Ο Γιούργκεν Στρόοπ (1895-1952) ήταν Συνταγματάρχης (Gruppenführer) των SS και μετέπειτα Στρατηγός (Generalleutnant) των Ένοπλων SS (Waffen-SS) και της Αστυνομίας. Διαβόητος έγινε όταν, ως επικεφαλής των SS εκμηδένισε το Γκέτο της Βαρσοβίας τον Απρίλιο του 1943.
Ο Γιούργκεν Στρόοπ (γενν. Γιόζεφ) γεννήθηκε στο Ντέτμολντ (Detmold) στις 26 Σεπτεμβρίου 1895 και ήταν γιος αξιωματικού της τοπικής Αστυνομίας. Όταν ολοκλήρωσε τη μαθητεία του στο Δημοτικό δεν θέλησε να συνεχίσει και άρχισε να εργάζεται ως μαθητευόμενος στο τοπικό κτηματολόγιο. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε εθελοντικά στον Γερμανικό Στρατό. Με τη λήξη του πολέμου είχε τον βαθμό του λοχία (verzfeldwebel), αποστρατεύθηκε και επέστρεψε στην εργασία του.
Ο Στρόοπ έγινε μέλος του NSDAP το 1932 (αριθ. μέλους 1292297) και εντάχθηκε στην SS (αριθ. μέλους 44611)[13]. Το 1933 ονομάστηκε αρχηγός της Βοηθητικής Αστυνομίας και το 1934 προάχθηκε σε ταγματάρχη (Hauptsturmführer) και ανέλαβε διοικητικά καθήκοντα στα SS στο Μίνστερ (Münster) και στο Αμβούργο. Το 1938 πήρε νέα προαγωγή σε Συνταγματάρχη (Standartenführer). Μετά την εισβολή και την κατάρρευση της Πολωνίας υπηρέτησε ως διοικητής της SS στο Γκνέζεν (πολ. Γκνιέζνο - Gniezno). Το 1941 άλλαξε το όνομά του από Γιόζεφ σε Γιούργκεν, κατ' άλλους για ιδεολογικούς λόγους, κατ' άλλους σε ανάμνηση του αποθανόντος γιου του[14]. Το πιθανότερο, πάντως, είναι ότι επικαλέστηκε το δεύτερο λόγο για να πετύχει την εξυπηρέτηση του πρώτου, καθώς το Γιόζεφ δεν ακουγόταν "καθαρά γερμανικό"[15]
Τον Απρίλιο του 1943 ο Χίμλερ έδωσε εντολή να εκμηδενιστεί, ύστερα από την εξέγερσή του, το Γκέτο της Βαρσοβίας. Στις 19 Απριλίου ο επικεφαλής των SS στη Βαρσοβία ταγματάρχης Φέρντιναντ φον Ζάμερν-Φράνκενεγκ (Ferdinand von Sammern-Frankenegg) εισέβαλε με τις δυνάμεις του στο γκέτο. Οι δυνάμεις των SS παγιδεύτηκαν από τους αντάρτες του πολωνικού ZOB και εξαναγκάσθηκαν σε άτακτη υποχώρηση[16]. Ο Χίμλερ αντικατέστησε αμέσως τον Ζάμερν-Φράνκενεγκ με τον Στρόοπ, ο οποίος είχε πρόσφατα "εκπαιδευτεί" σε δράση κατά των παρτιζάνων στην Ουκρανία. Οι SS εισέβαλαν εκ νέου στο γκέτο, αυτή τη φορά με τη σαφή διαταγή του Στρόοπ να καταστραφεί το γκέτο εξ ολοκλήρου και οι διαμένοντες εκεί είτε να εξοντωθούν είτε να μεταφερθούν στα Στρατόπεδα εξόντωσης. Οι μαχητές του γκέτο, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένοι να αφεθούν αμαχητί στις δολοφονικές διαθέσεις των SS και προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, η οποία διήρκεσε ένα περίπου μήνα. Η αντίσταση του γκέτο είχε καμφθεί. Τα κτίσματά του κάηκαν και όλοι οι διαμένοντες φονεύθηκαν ή μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Ο Στρόοπ απέστειλε σχετική αναφορά από 75 σελίδες (!) στον προϊστάμενό του Χίμλερ, η οποία έμεινε στην Ιστορία με το όνομα "Αναφορά Στρόοπ" αποτελώντας ένα από τα πλέον επονείδιστα έγγραφα όλων των εποχών. Ο Στρόοπ όχι μόνο έγραψε λεπτομερώς τι ακριβώς συνέβη στο γκέτο, αλλά συνόδευσε την αναφορά του με φωτογραφίες από την εξόντωση των Εβραίων[17]. Η πλέον γνωστή φράση της αναφοράς αυτής είναι: "Es gibt keinen jüdischen Wohnbezirk in Warschau mehr!" (Η ιουδαϊκή συνοικία της Βαρσοβίας δεν υπάρχει πλέον)[18]. Στις 16 Μαϊου ολοκληρώθηκε η καταστροφή του γκέτο, με την πυρπόληση της Συναγωγής της Βαρσοβίας. Η "Αναφορά Στρόοπ" χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο στη Δίκη της Νυρεμβέργης και η ανάγνωσή της προκάλεσε την εξής παρατήρηση από πλευράς του κατηγορουμένου Άλφρεντ Γιοντλ: "Αυτό το υπεροπτικό βρωμερό γουρούνι των SS! Σκέψου να καθίσει να συντάξει μια φανφαρόνικη αναφορά 75 σελίδων για μια μικρή αποστολή δολοφονιών, ενώ οι αντίστοιχες για μια μεγάλη εκστρατεία στρατιωτών, που μάχονταν εναντίον καλά εξοπλισμένου στρατού, καταλάμβαναν μερικές μόνον σελίδες..."[18]
