Η Commodore International ήταν εταιρεία παραγωγής ηλεκτρονικών υπολογιστών με έδρα το Γουεστ Τσέστερ της Πενσιλβάνια, η οποία κυριάρχησε στην δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας 1990 στην αγορά των οικιακών υπολογιστών. Πέραν αυτού κυριάρχησε στην αγορά των πρώτων εμπορικών εφαρμογών για μικροϋπολογιστές στους τομείς εκπαίδευσης, έρευνας και παραγωγής.
Η εταιρεία δήλωσε πτώχευση στις 29 Απριλίου 1994. Το όνομα Commodore υπάρχει και χρησιμοποιείται ωστόσο μέχρι σήμερα: Τα δικαιώματα χρήσης απέκτησε στις 31 Δεκεμβρίου 2004 η εταιρεία Yeahronimo Media Ventures.
Η επιχείρηση ιδρύθηκε το 1954[1] στο Τορόντο από τον Τζακ Τράμιελ (Jack Tramiel) ως παραγωγός γραφομηχανών. Όταν όμως στα τέλη της δεκαετίας εμφανίστηκαν στην αγορά οι πρώτες φθηνές ιαπωνικές γραφομηχανές, ο Τράμιελ αποφάσισε να σώσει την επιχείρησή του κατασκευάζοντας υπολογιστικές μηχανές (calculating machines).
Το 1962 η επιχείρηση πήρε το όνομα Commodore Business Machines (CBM). Λίγα χρόνια όμως αργότερα επαναλήφθηκε το σενάριο της δεκαετίας του 1950: με την εισαγωγή φθηνών ιαπωνικών υπολογιστικών μηχανών, η Commodore κινδύνευε και πάλι. Ο κύριος επενδυτής της επιχείρησης, Ίρβινγκ Γκουλντ (Irving Gould), πρότεινε στον Τράμιελ να ταξιδέψει στην Ιαπωνία για να εξετάσει την ανταγωνιστικότητα των ιαπωνικών επιχειρήσεων. Τελικά ο Τράμιελ επέστρεψε από την Ιαπωνία με την ιδέα να παράγει αριθμομηχανές. Πέραν αυτού έγιναν τον καιρό εκείνο πρώτα πειράματα με ψηφιακά ρολόγια με LED, υπολογιστικό σκάκι (computer chess) και μερικά τηλεπαιχνίδια (Commodore 2000k), δίχως όμως αξιόλογη επιτυχία.
Η παραγωγή αριθμομηχανών της Commodore εξαρτιόνταν από την Texas Instruments, η οποία την προμήθευε με τα απαιτούμενα εξαρτήματα. Αυτή όμως αποφάσισε το 1975 να γίνει επίσης παραγωγός αριθμομηχανών και αφού κατασκεύαζε η ίδια τα απαιτούμενα εξαρτήματα, ήταν σε θέση να προσφέρει το νέο της προϊόν σε καλύτερη τιμή από ότι η Commodore.
Για να εξασφαλίσει φθηνότερο προμηθευτή υλικών, η Commodore αγόρασε τον παραγωγό ολοκληρωμένων κυκλωμάτων MOS Technology. Με τον τρόπο αυτό, ένας από τους σημαντικότερους μηχανικούς της MOS, ο Τσακ Πεντλ (Chuck Peddle), ήρθε στην Commodore, όπου έγινε επικεφαλής του τμήματος εξέλιξης. Κατάφερε να πείσει τον Τράμιελ να στραφεί στην αγορά των μικροϋπολογιστών και σχεδίασε τον Commodore PET 2001 (Personal Electronic Transactor), τον πρώτο ηλεκτρονικό υπολογιστή της Commodore, ο οποίος βγήκε με επιτυχία στην αγορά το 1977. Στη συνέχεια η Commodore εξαπλώθηκε με διάφορες θυγατρικές επιχειρήσεις παγκοσμίως.
