Blenheim (Types 142M, 149, 160)[1] | |
---|---|
Τύπος | Ελαφρό βομβαρδιστικό/Μαχητικό |
Κατασκευαστής | Bristol Aeroplane Company |
Σχεδιαστής | Frank Barnwell |
Παρθενική πτήση | 12 Απριλίου 1935 |
Πρώτη παρουσίαση | 1937 |
Αποσύρθηκε | 1944 |
Κύριος χειριστής | Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF) |
Μονάδες που παρήχθησαν | 4.422 |
Πλήρωμα | Τριμελές |
Μήκος | 13 m |
Εκπέτασμα | 17,17 m |
Ύψος | 3,91 |
Επιφάνεια πτέρυγας | 43,60 |
Μεικτό βάρος | 6.530 kg |
Μέγιστη ταχύτητα | 428 km/h |
Αυτονομία | 3.140 km |
Μέγιστο ύψος | 9.600 m |
Βαθμός ανόδου | 457 m/min |
Πολυβόλα | 1 πολυβόλο Vickers K των 7,7 mm (0,303’’) στο ρύγχος, 2 πολυβόλα Browning των 7,7 mm (0,303’’) στον πυργίσκο γνάθου, 2 πολυβόλα Browning των 7,7 mm (0,303’’) στον ραχιαίο πυργίσκο |
Βόμβες | 4 βόμβες των 110 kg ή 2 βόμβες των 230 kg εσωτερικά και 8 βόμβες των 18 kg εξωτερικά |
Το Bristol Blenheim (Μπρίστολ Μπλέναιμ) ήταν βρετανικό ταχύ ελαφρό βομβαρδιστικό, που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αργότερα τροποποιήθηκε σε ένα επιτυχημένο βαρύ μαχητικό. Μία καναδική εκδοχή του, ονόματι Bolingbroke, χρησιμοποιήθηκε ως ανθυποβρυχιακό και εκπαιδευτικό αεροσκάφος. Ήταν το πρώτο βρετανικό αεροσκάφος με ολομεταλλική κατασκευή και ένα από τα πρώτα που χρησιμοποίησε ανασυρόμενο σύστημα προσγείωσης, επιφάνειες ελέγχου (flaps), ηλεκτροκίνητο πυργίσκο και έλικα μεταβλητού βήματος.
Ένα πολιτικό σχέδιο, ο Τύπος 135, είχε αρχίσει να σχεδιάζεται από τη Bristol από τον Ιούλιο του 1933.
Το 1934, ο Λόρδος Ρόδερμιρ, ιδιοκτήτης της εφημερίδας Daily Mail, προκάλεσε τη βρετανική αεροναυπηγική βιομηχανία να δημιουργήσει ένα αεροσκάφος υψηλών ταχυτήτων ικανό να μεταφέρει έξι επιβάτες και διμελές πλήρωμα. Την εποχή εκείνη, γερμανικές εταιρίες παρήγαγαν διάφορα ανάλογα σχέδια που κρατούσαν τις παγκόσμιες επιδόσεις και ο Ρόδερμιρ ήθελε να ξανακατακτήσει τον τίτλο του ταχύτερου πολιτικού αεροσκάφους της Ευρώπης. Η Bristol εργάζονταν ήδη στον Τύπο 135, που διέθετε τις προϋποθέσεις και προσαρμόζοντάς τον στις απαιτήσεις του Ρόδερμιρ, δημιούργησε τον Τύπο 142.
Όταν έκανε την πρώτη του πτήση, με το όνομα Britain First στις 12 Απριλίου 1935[2], αποδείχθηκε ταχύτερο από οποιοδήποτε καταδιωκτικό της εποχής εκείνης σε υπηρεσία με τη RAF[2]. Το Βρετανικό Υπουργείο Αεροπορίας προφανώς ενδιαφέρθηκε για ένα τέτοιο αεροσκάφος και σύντομα εξέδωσε τις προδιαγραφές B.28/35 για μια βομβαρδιστική παραλλαγή του Bristol, τον Τύπο 142M (όπου "M" σήμαινε "military" δηλ. στρατιωτικό). Η βασική αλλαγή ήταν η μετατόπιση των ημιπτερύγων ψηλότερα στην άτρακτο από την χαμηλή αρχική τους θέση, για να δημιουργηθεί χώρος κάτω από το σκελετό του φτερού για αποθήκη βομβών. Το αεροσκάφος ήταν ολομεταλλικό, με δύο αστεροειδείς κινητήρες Bristol Mercury VIII, που απέδιδαν 860 hp έκαστος. Το τριμελές πλήρωμά του αποτελούνταν από τον πιλότο, τον πλοηγό/βομβαρδιστή και τον πυροβολητή/ασυρματιστή και ο οπλισμός του, ένα εμπρόσθιο πολυβόλο των 7,7 mm στην ημιπτέρυγα εξωτερικά του αριστερού κινητήρα και ένα δεύτερο, οπίσθιο πολυβόλο, σε ημιαποσυρόμενο ραχιαίο πυργίσκο. Το φορτίο βομβών, 1.000 λιβρών (454 kg), μεταφέρονταν στην εσωτερική αποθήκη.
