Κουρτ Σουμάχερ

Κουρτ Σουμάχερ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Kurt Schumacher (Γερμανικά)
Γέννηση13  Οκτωβρίου 1895[1][2][3]
Χέουμνο[4]
Θάνατος20  Αυγούστου 1952[1][5][2]
Βόννη[6][5]
Τόπος ταφήςStadtfriedhof Ricklingen (52°20′4″ s. š., 9°42′43″ v. d.)
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία[7]
Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Ναζιστική Γερμανία
Δυτική Γερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΓερμανικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Λειψίας
Πανεπιστήμιο Μαρτίνου Λούθηρου του Χάλλε-Βιτεμβέργης[8]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταlegal counselor
πολιτικός[9][10]
αντιστασιακός
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΣοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Γερμανικής Βουλής (1949–1952, constituency for the Bundestag election Stadt Hannover II)[11]
μέλος του Ράιχσταγκ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης
chairman of the Social Democratic Party (1946–1952)
ΒραβεύσειςΣιδηρούς Σταυρός Β΄ Τάξης
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κουρτ Σουμάχερ (Kurt Ernst Carl Schumacher, 13 Οκτωβρίου 1895 στο Κουλμ της Δυτικής Πρωσίας - 20 Αυγούστου 1952 στη Βόννη) ήταν Γερμανός πολιτικός, αρχηγός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands, συντ. SPD) από το 1946 ως το 1952 και αρχηγός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ίδιου κόμματος στην πρώτη Ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag) από το 1949 ως το 1952. Ο Σουμάχερ συνέβαλε αποφασιστικά στην ανασύσταση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας μετά τον πόλεμο. Στα πρώτα χρόνια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας αντιπολιτεύθηκε τον Κόνραντ Αντενάουερ. Αν και μακροπρόθεσμα οι απόψεις του δεν επικράτησαν, ανήκει ωστόσο στους θεμελιωτές του νέου κράτους.

Μετά το διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, στα νομικά, ο Σουμάχερ έλαβε μέρος στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο όπου τραυματισθείς απώλεσε το ένα του χέρι. Αργότερα εργάσθηκε ως δημοσιογράφος από το 1924 μέχρι το 1933 όπου και έθεσε τον εαυτό του εξολοκλήρου στην υπηρεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 εργάστηκε ως συντάκτης κομματικής εφημερίδας και εξελέγη βουλευτής σε επίπεδο κρατιδίου και ομοσπονδίας. Λόγω της μεγάλης αντίδρασής του κατά των εθνικοσοσιαλιστών συνελήφθη τον Ιούλιο του 1933 και το μεγαλύτερο μέρος της ναζιστικής περιόδου το πέρασε έγκλειστος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης επί ένδεκα συνεχή χρόνια. Απολύθηκε από το στρατόπεδο στις 19 Μαρτίου του 1943. Μετά το 1945 έγινε αδιαμφισβήτητος ηγέτης του κόμματος και μια από τις πιο προβεβλημένες μορφές στη Γερμανία. Με την εξαιρετικά ισχυρή θέλησή του, την πολεμική ρητορεία του, τη χαρισματική φυσιογνωμία του και τις ξεκάθαρες αντιλήψεις του ο Πρώσος σοσιαλιστής Σουμάχερ πρόσφερε στη γερμανική κοινή γνώμη την προσωποποίηση του αντίθετου πόλου προς τον επίσης χαρισματικό καθολικό Ρηνανό πολιτικό Αντενάουερ. Με τη μακιαβελική ορολογία του βιογράφου του Πέτερ Μέρσερμπούργκερ ο Αντενάουερ ήταν η “αλεπού“ και ο Σουμάχερ το “λιοντάρι“. Η κυριαρχία του στη γερμανική πολιτική σκηνή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων υποχώρησε μόνο μετά την εκλογή του Αντενάουερ στη θέση του καγκελάριου και τη σχεδόν ταυτόχρονη έναρξη του τέλους για την υγεία και τη φυσική κατάσταση του Σουμάχερ. Ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε χάσει το ένα του χέρι, ενώ το 1948 όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο του έγινε επέμβαση ακρωτηριασμού και του αριστερού ποδιού του. Ο εγκλεισμός του σε στρατόπεδο συγκέντρωσης είχε βλάψει επίσης την υγεία του, ενώ ήταν και μανιώδης καπνιστής. Και όμως εξακολουθούσε να υποστηρίζει τις απόψεις του με ακλόνητο σθένος συμβολίζοντας για πολλούς την ηθική ακεραιότητα και την ανυποχώρητη αγωνιστικότητα για ένα φιλελεύθερο σοσιαλισμό. Κύριος πολιτικός σκοπός του ήταν η επανένωση της Γερμανίας γεγονός που τον έκανε μανιώδη αντίπαλο των Κομμουνιστών.