Ο PET χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε σχολεία των ΗΠΑ. Στην αγορά οικιακών υπολογιστών όμως δεν είχε αξιόλογη επιτυχία, αφού υπήρχαν υπολογιστές με καλύτερα γραφικά και ήχο. Για το λόγο αυτό σχεδιάστηκε ο VIC-20, ο οποίος με την χαμηλή του τιμή κατάφερε να εξασφαλίσει πωλήσεις στην αγορά οικιακών υπολογιστών. Το όνομα "VIC" είχε την βάση του στο ομώνυμο τσιπ γραφικών του υπολογιστή. Ήταν ο πρώτος υπολογιστής που ξεπέρασε το όριο του εκατομμυρίου στις πωλήσεις. Συνολικά η Commodore πούλησε δυόμισι εκατομμύρια μονάδες.[2]
Την μεγαλύτερη όμως επιτυχία στην αγορά οικιακών υπολογιστών είχε με τον Commodore 64 (1982) λόγω της υπεροχής του στα γραφικά (MOS Technology VIC-II) και στον ήχο (MOS Technology SID). Κατόπιν ξέσπασε πόλεμος τιμών, μεταξύ των Commodore, Texas Instruments, Atari και μιας σειράς από ιαπωνικούς παραγωγούς με συστήματα MSX, με λίγα λόγια δηλαδή μεταξύ όλων των παραγωγών οικιακών και προσωπικών υπολογιστών με εξαίρεση τις Apple και IBM. Τα επόμενα χρόνια η Commodore κατάφερε να πουλήσει πάνω από 22 εκατομμύρια μονάδες του C64 και έτσι να κυριαρχήσει παντελώς στην οικιακών υπολογιστών.
Ωστόσο ο σκληρός αυτός ο πόλεμος τιμών άφησε τα ίχνη του και στην ίδια την επιχείρηση και το εποπτικό συμβούλιο υποστήριζε την εγκατάλειψη του τμήματος αυτού της αγοράς. Συνέπεια ήταν μια εσωεπιχειρησιακή διαμάχη που έληξε το 1984, όταν ο ιδρυτής της Commodore Τζακ Τράμιελ εγκατέλειψε την επιχείρηση και κατόπιν εξαγόρασε την πρώην αντίπαλο εταιρεία Atari.
Προσπαθώντας να καθιερώσουν την επιχείρηση ως παραγωγό προσωπικών υπολογιστών για χρήση στην βιομηχανία και στο εμπόριο, οι αρμόδιοι της Commodore διαπίστωσαν ότι το σχετικό πρότυπο της IBM είναι πλέον το ευρέως αποδεκτό. Έτσι σχεδιάστηκε οικογένεια συμβατών με IBM: αρχικά ο Commodore PC-10, τον οποίο ακολούθησαν και άλλα μοντέλα της σειράς αυτής.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 τα PC της Commodore είχαν επιτυχία και ήταν ανταγωνίσιμα. Στο διάστημα αυτό, τον κυρίαρχο ρόλο στο τμήμα αυτό της αγοράς μοιράζονταν η Commodore με την IBM. Η θέση αυτή όμως δεν μπόρεσε να κρατηθεί, αφού παραμελήθηκε η εξέλιξη νέων μοντέλων. Αποτέλεσμα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν, η Commodore να πουλά PC που αγόραζε ολόκληρα από την νοτιοανατολική Ασία.
Η Commodore χρειαζόταν οπωσδήποτε ένα νέο προϊόν, αφού οι διάδοχοι του C64 (Plus/4 και C128) δεν είχαν την απαιτούμενη επιτυχία ενώ άλλα σχέδια όπως π.χ. ο C65 δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Επίσης και τα μοντέλα χαμηλής ισχύος σε σχέση με τον C64 (C16 και C116) δεν είχαν εμπορική επιτυχία, αφού στην αγορά υπήρχε πλέον ζήτηση για συστήματα αυξημένης ισχύος, και όχι για μικρούς και φθηνούς υπολογιστές. Για τον λόγο αυτό η Commodore αγόρασε ένα σχέδιο πρώην εργαζομένων της Atari: τον Amiga. Ο υπολογιστής αυτός βγήκε στην αγορά την άνοιξη του 1986 και σε τιμή 1.500 δολαρίων. Συγκεκριμένα πρόκειται για τον Amiga 1000, ο οποίος είχε σχεδιαστεί κυρίως ως υπολογιστής γραφείου.
