Ερνστ Μπούσορ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ernst Buschor (Γερμανικά) |
Γέννηση | 2 Ιουνίου 1886[1][2][3] Hürben |
Θάνατος | 11 Δεκεμβρίου 1961[1][2][3] Μόναχο[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γερμανία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γερμανικά[5] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Μονάχου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | κλασικός φιλόλογος κλασικός αρχαιολόγος[6] μεταφραστής διδάσκων πανεπιστημίου κλασικιστής ιστορικός της τέχνης[7] |
Εργοδότης | Πανεπιστήμιο Φρειδερίκου και Αλεξάνδρου των Έρλανγκεν-Νυρεμβέργης Πανεπιστήμιο του Μονάχου |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Georg Buschor[8] |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Βαυαρικό Τάγμα Αξίας Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες επίτιμος διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών |
Ο Ερνστ Χάινριχ Μπούσορ[9] (γερμανικά: Ernst Heinrich Buschor, 2 Ιουνίου 1886 - 11 Δεκεμβρίου 1961) ήταν Γερμανός κλασικός αρχαιολόγος, συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της αρχαιολογίας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια[10].
Γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1886 στην κωμόπολη Χύρμπεν (γερμ: Hürben) της βαυαρικής Σουαβίας και ήταν γιος του προτεστάντη ιεροκήρυκα και οινοποιού Βαλεντίν και της Καταρίνα Μπούσορ[11]. Το 1893 μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στη Νυρεμβέργη[11] όπου πέρασε τα μαθητικά του χρόνια, φοιτώντας στο «Γυμνάσιο Μελάγχθων»[12].
Αρχικά ξεκίνησε σπουδές στη νομική[13], τις οποίες όμως διέκοψε σπουδάζοντας εν τέλει αρχαιολογία και ιστορία της τέχνης από το 1905 ως το 1908 στο πανεπιστήμιο LMU του Μονάχου. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, ο Μπούσορ επηρεάστηκε σημαντικά από τον καθηγητή του, Άντολφ Φουρτβένγκλερ[14]. Σε νεαρή ηλικία ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όπου συμμετείχε στις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού[14].
Το 1912 αναγορεύθηκε διδάκτορας και το επόμενο έτος δημοσίευσε την εργασία του με τίτλο Griechische Vasenmalerei (ελληνικά: «Η ζωγραφική του ελληνικού αγγείου»). Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στον γερμανικό στρατό ως στρατιώτης στην περιοχή των Βαλκανίων[11] και μετά τη λήξη του διορίστηκε αρχικά αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν (1919) και έπειτα το 1920 καθηγητής στο αντίστοιχο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ[11][14].
Το 1921 έγινε πλήρες μέλος της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών και το ίδιο έτος τοποθετήθηκε διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα, όπου διατηρήθηκε μέχρι το 1929 όταν και αντικαταστάθηκε από τον προκάτοχό του, Γκέοργκ Κάρο[15]. Από αυτή τη θέση ο Μπούσορ διοργάνωσε αρχαιολογικές ανασκαφές στην Αθήνα, την Ολυμπία, τις Αμύκλες της Λακωνίας κ.α. Παράλληλα συνέταξε, σε συνεργασία με τον ιστορικό τέχνης, Ρ. Χάμαν μελέτη για τα αετώματα του ναού του Δία στην Ολυμπία[14].
Το 1925 ο Μπούσορ τέθηκε επικεφαλής των ανασκαφών στο Ηραίο της Σάμου μέχρι και το 1939, ενώ ανέλαβε εκ νέου τα συγκεκριμένα καθήκοντα από το 1951 μέχρι και τον θάνατό του. Μετά την αποχώρησή του από τη διεύθυνση του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ελλάδας, επέστρεψε στο Μόναχο όπου διετέλεσε καθηγητής πανεπιστημίου, καθώς και διευθυντής του τμήματος εκμαγείων κλασικών αρχαιοτήτων[16].
Αν και δεν ήταν μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, πιθανότατα ανήκε από το 1934 στον Σύνδεσμο Εθνικοσοσιαλιστών Καθηγητών, ενώ από το 1938 ήταν μέλος έτερης κρατικής ναζιστικής οργάνωσης. Κατά τη διάρκεια της Συμμαχικής κατοχής της Γερμανίας απομακρύνθηκε προσωρινά (1946-1947) από τη θέση του στο πανεπιστήμιο με εντολή των αμερικανικών αρχών[17], λόγω της σχέσης του με το ναζιστικό καθεστώς[13].
Απεβίωσε στις 11 Δεκεμβρίου του 1961 στο Μόναχο και ετάφη στο Breitbrunn am Ammersee[11]. Ήταν παντρεμένος με την Μπέρτα Μπούσορ (πέθανε τον Δεκέμβριο του 1992)[18].
Ο Μπούσορ ήταν ένας από τους σημαντικότερους κλασικούς αρχαιολόγους της εποχής του, με σημαντική επιρροή ακόμα και μετά τον θάνατό του. Επιπλέον, ως επικεφαλής των ανασκαφών στο Ηραίο της Σάμου, συνέβαλε σημαντικά στην κατανόηση της μνημειακής αρχιτεκτονικής και πλαστικής των αρχαϊκών χρόνων[16], ενώ θεωρείται ένας από τους πρώτους ερευνητές που εντόπισαν χρονολογικά τη στροφή της αρχαίας ελληνικής τέχνης από την αρχαϊκή εποχή στην κλασική γύρω στο 500 π.Χ[13]. Από την άλλη, έχει κατά καιρούς επικριθεί πως καταπιάστηκε περισσότερο με την αισθητική της αρχαιολογίας παρά με την ίδια την αρχαιολογική επιστήμη[19], όπως και για υποκειμενικότητα[13].
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του τιμήθηκε με πολλές και σημαντικές διακρίσεις: το 1937 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1959 του απονεμήθηκε το γαλλικό μετάλλιο της τιμής (Pour le mérite). Διετέλεσε πλήρες μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών της Βαυαρίας[11], καθώς και επίτιμος εταίρος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας[20].
Ο Μπούσορ υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας: μετέφρασε στα γερμανικά 31 τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη (έργο που ξεκίνησε το 1943 και κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του)[11], συνέγραψε ένα εικονογραφημένο βιβλίο[21] για τις αρχαιότητες του Σάμου («Παλιά σαμιώτικα αγάλματα»)[22] και πολλές ακόμη εργασίες («Ο Μαύσωλος και ο Αλέξανδρος», «Νεανίες της αρχαιότερης ελληνικής εποχής» κλπ)[23].