Η περίοδος μέχρι το 1945

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδική και σχολική ηλικία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πατέρας του Σουμάχερ, ο επιτυχημένος προτεστάντης έμπορος Καρλ Σουμάχερ, ήταν πολιτικά δραστήριος με το φιλελεύθερο αριστερό Γερμανικό Κόμμα των Ελευθεροφρόνων (Deutsche Freisinnige Partei) και κατείχε για πολλά χρόνια το αξίωμα του προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου στο Κουλμ (σημ. Chełmno, Πολωνία) πιθανότατα με την υποστήριξη των Πολωνών συμβούλων. Οι Σουμάχερ είχαν μεγάλο κύκλο συγγενών στην αριστοκρατία της πόλης.

Από το 1911 ο Καρλ είναι και μέλος του νομαρχιακού συμβουλίου (Kreistag), ενώ το 1914 και το 1917 εκπροσώπησε την πόλη του στις διαπραγματεύσεις του Αυτοκρατορικού Συνδέσμου των γερμανικών δήμων. Εκείνα τα χρόνια ο Κουρτ Σουμάχερ διάβαζε τη Μηνιαία Σοσιαλιστική Επιθεώρηση (Sozialistische Monatshefte), το δημοσιογραφικό όργανο της αναθεωρητικής πτέρυγας του SPD, καθώς επίσης και το Μάρτιο (März), μια φιλελεύθερη αριστερή επιθεώρηση που εξέδιδαν ο Χέρμαν Έσσε (Hermann Hesse) και ο Λούντβιχ Τόμα (Ludwig Thoma). Ο νεαρός Κουρτ, με καταγωγή από εύπορη αστική οικογένεια, θεωρείται στο σχολείο συνειδητός σοσιαλδημοκράτης, υποφέρει όμως λόγω της απομόνωσης που συνεπάγεται αυτή του η στάση στην κοινωνία της Δυτικής Πρωσίας.

Σε μια αυτοπροσωπογραφία για την αίτηση επίβλεψης της διατριβής του από κάποιο καθηγητή γράφει ο Σουμάχερ το 1924: „Το ενδιαφέρον μου για ιστορικά, πολιτικά και φιλοσοφικά θέματα με έφερε από νωρίς κοντά στο σοσιαλισμό. Το περιβάλλον μιας μικρής πόλης στις ανατολικές επαρχίες είναι αποπνικτικό και αποτρεπτικό για τέτοια ενδιαφέροντα. Από ανάγκη λοιπόν μπήκαν οι απόψεις μου από πολύ νωρίς σε καλούπια. Το αργότερο από τα 15 μου χρόνια αισθανόμουνα ότι ανήκω στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ωστόσο έλειπαν από αυτά τα καλούπια κάποιες επικίνδυνες ακρότητες και αυτό το οφείλω στο γεγονός ότι διαβάζοντας τον Μπέρνσταϊν (κάτι που σήμερα μου φαίνεται πολύ παράξενο) έγινα σοσιαλδημοκράτης με την έννοια του κόμματος“. Η επιρροή του Έντουαρντ Μπέρνσταϊν (Eduard Bernstein) και της θέσης του ενάντια στον ορθόδοξο Μαρξισμό συνόδευε το Σουμάχερ σε όλη του τη ζωή.

