Θεόδωρος Ράλλης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Θεόδωρος Ράλλης (Ελληνικά) |
Γέννηση | 16 Φεβρουαρίου 1852[1][2] Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 2 Οκτωβρίου 1909[3][1] Λωζάνη |
Ψευδώνυμο | Rallis |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα |
Σπουδές | Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ζωγράφος |
Οικογένεια | |
Οικογένεια | Οικογένεια Ράλλη |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Λεγεώνα της Τιμής |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Θεόδωρος Ιακώβου Ράλλης (Κωνσταντινούπολη, 16 Φεβρουαρίου 1852 – Λονδίνο, 2 Οκτωβρίου 1909), γνωστός και ως Théodore Jacques Ralli ή Rallis, ήταν Έλληνας ζωγράφος της «γαλλικής ακαδημαϊκής σχολής» του ύστερου 19ου αιώνα. Σήμερα θεωρείται ο πιο χαρακτηριστικός Έλληνας οριενταλιστής ζωγράφος.
Γόνος πλούσιας οικογένειας μεγαλεμπόρων από την Κωνσταντινούπολη και με ρίζες χιώτικες, ο Ράλλης άρχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Χάλκη και τις συνέχισε στο Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα εργάστηκε ως υπάλληλος στις επιχειρήσεις Ράλλη-Μαυρογιάννη.[4] Το 1875 πήγε στο Παρίσι και άρχισε σπουδές ζωγραφικής στη Σχολή Καλὠν Τεχνών, στο εργαστήριο του Ζαν-Λεόν Ζερόμ [5](Jean-Léon Gérôme), ζωγράφου και γλύπτη ηθογραφικών και ιστορικών θεμάτων κι ακαδημαϊκών τύπων. Έργα του εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Σαλόνι του Παρισιού το 1875.[5] Ήταν μέλος της Εταιρείας Γάλλων Ζωγράφων (Société des artistes français), η οποία τον τίμησε με εύφημο μνεία το 1885 και με αργυρό μετάλλιο το 1889. Έγινε επίσης μέλος της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής, ενώ το 1900 διετέλεσε μέλος της κριτικής επιτροπής της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού. Με τη διαθήκη του άφησε ορισμένα έργα στην Εθνική Πινακοθήκη.
Πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ελλάδα, την Μικρά Ασία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, προκειμένου να συγκεντρώσει υλικό για τα έργα του. Μοίρασε τη ζωή του ανάμεσα στο Παρίσι και το Κάιρο της Αιγύπτου, όπου διατηρούσε δεύτερο εργαστήριο.[5]
Το 1881 νυμφεύθηκε την Ιουλία Μαυροκορδάτου, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Αικατερίνη (1882–1948), μετέπειτα σύζυγο Νικολάου Πολίτη. Η σύζυγός του πέθανε το 1888, σε ηλικία μόλις 29 ετών, και το 1895 ξαναπαντρεύτηκε με τη Μαρία Μαυρομιχάλη, αλλά χώρισε λίγο καιρό αργότερα. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 και μέχρι τον θάνατό του, εξέθεσε κατ' επανάληψη πίνακές του στην Αθήνα, λόγω και της στενής φιλίας του με τον Δημήτριο Βικέλα.
Περισσότεροι από είκοσι πίνακες του Θεοδώρου Ράλλη δημοπρατήθηκαν στους παγκοσμίου φήμης οίκους δημοπρασιών τέχνης Sotheby΄s και Bonhams του Λονδίνου σε υψηλές τιμές που δεν είχαν προηγούμενο σε έργα Ελλήνων ζωγράφων. Μέχρι τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αι. ούτε οι εγκυκλοπαίδειες αναφέρονταν γενικά στη βιογραφία του, αλλά ούτε και τα ειδικά λευκώματα στην ζωγραφική του. Ίσως ο οριενταλισμός μερικών έργων του θεωρήθηκε ως κυρίαρχο στοιχείο της ζωγραφικής του και συνετέλεσε στην έλλειψη καθολικού ενδιαφέροντος. Η υψηλότερη τιμή μέχρι σήμερα επιτεύχθηκε με την ελαιογραφία του Η αιχμάλωτη (υπάγεται στην ομάδα των έργων του οριενταλισμός) η οποία πωλήθηκε στο ποσό των 1.046.232 ευρώ υπερκεράζοντας τον Κωνσταντίνο Βολανάκη, Νικόλαο Γύζη και Κωνσταντίνο Παρθένη.
Το 1875 πηγαίνει στο Παρίσι και την ίδια χρονιά παράλληλα με τους σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών και την ενασχόλησή του στο εργαστήριο ζωγραφικής του Ζερόμ εργάζεται ως ανεξάρτητος καλλιτέχνης και την περίοδο 1875-82 τα έργα του εμφανίζονται συχνά στις εκθέσεις της Εταιρείας Γάλλων Καλλιτεχνών και λίγο αργότερα στις εκθέσεις της Βασιλικής Ακαδημίας του Λονδίνου.
Αντίστοιχα λήμματα Εγκυκλοπαιδειών
Επηρεασμένος από τον Ζερόμ, ο Ράλλης ασχολήθηκε και αυτός με θέματα της Ανατολής, η οποία φάνταζε εξωτική στα μάτια των Ευρωπαίων. Εντούτοις, τα έργα του αποδίδουν σκηνές της Ανατολής της εποχής του ζωγράφου (και όχι μιας άλλης μακρινής εποχής) και χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο ρεαλισμό και αυθεντικότητα. Το πρώτο γνωστό και ενυπόγραφο έργο του είναι: Ο Αιγύπτιος στρατιώτης 1878 προσπάθεια στην οποία διαπιστώνεται τόσο η απόλυτη κατοχή των τύπων της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, όσο και η επίδραση των κατακτήσεων του δασκάλου του Ζερόμ.
Αγαπημένο του θέμα αποτέλεσαν οι θρησκευτικές σκηνές του ορθόδοξου ελληνισμού, στις οποίες τα πρόσωπα παρουσιάζονται με μοναδική ευλάβεια και αθωότητα. Ωστόσο, μερικά από αυτά τα έργα δείχνουν μια αφέλεια που τείνει προς την ρομαντική (και ιδιαιτέρως εθνικιστική) κοινοτοπία των ακαδημαϊκών ζωγράφων του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αφελούς τάσης είναι Η λεία (Εθνική Πινακοθήκη - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου), ο πίνακας που παρουσιάζει το εσωτερικό μιας εκκλησίας ρημαγμένης και μία πανέμορφη Ελληνίδα δεμένη ημίγυμνη επάνω σε έναν κίονα του ναού. Ο θεατής υποθέτει προς πρόκειται για έργο αλλόθρησκων βαρβάρων επιδρομέων, που δεν ξέρουν να εκτιμούν το καλό και το ωραίο.