Ναυμαχία της θάλασσας Μπάρεντς | |||
---|---|---|---|
Μέρος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου | |||
Το γερμανικό αντιτορπιλικό "Friedrich Eckholdt" (Z-16) δέχεται μοιραίο πλήγμα από το βρετανικό καταδρομικό HMS "Sheffield" και βυθίζεται αύτανδρο. | |||
Χρονολογία | 31 Δεκεμβρίου 1942 | ||
Τόπος | Θάλασσα Μπάρεντς, βόρεια της Νορβηγίας | ||
Έκβαση | Στρατηγική βρετανική νίκη | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Ναυμαχία της Θάλασσας του Μπάρεντς διεξήχθη στις 31 Δεκεμβρίου 1942 στην ομώνυμη Θάλασσα, βορείως της Νορβηγίας, μεταξύ Γερμανικών και Βρετανικών σκαφών επιφανείας, τα τελευταία των οποίων συνόδευαν τη νηοπομπή JW-51B η οποία κατευθυνόταν προς τη χερσόνησο Κόλα της Σοβιετικής Ένωσης. Σε αντίθεση με όσες ναυμαχίες είχαν διεξαχθεί μέχρι τότε στο Δυτικό Μέτωπο, ήταν η πρώτη μεγάλης κλίμακας ναυμαχία από τη γερμανική πλευρά, η οποία βασιζόταν σε ένα τακτικό σχέδιο μάχης και περιελάμβανε σημαντικό αριθμό βαρέων και ελαφρών σκαφών επιφανείας.
Περί τα μέσα του 1942 οι Γερμανοί ήταν οι αδιαμφισβήτητοι κυρίαρχοι του Αρκτικού Ωκεανού. Με τα αεροσκάφη και τα υποβρύχια τους να επιχειρούν από τις βάσεις της Νορβηγίας, αποδεκάτιζαν τις Συμμαχικές νηοπομπές οι οποίες εφοδίαζαν τη Σοβιετική Ρωσία. Σε εκείνες τις νίκες όμως, τα γερμανικά θωρηκτά δεν είχαν το παραμικρό μερίδιο. Ο Αρχηγός του Γερμανικού Ναυτικού, Αρχιναύαρχος Καρλ Ντένιτς αναζητούσε μία ευκαιρία για να εξαπολύσει τα βαρέα σκάφη του σε μία επιχείρηση, αλλά η μόνιμη φοβία του Χίτλερ για την απώλεια κάποιου θωρηκτού του, τα κρατούσε καθηλωμένα στα νορβηγικά φιόρδ. «Στην ξηρά είμαι λιοντάρι. Στη θάλασσα είμαι ένα βάρος περιττό»[1], είχε ομολογήσει ο ίδιος ο Χίτλερ, ο οποίος διατηρούσε πάντοτε μία επιφυλακτική στάση απέναντι στο Ναυτικό. Του ήταν αδύνατον να σβήσει από το μυαλό του την εικόνα του θωρηκτού τσέπης Γκραφ Σπέε (Graf Spee) να ανατινάζεται έξω από το λιμάνι του Μοντεβιδέο τον Δεκέμβριο του 1939 μετά τη Ναυμαχία του Ρίο ντε Λα Πλάτα ή, πολύ περισσότερο, να ξεχάσει τα τελευταία δραματικά σήματα του Βίσμαρκ (Bismarck) τον Μάιο του 1941, καθώς υπέκυπτε στους κανονιοβολισμούς του βρετανικού στόλου, ολομόναχο και αβοήθητο. Τα γεγονότα αυτά θα χαράσσονταν βαθιά μέσα του, καθορίζοντας για πάντα τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετώπιζε έκτοτε κάθε ναυτική επιχείρηση. Όποιες επιτυχίες είχε να επιδείξει η Γερμανία στον κατά θάλασσα πόλεμο, είχαν επιτευχθεί στη Βόρεια Θάλασσα κατά των Συμμαχικών αρκτικών νηοπομπών τα μέσα του 1942, από τη συνδυασμένη δράση των υποβρυχίων της (U-Boοte) και της Luftwaffe, καταφέρνοντας να μειώσουν δραματικά την αποστολή στρατιωτικού υλικού προς τη Σοβιετική Ένωση στο ελάχιστο.
