Όσκαρ Κούλμαν | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Oscar Cullmann (Γαλλικά) |
Γέννηση | 25 Φεβρουαρίου 1902[1][2][3] Στρασβούργο |
Θάνατος | 16 Ιανουαρίου 1999[1][2][4] Σαμονί |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία |
Θρησκεία | Λουθηρανισμός[5] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[6] Γαλλικά[7] |
Σπουδές | Σχολή Προτεσταντικής Θεολογίας του Στρασβούργου Protestant Faculty of Theology in Paris Jean Sturm Gymnasium |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | θεολόγος διδάσκων πανεπιστημίου |
Εργοδότης | Σχολή Προτεσταντικής Θεολογίας του Στρασβούργου Πανεπιστήμιο της Βασιλείας École pratique des hautes études[8] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρύτανης του Πανεπιστημίου της Βασιλείας |
Βραβεύσεις | Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής (1979)[9] Paul VI Prize[8] Burkitt Medal (1956) επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Λωζάνης[8] honorary doctor of the University of Manchester[8] επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου[8] επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Λουντ[8] επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Βασιλείας[8] |
Ο Όσκαρ Κούλμαν (γερμ./γαλλ.: Oscar Cullmann, 25 Φεβρουαρίου 1902-16 Ιανουαρίου 1999) ήταν χριστιανός θεολόγος της λουθηρανικής παράδοσης. Είναι γνωστός ως ένας από τους σπουδαιότερους πρωταγωνιστές στην Οικουμενική κίνηση. Ήταν επίσης δραστήριος στο διάλογο μεταξύ Λουθηρανών και Ρωμαιοκαθολικών. Κλήθηκε ως παρατηρητής στη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού[10]. Κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του στα ελληνικά.
Υπήρξε το τελευταίο παιδί μιας πολύτεκνης οικογένειας, είχε άλλα οκτώ αδέλφια. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο κλασσικό γυμνάσιο της γενέτειράς του Στρασβούργου, συνέχισε τις πανεπιστημιακές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Σπούδασε Θεολογία, ενώ παρακολούθησε και μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του ίδιου πανεπιστημίου (1920-1924). Μετά την αποφοίτησή του εργάστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ως καθηγητής της ελληνικής γλώσσας και της γερμανικής γλώσσας, στο Παρίσι. Παράλληλα προετοιμάζει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τα Ψευδοκλημέντια[11]. Στο διάστημα αυτό (1924-1926) θα έχει δασκάλους του τους Άλφρεντ Λόισυ,και τον Μορίς Γκογκουέλ. Θα διατελέσει προϊστάμενος του προτεσταντικού σεμιναρίου του Στρασβούργου, (1926), διαδεχόμενος τον Αλμπερτ Σβάιτσερ στη θέση αυτή. Το 1926 θα εκλεγεί λέκτορας των Ελληνικής Γλώσσας στο πανεπιστήμιο του Σρασβούργου. Για το χρονικό διάστημα μεταξύ 1930-1938 θα εκλεγεί και θα διδάξει στην έδρα της Καινής Διαθήκης, και μετά της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Θα μετακληθεί στην Βασιλεία και θα διδάξει εκεί από το 1937 μέχρι το 1972, στην έδρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Καινής Διαθήκης. Προϊστάμενος του οικοτροφείου Allumneum, τo 1942, στην ίδια πόλη. Το 1949 θα κληθεί στο πανεπιστήμιο της Σορβόνης και στην Ecole Pratique des Hautes des Etudes, διαδεχόμενος τον Άλφρεντ Λόισυ στην έδρα της Ιστορίας του αρχέγονου Χριστιανισμού και το 1954 τον Μορίς Γκογκουέλ στην έδρα της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης. Το 1956 κλήθηκε στην Faculte Valdoise της Ρώμης, ενώ έγινε πρύτανης του Βιβλικού Ινστιτούτου της Ρώμης. Το 1959 μεταβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για να διδάξει στο Union Theological Seminary στο Χάρβαρντ, στη Σκανδιναβία σε Δανία, Σουηδία και Νορβηγία. Κλήθηκε, επίσης να δώσει διαλέξεις στο Μόναχο,(1973-1974) επίσης στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Βουκουρεστίου το 1975, στην Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1969. Το 1978 επισκέφθηκε κατόπιν προσκλήσεως τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όταν ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄ συγκαλεί την Β΄Σύνοδο του Βατικανού, (11 Οκτωβρίου 1962-8 Δεκεμβρίου 1965), εκάλεσε προσωπικώς τον Αλσατό θεολόγο ως επίσημο ειδικό παρατηρητή.[12] Το ακαδημαϊκό έτος 1968 εξελέγη πρύτανης του πανεπιστημίου της Βασιλείας. Το 1979 ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ'Εστέν του απένειμε τον τίτλο του μέλους της Λεγεώνας της Τιμής. Το 1982 θα εκλεγεί μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας Επιστημών στην τάξη των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών μετά από πρόταση του φιλόσοφου Γκαμπριέλ Μαρσέλ[13].
