Rikugun Ki-93 | |
---|---|
Τύπος | βαρύ μαχητικό |
Χώρα προέλευσης | Ιαπωνία |
Παρθενική πτήση | 8 Απριλίου 1945 |
Κύριος χειριστής | Αεροπορική Υπηρεσία του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού |
Μονάδες που παρήχθησαν | ένα |
Το Rikugun Ki-93 ήταν ιαπωνικό δικινητήριο βαρύ μαχητικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το σχεδίασε το Ινστιτούτο Αεροτεχνικών Ερευνών του Αυτοκρατορικού Στρατού προκειμένου να δράσει, χάρη στον βαρύ οπλισμό του, ως αεροσκάφος προσβολής πλοίων ή αναχαίτισης βομβαρδιστικών. Ολοκληρώθηκε μόνο ένα Ki-93, το οποίο υπέστη ζημιές κατά την παρθενική του πτήση και εν τέλει καταστράφηκε από αμερικανικό βομβαρδισμό.
Στα μέσα του 1941, δημιουργήθηκε μια ομάδα στο ιαπωνικό Ινστιτούτο Αεροτεχνικών Ερευνών του Στρατού για τη μελέτη προηγμένων στρατιωτικών αεροσκαφών. Η ομάδα εκπόνησε προκαταρκτικά σχέδια για ένα δικινητήριο βαρύ μαχητικό αεροσκάφος για την Αυτοκρατορική Αεροπορική Υπηρεσία του Ιαπωνικού Στρατού, το οποίο θα προωθούνταν από δύο αστεροειδείς κινητήρες Mitsubishi Ha-211 και θα είχε εκτιμώμενη ταχύτητα 680 km/h. Τον Ιούλιο του 1942 το σχέδιο, μαζί με μέρος της ομάδας ανάπτυξης, μεταφέρθηκε στην Τασικάβα για περαιτέρω ανάπτυξη. Εκεί υλοποιήθηκαν διάφορες βελτιώσεις, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των ισχυρότερων κινητήρων Mitsubishi Ha-214 και της προσθήκης ισχυρού οπλισμού.[1]
Στις 22 Φεβρουαρίου 1943 δόθηκε η έγκριση για την κατασκευή πρωτοτύπων του νέου μαχητικού, που θα έφερε την ονομασία Ki-93.[2] Επρόκειτο για ένα χαμηλοπτέρυγο μονοπλάνο, με διμελές πλήρωμα. Στο μπροστινό μέρος της ατράκτου υπήρχε κοιλιακή γόνδολα όπου φέρονταν ο οπλισμός. Σχεδιάστηκαν δύο εκδόσεις, το Ki-93-Ia που θα διέθετε ένα πυροβόλο των 57 mm και δύο των 20 mm και θα εξειδικεύονταν στην αναχαίτιση βομβαρδιστικών, καθώς και το Ki-93-Ib που θα έπλητε πλοία με το πυροβόλο του των 75 mm gun και θα είχε επίσης δυνατότητα μεταφοράς δύο βομβών των 250 kg.[3]
Το πρωτότυπο αποδείχθηκε υπέρβαρο, ενώ οι νέοι κινητήρες απέδιδαν μόνο 1970 hp αντί για τους προσδοκώμενους 2400 hp. Στις 8 Απριλίου 1945 πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση, διάρκειας είκοσι λεπτών, στην Τασικάβα. Κατά την προσγείωση ο πιλότος βγήκε εκτός διαδρόμου και το αεροσκάφος βρέθηκε σε μαλακό έδαφος, με αποτέλεσμα να αποκολληθεί το αριστερό σκέλος του συστήματος προσγείωσης και το στήριγμα του κινητήρα, κάμπτοντας επίσης τον έλικα. Οι επισκευές ολοκληρώθυηκαν εντός τεσσάρων εβδομάδων, όμως τη νύχτα πριν από τη δεύτερη δοκιμαστική πτήση καταστράφηκε όταν το υπόστεγό του χτυπήθηκε από αμερικάνικο αεροπορικό βομβαρδισμό.[4]