Ύστερα από αυτή την επιτυχία, ο Στρόοπ στάλθηκε στην Αθήνα (8 Σεπτεμβρίου 1943) για να οργανώσει την εκεί Γκεστάπο. Ο Στρόοπ εξέλαβε την τοποθέτηση αυτή όχι μόνον ως επιβράβευση, αλλά ως ευκαιρία να διακριθεί και να δοξαστεί. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να καλέσει τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη και να του ανακοινώσει ότι στο εξής όλες οι συνεννοήσεις της ελληνικής κυβέρνησης θα γίνονταν μαζί του και του απαγόρευσε να έρθει σε επαφή με τον Στρατιωτικό διοικητή της Ελλάδας στρατηγό Αλεξάντερ Λερ, ο οποίος έδρευε στην Θεσσαλονίκη. Την επόμενη εκφώνησε από τον ραδιοσταθμό των Αθηνών ένα λόγο (τον οποίο ο αντικαταστάτης του χαρακτήρισε "αιμοδιψή") , στον οποίο περιέλαβε ένα μακρύ παράφορο αντιεβραϊκό λίβελλο. Προσπάθησε να επεκτείνει τις αρμοδιότητές του στον αγώνα εναντίον των ανταρτών, ενώ στις 3 Οκτωβρίου, μαινόμενος, διέταξε την πλήρη καταγραφή όλων των Εβραίων της Νότιας Ελλάδας εντός πέντε ημερών, επί ποινή θανάτου. Οι Εβραίοι, ωστόσο, δεν προσήλθαν, αναγκάζοντας τις γερμανικές αρχές να δώσουν παράταση μέχρι τις 17 Οκτωβρίου. Από τους 8.000 περίπου Εβραίους των Αθηνών καταγράφηκαν τελικά μόνον 1.200.[19] Ο Στρόοπ προσπάθησε, επίσης, να παρέμβει και στις δραστηριότητες του Χέρμαν Νόιμπαχερ (Hermann Neubacher), τον οποίο μέμφθηκε για τον τρόπο που χειριζόταν τους Έλληνες πολιτικούς. Ο Νοϊμπάχερ, όμως, έχοντας την υποστήριξη τόσο του ίδιου του Χίτλερ όσο και του προσωπικού του φίλου Ερνστ Καλτενμπρούννερ, έστειλε σχετική ειδοποίηση στον τελευταίο. Καθώς ούτε ο Νοϊμπάχερ ούτε ο Καλτενμπρούννερ επιθυμούσαν την ανάμιξη ενός ανθρώπου, από τον οποίο έλειπε η πολιτική αβρότητα, στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, το τμήμα που ήλεγχε ο Καλτενμπρούννερ έστειλε στις 4 Οκτωβρίου σχετικό σήμα ανάκλησής του[20], διορίζοντας στη θέση του τον Βάλτερ Σιμάνα (Walter Schimana). Ο Στρόοπ είχε ωστόσο προλάβει να οργανώσει πολύ πιο σκληρά την Γκεστάπο των Αθηνών και ήταν αυτός που απέσπασε από την Ιταλική διοίκηση το Στρατόπεδο συγκέντρωσης Χαϊδαρίου και διόρισε Διοικητή του τον ταγματάρχη Πάουλ Ραντόμσκι. Μια ημέρα πριν να λάβει την διαταγή ανάκλησης είχε εκδώσει διάταγμα που διέταζε όλους του Εβραίους να καταγραφούν επί ποινή τουφεκισμού. Σύμφωνα με δική του παραδοχή σε ερώτηση του Πολωνού δημοσιογράφου και ηγέτη της πολωνικής αντίστασης Κάζιμιερτζ Μοτσάρσκι, κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Ελλάδα, οι άνθρωποί του έστειλαν στην Πολωνία πάνω από 10.000 Ελληνοεβραίους, οι περισσότεροι από τους οποίους θανατώθηκαν στο στρατόπεδο του Άουσβιτς[21]
Ο Στρόοπ παρέμεινε επικεφαλής της Αστυνομίας στην περιοχή του Ρήνου μέχρι το τέλος του Πολέμου. Συνελήφθη από τις δυνάμεις των Συμμάχων και δικάσθηκε από το Στρατοδικείο που συστάθηκε για το Νταχάου, το οποίο στις 21 Μαρτίου 1947 τον καταδίκασε σε θάνατο για τους φόνους των πληρωμάτων αμερικανικών αεροσκαφών που καταρρίφθηκαν στην περιοχή του. Η ποινή δεν εκτελέσθηκε, επειδή είχε ζητηθεί η έκδοσή του στην Πολωνία για να δικασθεί για τη σφαγή στο γκέτο της Βαρσοβίας. Στη δίκη που πραγματοποιήθηκε εκεί το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και τον καταδίκασε σε θάνατο. Η ποινή εκτελέσθηκε με απαγχονισμό στη φυλακή Μοκότουφ της Βαρσοβίας στις 6 Μαρτίου 1952 και ώρα 7:00 μ.μ.