Για να εξασφαλίσει την υψηλή του ταχύτητα, το Blenheim διέθετε πολύ μικρή άτρακτο. Ο θάλαμος του πιλότου στα αριστερά του ρύγχους ήταν τόσο στενός που το πηδάλιο έκρυβε όλα τα όργανα πτήσης, ενώ τα όργανα του κινητήρα απέκρυπταν την εμπρόσθια θέα κατά την προσγείωση. Τα περισσότερα δευτερεύοντα όργανα είχαν τοποθετηθεί στην αριστερή πλευρά του πιλοτηρίου, ενώ ουσιώδη εξαρτήματα όπως ο ρυθμιστής βήματος του έλικα, είχαν τοποθετηθεί πίσω από τον πιλότο, που τα χειρίζονταν με την αφή. Όπως και στα περισσότερα Βρετανικά αεροσκάφη της εποχής, οι καταπακτές της αποθήκης βομβών συγκρατούνταν κλειστές με ελαστικά κορδόνια και άνοιγαν με το βάρος των απελευθερωμένων βομβών. Καθώς δεν υπήρχε τρόπος να υπολογιστεί ο χρόνος που θα χρειάζονταν οι βόμβες για να ανοίξουν τις καταπακτές, η ακρίβεια βομβαρδισμού ήταν μάλλον μέτρια[3].
.
Η πρώτη παραγγελία τέθηκε ενώ το αεροσκάφος βρισκόταν ακόμα στο σχεδιαστήριο και το πρώτο υπόδειγμα παραγωγής αποτέλεσε και το μοναδικό πρωτότυπο[4]. Θεσπίστηκε η ονομασία Blenheim I και οι παραδόσεις άρχισαν τον Μάρτιο του 1937[4]. Η επιτυχία του ήταν τόσο μεγάλη που άδεια παραγωγής του εκχωρήθηκε σε διάφορες χώρες, όπως η Φινλανδία και η Γιουγκοσλαβία. Σημαντικές ήταν και οι εξαγωγές σε χώρες όπως η Ρουμανία, η Τουρκία και η Ελλάδα. Ο συνολικός αριθμός των Blenheim Mk I (Μαρκ 1) που παρήχθησαν στην Αγγλία ήταν 1.351.
Μετά την πτώση της Γαλλίας στα χέρια των Γερμανών, τον Ιούνιο του 1940, η RAF συγκρότησε την αεροπορία των Ελεύθερων Γάλλων, που εξοπλίστηκε με ένα κράμα από Blenheim και αναγνωριστικά Westland Lysander, που τελικά εστάλη στη Βόρειο Αφρική, όπου χρησιμοποιήθηκε ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς.
Κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η τεχνολογία καταδιωκτικών είχε πια εξαλείψει την υπεροχή του Blenheim σε ταχύτητα, έτσι που σαν βομβαρδιστικό και παράκτιο περιπολικό είχε περιορισμένη επιτυχία. Ένα από τα μεγαλύτερα πλεονεκτήματα που εξακολουθούσε να διατηρεί όμως έναντι των καταδιωκτικών ήταν η ακτίνα δράσης του. Μπορούσε να διεισδύσει βαθειά μέσα στον εχθρικό χώρο, με την προϋπόθεση βέβαια πως δεν θα συναντούσε εχθρικά καταδιωκτικά στην πορεία του. Με μέγιστη ταχύτητα μόνο 423 km/h, δυσκίνητο και αργό στη στρέψη, σύντομα επισκιάστηκε από νέους τύπους πιο σύγχρονης σχεδίασης, ωστόσο το Blenheim παρέμεινε στην πρώτη γραμμή κατά τα πρώτα χρόνια του πολέμου.