Το Κουλμ βρισκόταν 30 χλμ. από τα σύνορα προς την τσαρική Ρωσία της εποχής. Οι συμμαθητές του Σουμάχερ ήταν στην πλειοψηφία τους Πολωνοί και στην τελευταία τάξη φοιτούσαν 8 Γερμανοί και 14 Πολωνοί. Λίγα χρόνια πριν αρχίσει το σχολείο ο Σουμάχερ, είχε απαγορευθεί στο Γυμνάσιο του Κουλμ η χρήση της πολωνικής γλώσσας και η απαγόρευση επαναλαμβανόταν τελετουργικά κάθε χρόνο σε μια μεγάλη συγκέντρωση. Μέσω του συμμαθητή και φίλου του Franciszek Raszeja έγινε δεκτός ο Σουμάχερ στην Ένωση Φιλομαθών (Philomatenvereinigung) των Πολωνών, που είχε μακρά παράδοση αλλά ήταν απαγορευμένη. Έτσι γνώρισε τις αντιλήψεις τους, τον πολωνικό πολιτισμό και την ανεπτυγμένη εθνική συνείδησή του.

Εθελοντής στον πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, στις 2 Αυγούστου 1914, ο Σουμάχερ παρουσιάζεται εθελοντής λίγο μετά την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Στην απόφαση αυτή οδηγήθηκε από τη σκέψη ότι το Κουλμ, ως παραμεθόρια πόλη, κινδύνευε άμεσα να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου και να πέσει μετά από πολιορκία. Επιστρέφει για λίγο στο σχολείο για να πάρει το απολυτήριο με έκτακτες διαδικασίες. Το θέμα που του δόθηκε για την εργασία του στο απολυτήριο αναφέρεται στον Σίλλερ και είναι εμπνευσμένο από την ατμόσφαιρα των ημερών: Θέλει η μοίρα, φωνάζω, να σημάνει το τέλος μας, τότε ωραίος ο θάνατος με τ' όπλο στο χέρι (Will, ruf' ich aus, das Schicksal mit uns enden, So stirbt sich's schön, die Waffe in den Händen). Δεκαετίες αργότερα ο Σουμάχερ διατηρεί ακόμα έντονο θαυμασμό για τους Πολωνούς συμμαθητές του, που δήλωσαν τις επόμενες μέρες εθελοντές στην πλευρά των Γερμανών ποθώντας να πολεμήσουν τη Ρωσία.

Ήδη στις 2 Δεκεμβρίου 1914 ο Σουμάχερ τραυματίζεται βαριά στην περιοχή του Μπίλαβυ (Bielawy, δυτ. του Λόβιτς (Łowicz), Πολωνία), μένει 26 ώρες στο πεδίο της μάχης και τελικά μεταφέρεται στο υπαίθριο νοσοκομείο, όπου υποβάλλεται σε ακρωτηριασμό του δεξιού του βραχίονα. Τις επόμενες μέρες χάνει 30 από τα 72 του κιλά. Στις 10 Οκτωβρίου 1915 απολύεται τελικά από το στρατό λαμβάνοντας μηνιαία σύνταξη και επιδόματα 75 μάρκων καθώς και τον Σιδερένιο Σταυρό Β΄ Τάξης.

Το Κουλμ περιήλθε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Πολωνία και η απόφαση συνοδεύτηκε από έντονες διαμάχες μέσα στην πόλη. Ένα μέρος της οικογένειας του Σουμάχερ μετεγκαταστάθηκαν στη Γερμανική Αυτοκρατορία που απέμεινε, ενώ ένα άλλο παρέμεινε στην Πολωνία. Ο Σουμάχερ ζει τα περισσότερα γεγονότα από κοντά, καθώς εκείνη την εποχή υπηρετεί ως ασκούμενος στο Ειρηνοδικείο του Κουλμ.

