκ να φτάνει σε νέα ύψη: ορισμένοι κριτικοί καταμετρούν τον Γκίσινγκ ανάμεσα στους τρεις σημαντικότερους μυθιστοριογράφους της εποχής, μαζί με τον Τζορτζ Μέρεντιθ και τον Τόμας Χάρντι. Έκανε επίσης νέες φιλίες με συγγραφείς όπως ο Χένρι Τζέιμς, ο Χ. Τζ. Γουέλς, ενώ ήρθε σε επαφή και με πολλούς άλλους ανερχόμενους συγγραφείς όπως ο Τζόζεφ Κόνραντ και ο Στίβεν Κρέιν. Πραγματοποίησε ένα δεύτερο ταξίδι στην Ιταλία το 1897-1898, ενώ επισκέφθηκε και την Ελλάδα. Στα τέλος της δεκαετίας του '90, η υγεία του αδυνάτισε και τελικά του διαγνώστηκε εμφύσημα, κάτι που τον ανάγκασε να διαμένει σε σανατόριο κατά καιρούς. Το 1898 γνώρισε την Γκαμπριέλ Φλερί, μία Γαλλίδα που τον είχε πλησιάσει για να μεταφράσει ένα από τα μυθιστορήματά του και την ερωτεύτηκε. Την επόμενη χρονιά πραγματοποίησαν ιδιωτική γαμήλια τελετή στη Ρουέν, παρόλο που ο Γκίσινγκ δεν μπορούσε να πάρει διαζύγιο από την Έντιθ, και από τότε έζησαν στη Γαλλία ως ζευγάρι.
Το 1903 ο Γκίσινγκ δημοσίευσε το The Private Papers of Henry Ryecroft, το οποίο του απέφερε μεγάλη αναγνώριση. Πρόκειται για το πλέον αυτοβιογραφικό του έργο. Είναι τα απομνημονεύματα των τελευταίων ευτυχισμένων χρόνων ενός συγγραφέα που είχε μοχθήσει πολύ όπως και ο Γκίσινγκ, αλλά χάρη στην, έστω και καθυστερημένη, επιτυχία, κατάφερε να εγκαταλείψει το συγγραφικό έργο και να αποσυρθεί στην ύπαιθρο.
Ο Γκίσινγκ πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 1903, σε ηλικία 46 ετών, από εμφύσημα, που προκλήθηκε από κρυολόγημα μετά από έναν παρακινδυνευμένο χειμωνιάτικο περίπατο. Άφησε πίσω του ένα ημιτελές μυθιστόρημα, με τίτλο Veranilda, το οποίο εκτυλίσσεται στη Ρώμη του 6ου αιώνα.