Μάργκαρετ Γουίλσον

Μάργκαρετ Γουίλσον
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση20  Μαΐου 1947
Γκίζμπορν
ΚατοικίαΧάμιλτον[1]
Χώρα πολιτογράφησηςΝέα Ζηλανδία
Εκπαίδευση και γλώσσες
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Ώκλαντ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
δικηγόρος
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο του Γουάικατο[2]
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕργατικό Κόμμα της Νέας Ζηλανδίας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαAttorney-General of New Zealand (1999–2005)
καθηγητής πανεπιστημίου[3][2]
Speaker of the New Zealand House of Representatives (2005–2008)[4]
Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων της Νέας Ζηλανδίας[5]
oμότιμος καθηγητής (από 2020)[2]
ΒραβεύσειςNew Zealand 1990 Commemoration Medal
Harvard Centennial Medal
Distinguished Companion of the New Zealand Order of Merit (31  Δεκεμβρίου 2008)[6]
New Zealand Suffrage Centennial Medal 1993 (Σεπτέμβριος 1993)[7]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μάργκαρετ Γουίλσον (Margaret Anne Wilson, 20 Μαΐου 1947) είναι Νεοζηλανδή καθηγήτρια νομικής και πρώην πολιτικός. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής της καριέρας διετέλεσε Πρόεδρος του Κοινοβουλίου της Νέας Ζηλανδίας για την περίοδο 2005 - 2008.[8] Είναι μέλος του Εργατικού Κόμματος.

Γεννημένη στο Γκίσμπορν, η Γουίλσον σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο του 'Ωκλαντ. Έχει εργαστεί ως νομικός, καθηγήτρια νομικής και συνδικαλίστρια. Από το 1984 ως το 1987, ήταν πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος, και από το 1989 ως το 1990 εργάστηκε ως βασική πολιτικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού, Τζιόφρυ Πάλμερ. Έχει επίσης υπηρετήσει στην Επιτροπή Νόμου, και ως διευθύντρια της Τράπεζας Αποθεμάτων.

Η Γουίλσον εισήλθε στο Κοινοβούλιο στις εκλογές του 1999 και αμέσως κέρδισε εκλογή στο υπουργικό συμβούλιο. Στα χαρτοφυλάκιά της συμπεριλαμβάνονταν αυτά της Υπουργου Δικαιοσύνης και Υπουργού Εργασίας. Παρέμεινε βουλευτής και μετά τις εκλογές του 2002, υπηρετώντας ως Υπουργός Δικαιοσύνης, Υπουργός Εμπορίου, Υπουργός με Ανάθεση τις Διαπραγματεύσεις της Συνθήκης Γουαϊτάνγκι, Υφυπουργός για τα Δικαστήρια, και Υφυπουργός Δικαιοσύνης.

Η Γουίλσον προωθεί ενθέρμως διάφορες κοινωνικές υποθέσεις όπως ο φεμινισμός και η διαπολιτισμικότητα, και οι αντίπαλοί της συχνά την αποκαλούν ως η περισσότερο "πολιτικώς ορθή" υπουργός των Εργατικών. Συνηγόρησε για το αμφισβητούμενο νέο Ανώτατο Δικαστήριο.

Τον Δεκέμβριο του 2004, η Εργατική Κυβέρνηση της Έλεν Κλαρκ ανακοίνωσε πως θα προτείνουν την Γουίλσον για τη θέση του Προέδρου του Κοινοβουλίου, μια θέση που θα έμενε κενή με την εκκρεμή απόσυρση του Τζόναθαν Χαντ. Οι προηγούμενοι συλλογισμοί είχαν εστιαστεί στον Μαρκ Μπάρτον, τον Υπουργό Άμυνας. Στις 3 Μαρτίου 2005, το Κοινοβούλιο εξέλεξε την Γουίλσον ως τη νέα Πρόεδρό του, υπερισχύοντας των υποψηφιοτήτων των Κλεμ Σίμιτς και Κεν Σίρλεϋ. Η Γουίλσον έγινε έτσι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος του Κοινοβουλίου στη Νέα Ζηλανδία.