Αντόνιο Μπέρνι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 14 Μαΐου 1905[1][2] Ροζάριο[1][2] |
Θάνατος | 13 Οκτωβρίου 1981[3][4][5] Μπουένος Άιρες[1][2] |
Τόπος ταφής | Κοιμητήριο Λα Τσακαρίτα |
Χώρα πολιτογράφησης | Αργεντινή[6] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ισπανικά[7][8] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος[9][10][11] χαράκτης[12][9][13] γλύπτης[9] τοιχογράφος[9] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Δελέσιο Αντόνιο Μπέρνι (Delesio Antonio Berni, 14 Μαΐου 1905 – 13 Οκτωβρίου 1981) ήταν Αργεντινός ζωγράφος της παραστατικής τέχνης. Συνδέεται με το καλλιτεχνικό κίνημα που είναι γνωστό ως Nuevo Realismo («νέος ρεαλισμός»), μια λατινοαμερικανική επέκταση του κοινωνικού ρεαλισμού. Το έργο του έχει παρουσιασθεί σε εκθέσεις σε όλο τον κόσμο.
Ο Μπέρνι γεννήθηκε στην πόλη Ροσάριο της Αργεντινής.[14] Μητέρα του ήταν η Μαργαρίτα Πίκο (Margarita Picco), κόρη Ιταλών μεταναστών, και πατέρας του ο Ιταλός ράφτης Ναπολεόν, που σκοτώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[15]
Το 1914 ο Μπέρνι έγινε μαθητευόμενος του Καταλανού τεχνίτη N. Buxadera στην εταιρεία υαλογραφιών Buxadera and Co. Αργότερα έμαθε ζωγραφική στο Κέντρο Catalá του Ροζάριο, όπου περιγράφηκε ως παιδί-θαύμα.[16] Το 1920 δεκαεπτά από τις ελαιογραφίες του δεκαπεντάχρονου ζωγράφου εκτέθηκαν στο «Σαλόν Μαρί». Στις 4 Νοεμβρίου 1923 οι ιμπρεσιονιστικές τοπιογραφίες του εξυμνήθηκαν από τεχνοκριτικούς στις μεγάλες ημερήσιες εφημερίδες La Nación και La Prensa.[15]
Η λέσχη Jockey Club de Rosario έδωσε χρήματα ώστε να σπουδάσει ο Μπέρνι στην Ευρώπη το 1925. Εκείνος επέλεξε αρχικώς την Ισπανία, αλλά αφού επισκέφθηκε μερικές πόλεις της, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου εργάζονταν τότε αρκετοί Αργεντινοί καλλιτέχνες, όπως οι Ακίλες Μπάντι, Αλφρέδο Μπιγκάτι, Χουλ Σολάρ και Λίνο Ενέα Σπιλιμπέργκο. Ο Μπέρνι παρακολούθησε πρακτικές παραδόσεις των Αντρέ Λοτ και Οτόν Φριζ στην Académie de la Grande Chaumière στο Μονπαρνάς. Εκεί ζωγράφισε τοπία και νεκρές φύσεις. Επέστρεψε στο Ροζάριο για ένα διάστημα, αλλά ξαναπήγε στο Παρίσι το 1927 με μια υποτροφία από την Επαρχία Σάντα Φε. Μελετώντας το έργο των Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Ρενέ Μαγκρίτ, ο Μπέρνι ενδιαφέρθηκε για τον υπερρεαλισμό, τον οποίο απεκάλεσε «ένα νέο όραμα της τέχνης και του κόσμου, το ρεύμα που αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη νεολαία, τη διάθεσή της και την εσωτερική της κατάσταση μετά το τέλος του πολέμου, ένα δυναμικό και αληθινά αντιπροσωπευτικό κίνημα.» Υπερρεαλιστικά έργα του σώζονται από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και τις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Επίσης τότε άρχισε να μελετά την επαναστατική πολιτική, όπως τη μαρξιστική θεωρία του Ανρί Λεφέβρ, ο οποίος του γνώρισε τον κομμουνιστή ποιητή Λουί Αραγκόν το 1928. Ο Μπέρνι συνέχισε να αλληλογραφεί με τον Αραγκόν και μετά την αναχώρησή του για την Αργεντινή.
Το 1931 ο Μπέρνι επέστρεψε στο Ροζάριο, όπου έζησε για λίγο σε αγρόκτημα και μετά προσλήφθηκε ως δημοτικός υπάλληλος. Κατάλαβε ότι ο υπερρεαλισμός δεν μπορούσε να αποδώσει την απελπισία των συμπατριωτών του εξαιτίας των ταραχών και της μεγάλης ανεργίας. Συναντήθηκε με τον Δαβίδ Αλφάρο Σικουέιρος, καθώς ενδιαφερόταν για τις μεγάλες πολιτικές τοιχογραφίες του Μεξικανού, αλλά γρήγορα απέρριψε αυτόν τον τρόπο εκφράσεως ως έμπνευση κοινωνικής αλλαγής. Στράφηκε έτσι στον «νέο ρεαλισμό», το στιλ που τελικώς τον ανέδειξε. Με πίνακες όπως οι «Άνεργοι», που βασίζονταν σε φωτογραφίες που είχε τραβήξει, απεικόνισε τις εντάσεις και τους αγώνες του αργεντίνικου λαού.
Το 1958 άρχισε να συλλέγει απορριφθέντα υλικά και να δημιουργεί με αυτά κολλάζ, μία σειρά έργων που απεικόνιζαν έναν χαρακτήρα που ονόμασε «Χουανίτο Λαγούνα». Η σειρά αυτή κατέστη ένα κοινωνικό αφήγημα για την εκβιομηχάνιση και τη φτώχεια, επισημαίνοντας τις ακραίες ανισότητες που υπήρχαν ανάμεσα στους πλούσιους της αργεντίνικης αριστοκρατίας και τους «Χουανίτος» των παραγκουπόλεων (Χουανίτο = «Γιαννάκης», πρβλ. τον Γιάννη Αγιάννη).[17]