Δύο υπήρξαν οι τομείς, στα πλαίσια της θεολογίας στους οποίους προσέφερε με συνέπεια τις υπηρεσίες του, η Βιβλική Θεολογία και ιδιαιτέρως η ερμηνεία της Καινής Διαθήκης και, ο Οικουμενισμός.
Αξιοσημείωτη είναι η συμβολή του στη Βιβλική εσχατολογία. Θα καταρρίψει τις κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής του περί της Χριστιανικής εσχατολογίας όπως είχαν διαμορφωθεί, μεταξύ άλλων από τους Αλβέρτο Σβάιτσερ και Ρούντολφ Μπούλτμαν. Η Χριστιανική εσχατολογία, θεωρούνταν πως είχε διαμορφωθεί κατ' επίδραση της αποκαλυπτικής παράδοσης του Ιουδαϊσμού ή του Ιρανικού πανθέου. Μία άλλη επικρατούσα θέση ήταν πως αποτελούσε μεταγενέστερη επινόηση των μαθητών του Ιησού, του Παύλου ή του Ιωάννη, η οποία προέκυψε από την καθυστέρηση της Δευτέρας Παρουσίας και επιστρατεύθηκε ως παραμυθία των απογοητευμένων Χριστιανών που περίμεναν τη Δευτέρα Παρουσία[14]. Αν ο Μεσσίας του Ισραήλ τοποθετείται μόνο στο μέλλον, ο Χριστός της Εκκλησίας τοποθετείται ανάμεσα στο παρελθόν της Πρώτης Παρουσίας και το μέλλον της Δευτέρας, υποστηρίζει ο Κούλμαν. Έτσι ανακύπτει η γόνιμη ένταση ανάμεσα στο «ήδη» και στο «ούπω», που προσιδιάζει στο Χριστιανισμό. Όπως αποσαφηνίζει ο ίδιος, «Η παρούσα περίοδος της Εκκλησίας είναι ο χρόνος ανάμεσα στην αποφασιστική μάχη, που έχει ήδη συντελεστεί και στην Ημέρα της Νίκης [...] Αυτή είναι η μόνη διαλεκτική και ο μόνος διπολισμός που υπάρχει στην Καινή Διαθήκη. Δεν είναι διαλεκτική μεταξύ του κόσμου αυτού και του Πέραν, πολύ περισσότερο δεν είναι διαλεκτική μεταξύ χρόνου και αιωνιότητος. Είναι μάλλον η διαλεκτική μεταξύ χρόνου και μέλλοντος»[15]
Άλλα θέματα που τον προσείλκυσαν είναι η αθανασία της ψυχής η οποία είναι διδασκαλία του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Αγία Γραφή διδάσκει την αθανασία όχι μόνο ενός μέρους του ανθρώπου, (της ψυχής) αλλά ολόκληρου του ανθρώπου γι' αυτό και κάνει λόγο για ανάσταση των νεκρών που είναι το φυσικό επακόλουθο της ανάστασης του Χριστού.