Το Bristol Blenheim χρησιμοποιήθηκε τόσο από τη διοίκηση βομβαρδιστικών όσο και καταδιωκτικών. Κάπου 200 βομβαρδιστικά Blenheim I τροποποιήθηκαν σε βαρέα μαχητικά Blenheim IF, εξοπλίζοντας μεταξύ 1938-1939 επτά Μοίρες καταδίωξης. Επιπρόσθετα στον υπάρχοντα οπλισμό, 4 πολυβόλα Browning των 0,303’’ εγκαταστάθηκαν κάτω από την άτρακτο. Το Blenheim IF αποδείχθηκε λιγότερο ταχύ και ευέλικτο απ’ όσο αναμενόταν και μέχρι τον Ιούνιο του 1940 οι απώλειες κατά τις ημερήσιες πτήσεις είχαν προκαλέσει έντονη ανησυχία στη Διοίκηση Καταδιωκτικών. Αποφασίστηκε τότε να στρέψουν το IF σε καθήκοντα κυρίως νυχτερινού μαχητικού, ρόλο στον οποίο η 23η Μοίρα το χρησιμοποιούσε ήδη από καιρό με μεγαλύτερη επιτυχία.
Κατά τη γερμανική νυχτερινή επιδρομή βομβαρδισμού του Λονδίνου στις 18 Ιουνίου 1940, τα Blenheim κατέρριψαν πέντε Γερμανικά βομβαρδιστικά, αποδεικνύοντας έτσι πως ο νυχτερινός ρόλος τους ταίριαζε καλύτερα. Τον Ιούλιο, η 600η Μοίρα εφοδίασε μερικά από τα IF της με ραντάρ AI Mk III και με τον εξοπλισμό αυτό ένα Blenheim σημείωσε την πρώτη κατάρριψη που επετεύχθη με αυτό το ραντάρ, τη νύχτα της 2ας προς 3η Ιουλίου 1940, με θύμα ένα Dornier Do 17. Οι καταρρίψεις συνεχίστηκαν και σύντομα το Blenheim κατέστη ανεκτίμητο σα νυχτερινό μαχητικό. Σταδιακά, με την εμφάνιση του Bristol Beaufighter στα τέλη του έτους, άρχισε να αντικαθίσταται στο ρόλο αυτό από τον ταχύτερο και πιο σύγχρονο διάδοχό του.
Τα Blenheim συνέχισαν να επιχειρούν ευρύτατα σε διάφορα καθήκοντα, μέχρι τα 1943, εξοπλίζοντας συνολικά 26 Μοίρες της RAF, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις βρετανικές βάσεις στην Αίγυπτο , το Ιράκ, το Άντεν, την Ινδία, τη Μαλαισία, τη Σιγκαπούρη και τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (Ινδονησία). Πολλά Blenheim καταρρίφθηκαν από ιαπωνικά καταδιωκτικά στα μέτωπα της Άπω Ανατολής. Μέχρι τότε, τα περισσότερα μαχητικά μπορούσαν πλέον να μεταφέρουν ανάλογα πολεμικά φορτία, με μεγαλύτερη ταχύτητα, και έτσι τα εναπομείναντα αεροσκάφη περιορίστηκαν σε εκπαιδευτικούς ρόλους. Το Buckingham, που η Bristol προόριζε για διάδοχο του Blenheim, θεωρήθηκε υποδεέστερο του Mosquito και έτσι δεν πήρε ποτέ μέρος σε πολεμικές αποστολές.
Το 1936 η Φινλανδική Αεροπορία παρήγγειλε 41 Mk I από τη Βρετανία και δύο χρόνια αργότερα αγόρασαν μια άδεια παραγωγής του αεροσκάφους. Δεκαπέντε αεροσκάφη κατασκευάστηκαν στη Φινλανδία πριν το Χειμερινό Πόλεμο και άλλα 41 κατασκευάστηκαν στη συνέχεια, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό τους σε 97 μονάδες (75 Mk I και 22 Mk IV). Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι Γερμανοί προμήθευσαν τη Φινλανδία με μεγάλες ποσότητες ανταλλακτικών από τα Γιουγκοσλαβικά αποθέματα.
Τα Φινλανδικά Blenheim πέταξαν σε 423 αποστολές βομβαρδισμού κατά το Χειμερινό Πόλεμο και κάπου 3.000 ακόμα αποστολές στη συνέχεια του πολέμου. Ακόμη, πυροβολητές των Blenheim κατέρριψαν πέντε σοβιετικά καταδιωκτικά. Τα μισά περίπου από τα Φινλανδικά Blenheim χάθηκαν από διάφορες αιτίες κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Μετά τον πόλεμο, απαγορεύτηκε στη Φινλανδία η χρήση βομβαρδιστικών αεροσκαφών. Ωστόσο, μερικά από τα Φινλανδικά Blenheim συνέχισαν να υπηρετούν σαν ρυμουλκά στόχων μέχρι και το 1958.