Η Atari όμως (τώρα με επικεφαλής τον ιδρυτή της Commodore Τζακ Τράμιελ) είχε βγάλει στην αγορά το 1985 κιόλας τον Atari ST, έναν εξίσου ισχυρό υπολογιστή, στην τιμή των 800 δολαρίων. Ξέσπασε και πάλι πόλεμος τιμών μεταξύ της Atari και της Commodore, τον οποίο τελικά κέρδισε η Commodore με τον Amiga 500 το 1987.
Εκείνη την εποχή στην αγορά υπολογιστών επιχειρήσεων κυριαρχούσαν οι Apple και IBM, ενώ η Commodore, παρόλο το γεγονός ότι διέθετε προχωρημένη τεχνολογία, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει ποσοστά πωλήσεων σε αυτό το τμήμα της αγοράς. Τα μοντέλα A2000, A3000 και A4000 δεν είχαν επιτυχία, πράγμα που οφείλεται στο κακό μάρκετινγκ της Commodore, το όνομα της οποίας για πολλούς ήταν ακόμη συνώνυμο της «παιχνιδομηχανής».
Η Commodore International Limited υπέβαλλε επισήμως αίτηση εκκαθάρισης στις 29 Απριλίου 1994.
Το τέλος της Commodore έχει διάφορες αιτίες. Μία είναι το κακό μάρκετινγκ των τελευταίων χρόνων. Μια άλλη είναι οι πολλές φορές κακές επενδύσεις σε μη κερδοφόρα έργα και σε τεχνολογίες, που την εποχή εκείνη δεν χρησιμοποιούσε ακόμη κανείς, όπως π.χ. το βασιζόμενο σε CD-ROM home entertainment system CDTV. Συγχρόνως παραμελήθηκε μοιραίως η περαιτέρω εξέλιξη των υπολογιστών C64 και Amiga με αποτέλεσμα, τα συστήματα αυτά να μην είναι σε θέση να μετρηθούν με τα PCs της IBM, που στην δεκαετία του 1990 άρχισαν να εξελίσσονται με ταχύτατους ρυθμούς.
Τελευταία λειτουργούσαν μονάχα οι θυγατρικές στο Ηνωμένο Βασίλειο (Commodore UK) και στη Γερμανία (Commodore Deutschland), οι οποίες ήταν κερδοφόρες επιχειρήσεις. Η βρετανική θυγατρική έκανε μια τελευταία προσπάθεια να εξαγοράσει την μητρική εταιρεία για να εξασφαλίσει έτσι τα δικαιώματα για τον Amiga. Δεν διέθετε όμως τα απαιτούμενα οικονομικά αποθέματα κι έτσι η Commodore τελικά εξαγοράστηκε από την ESCOM, ένα γερμανικό παραγωγό προσωπικών υπολογιστών.
Στην ESCOM χωρίστηκαν οι μάρκες Amiga και Commodore. Δημιουργήθηκε η νέα εταιρεία Amiga Technologies, ενώ η δημοφιλή στη Γερμανία μάρκα Commodore χρησιμοποιήθηκε για την πώληση προσωπικών υπολογιστών και ανάλογων περιφερειακών συσκευών.
Η ESCOM, η οποία αρχικά ήθελε κυρίως να εξασφαλίσει τα δικαιώματα χρήσης του ονόματος Commodore, είχε σχέδια να συνεχίσει την εξέλιξη του Amiga, τα οποία όμως δεν υλοποιήθηκαν για οικονομικούς λόγους. Μετά το τέλος της ESCOM το 1996, τεχνολογία και όνομα του Amiga άρχισαν μια οδύσσεια που τους πέρασε από τα χέρια πολλών ιδιοκτητών, και κατέληξαν τελικά στη σημερινή Amiga, Inc. Το 2004 δημοσίευσε τον AmigaOne, που βασίζεται στον PowerPC, με δικό του λειτουργικό σύστημα (AmigaOS4), συμβατό με το LinuxPPC.
Στη συνέχεια η σημερινή Amiga, Inc. πέρασε στην ιδιοκτησία της KMOS. Η μάρκα Commodore αγοράστηκε στα τέλη του Δεκέμβρη 2004 από την εταιρεία Yeahronimo Media Ventures, η οποία στις 6 Οκτωβρίου 2005 πήρε το όνομα "Commodore International Corporation". Πολλές φορές αναφέρεται επίσης ως Commodore Gaming.