Σπουδές και διδακτορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάλε, Λειψία, Βερολίνο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1915 ο Σουμάχερ ξεκινά σπουδές νομικής και εθνικής οικονομίας στα Πανεπιστήμια Martin-Luther του Χάλε-Βίτενμπεργκ (Martin-Luther-Universität Halle-Wittenberg) και Λειψίας, τις οποίες συνεχίζει από το 1917 στο Βερολίνο. Στη Λειψία γνώρισε την εξαδέλφη του Ντόρα, με την οποία διατήρησε δεσμό σε όλη του τη ζωή, αν και αρνήθηκε να την παντρευτεί. Δεν αγκιστρώθηκα ποτέ σε ανθρώπους, θα πει αργότερα. Το 1919 τελειώνει τις σπουδές του με τις Κρατικές Εξετάσεις Νομικών (Staatsexamen) και προσλαμβάνεται στο Υπουργείο Εργασίας. Στο Βερολίνο όμως δεν βρίσκει καθηγητή να επιβλέψει τη διδακτορική του διατριβή και πηγαίνει στο Μύνστερ (Münster), όπου ανακηρύσσεται διδάκτορας νομικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Wilhelm της Βεστφαλίας (Westfälische Wilhelms-Universität) το 1926. Τη διατριβή του επέβλεψε ο γνωστός συνταγματολόγος Γιόχαν Πλένγκε (Johann Plenge), ο οποίος συμπαθούσε την πτέρυγα των εθνικόφρονων συντηρητικών μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το θέμα της διατριβής του, που βαθμολογήθηκε με magna cum laude ήταν Η διαμάχη για την ιδέα του κράτους στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Με τον Πλέγκε και το Σουμάχερ συνεχίζεται μια παράδοση εθνικών-συντηρητικών ιδεών μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που άρχισε με την ομάδα των Λενς-Κούνωφ-Χένις (Lensch-Cunow-Haenisch-Gruppe) και επιβιώνει μέχρι σήμερα στον Κύκλο του Ζέεχαϊμ (Seeheimer Kreis), που συστάθηκε με τη σύμπραξη της στενής συνεργάτιδας του Σουμάχερ Αννμαρί Ρένγκερ (Annemarie Renger).

Από άποψη περιεχομένου η διατριβή του Σουμάχερ ερμηνεύεται από πολλούς σχολιαστές ως πολιτική παρακαταθήκη. Μετά την Επανάσταση του Νοεμβρίου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έγινε κυβερνητική δύναμη και υποχρεώθηκε πια να εργαστεί με το κράτος, τις διώξεις του οποίου αντιμετώπιζε μέχρι το 1918. Αυτό το πρόβλημα προσπαθεί να αντιμετωπίσει ο Σουμάχερ στη διατριβή του σκιαγραφώντας τους Φερδινάνδο Λασάλ (Ferdinand Lassalle) και Καρλ Μαρξ (Karl Marx) ως τους δύο σημαντικότερους θεωρητικούς της σοσιαλδημοκρατίας και ως εκρποσώπους των δύο κύριων τύπων όλων των σοσιαλδημοκρατών πολιτικών. Ο Μαρξ „εκτρέπει με τη φιλοσοφία του το κράτος από τον τελικό σκοπό“ για να πλάσει το „μύθο του απελευθερωμένου ατόμου“, ενώ ο Λασάλ βλέπει στο Κράτος των Εργατών το „ύψιστο ιδανικό της ανθρωπότητας“. Στη συγκεκριμένη κατάσταση ο Σουμάχερ στηρίζει σαφώς την ιδέα ενός κρατικού κυβερνητικού κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, περιγράφει την κατά τη γνώμη του υπαρκτή ανάγκη να ενσωματωθούν οι εργάτες στο κράτος ως όλον, και ζητά „την εμπέδωση της κρατικής ιδεολογίας και την ενίσχυση της αμυντικής θέλησης, κυρίως ενάντια στη Ρωσία“.