Το Blenheim Mk II ήταν μια εκδοχή αναγνωριστικού μεγάλης ακτίνας δράσης, με αυξημένη χωρητικότητα δεξαμενών καυσίμου, αλλά τελικά μόνον ένα κατασκευάστηκε. Μια άλλη μετατροπή οδήγησε στο Blenheim Mk III, που διέθετε μακρύτερο ρύγχος για να δημιουργήσει μεγαλύτερο χώρο για το βομβαρδιστή. Αυτό απαιτούσε το σχηματισμό ενός κοιλώματος μπροστά στον πιλότο, ώστε να έχει επαρκή ορατότητα κατά την απογείωση και προσγείωση. Τελικά όμως οι δύο αυτές τροποποιήσεις συνδυάστηκαν, μαζί με μια νέα έκδοση των κινητήρων Mercury, με 905 hp και ένα δεύτερο πολυβόλο στον οπίσθιο πυργίσκο, για να δημιουργήσουν το Blenheim IV. Όταν εμφανίστηκε στα 1939 το Mk IV (Τύπος 149 για τη Bristol) ήταν το δεύτερο ταχύτερο βομβαρδιστικό του κόσμου, πίσω μόνο από το Dornier Do 215. Συνολικά, 3.307 επρόκειτο να κατασκευαστούν.
Η μεγαλύτερη ακτίνα δράσης πληρούσε και τις απαιτήσεις των Καναδών για ένα περιπολικό βομβαρδιστικό και τελικά η Καναδική Fairchild Aircraft Ltd. του Κεμπέκ το έθεσε σε παραγωγή με την ονομασία Bolingbroke. Τα πρώτα κατασκευάστηκαν ως Bolingbroke Mk I, σύμφωνα με τις βρετανικές προδιαγραφές, αλλά στη συνέχεια η Fairchild στράφηκε στην παραγωγή του Bolingbroke Mk IV, με Αμερικανικά όργανα και εξοπλισμό. Περίπου 150 κατασκευάστηκαν και τα περισσότερα υπηρέτησαν σαν περιπολικά στις ακτές του Ατλαντικού. Άλλα 450 παρήχθησαν σαν εκπαιδευτικά με την ονομασία Bolingbroke Mk IVT. Μια από τις τελευταίες εκδόσεις ήταν το Bolingbroke Mk IVW, με κινητήρες Pratt & Whitney R-1830 Twin Wasp των 1.200 hp. Η συνολική παραγωγή των Bolingbroke έφτασε τις 676 μονάδες.
Μια τελευταία εκδοχή του βομβαρδιστικού τύπου αναπτύχθηκε ως τεθωρακισμένο αεροσκάφος προσβολής εδάφους, με ένα συμπαγές ρύγχος που περιείχε άλλα τέσσερα πολυβόλα Browning. Αρχικά ονομάστηκε Bisley, αλλά το μοντέλο παραγωγής μετονομάστηκε σε Blenheim V και διέθετε ενισχυμένη κατασκευή, θωράκιση πιλότου, ανταλλάξιμο οπλικό σύστημα ρύγχους ή θέση βομβαρδιστή, ενώ διέθετε και τους νέους κινητήρες Mercury των 950 hp. Το Blenheim V ή Τύπος 160 παραγγέλθηκε τελικά σαν συμβατικό βομβαρδιστικό χωρίς θώρακα και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στη Μέση και Άπω Ανατολή.
Ακόμη, το Blenheim αποτέλεσε το πρότυπο για τη δημιουργία του Beaufort, που με τη σειρά του οδήγησε στην ανάπτυξη του Beaufighter.
Η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία παρέλαβε τα Blenheim Mk IV κατά τις παραμονές του πολέμου. Λόγω των δραματικών γεγονότων της περιόδου, παραδόθηκαν στην Ελλάδα με αρκετές ελλείψεις σε εξοπλισμό και όργανα, αναγκάζοντας τους Έλληνες τεχνικούς να καταφύγουν σε αυτοσχέδια υποκατάστατα των ελλείψεων για να τα καταστήσουν υπηρεσιακά. Παραλήφθηκαν μόνον 9 (ή 12) από τα 24 που παραγγέλθηκα, ενώ κάποια Blenheim Mk I/IV δόθηκαν από τους Βρετανούς στην Ελλάδα σαν στρατιωτική βοήθεια το 1941.
Ένα Bristol Blenheim Mk IV F ανελκύστηκε από τη θάλασσα το καλοκαίρι του 1996 και μεταφέρθηκε στο Μουσείο Αεροπορίας, όπου παραμένει εν αναμονή εργασιών αποκατάστασης. Ανήκε στην 203 Μοίρα της οποίας τα αεροπλάνα κάλυπταν την βρετανική οπισθοχώρηση με βάση την Κρήτη. Χτυπήθηκε κατά λάθος από βρετανικό αντιτορπιλικό και κατέπεσε ανοιχτά του Ρεθύμνου στις 28 Απριλίου 1941.