Στη βρετανική πλευρά επικρατούσε ο ίδιος ακριβώς φόβος για μία ενδεχόμενη έξοδο των βαρέων γερμανικών μονάδων. Όμως, με τις μάχες στο ανατολικό μέτωπο να αγγίζουν δραματικά ύψη, απορροφώντας τεράστιες ποσότητες ανθρώπινου δυναμικού και υλικών, η επιμονή του Στάλιν στη λήψη βοήθειας μέσω των βρετανικών νηοπομπών γινόταν ολοένα πιεστικότερη. Παρότι η Αγγλία εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε οξύτατη έλλειψη τροφίμων και πολεμικού υλικού, ο Τσώρτσιλ επέμεινε στη συνέχιση των νηοπομπών, έστω κι αν όλοι τις θεωρούσαν ανέκαθεν μία καταδικασμένη υπόθεση, η οποία δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε αρχίσει.
Οι δυσβάσταχτες απώλειες της άνοιξης και του θέρους του 1942 επέφεραν ριζική αλλαγή στις τακτικές των αρκτικών νηοπομπών. Από τον Νοέμβριο του ίδιου έτους οι νηοπομπές θα ταξίδευαν μόνο κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών, εκμεταλλευόμενες την πολική νύχτα που επικρατούσε από τα τέλη Νοεμβρίου μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου. Το διάστημα εκείνο στον Αρκτικό Ωκεανό ο ήλιος δεν ανατέλλει ποτέ πάνω από τον ορίζοντα. Αγγίζοντας μία γωνία μόλις 6ο κάτω από αυτόν, σκορπίζει ένα αχνό και ανεπαίσθητο λυκόφως από τις 09.00 μέχρι τις 12.00, για να δύσει και πάλι, παραχωρώντας τη θέση του στο πολικό σκοτάδι. Έτσι, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν πάντοτε στην περιοχή, οι νηοπομπές είχαν αρκετές πιθανότητες να περάσουν αθέατες κάτω από τα μάτια του εχθρού.
Στις 15 Δεκεμβρίου 1942 η νηοπομπή JW-51A απέπλευσε από τη Σκωτία με προορισμό το Μουρμάνσκ της Ρωσίας, μεταφέροντας 100.000 τόνους πολεμοφοδίων. Την ημέρα των Χριστουγέννων είχε καταφθάσει σώα και αβλαβής στον προορισμό της, χωρίς να έχει γίνει αντιληπτή από τις γερμανικές δυνάμεις. Η είδηση έκανε τον Χίτλερ να εκραγεί κατά του Αρχηγού του Πολεμικού Ναυτικού, Αρχιναύαρχου Έριχ Ρέντερ (Erich Raeder) και των πλοίων του, τα οποία «…κάθονταν άχρηστα στα φιόρδ» - αν και στην πραγματικότητα ήταν εκείνος ο οποίος περιόριζε την ανάληψη επιχειρήσεων από το ναυτικό.
Η επόμενη προγραμματισμένη νηοπομπή προς το Μουρμάνσκ ήταν η JW-51Β, η οποία απέπλευσε από τη Σκωτία στις 22 Δεκεμβρίου 1942. Αντίθετα όμως από την προηγούμενη, ο απόπλους της έγινε σύντομα αντιληπτός. Στις 30 Δεκεμβρίου η νηοπομπή εθεάθη από το U-354 του ανθυποπλοίαρχου Χέρσελμπ, ο οποίος ανέφερε ότι η νηοπομπή προστατευόταν «…μόνο από ελαφρά σκάφη, χωρίς την παρουσία βαρέων μονάδων».
Ήταν η ευκαιρία που αναζητούσε επιμόνως ο Ρέντερ, για να αποδείξει στον Χίτλερ την εσφαλμένη εντύπωση που είχε σχηματίσει για τον στόλο του. Εξασφαλίζοντας τη συγκατάθεσή του ανέθεσε το σχέδιο δράσης στον διακεκριμένο Αντιναύαρχο Όσκαρ Κούμμετς (Oskar Kummetz).
Στην ιστορία των ναυτικών επιχειρήσεων, ελάχιστα σχέδια υπήρξαν τόσο ευφυή όσο εκείνο της επιχείρησης «Ουράνιο Τόξο» (Regenbogen). Στην επίθεση θα ελάμβαναν μέρος δύο από τα βαρέα πλοία επιφανείας του γερμανικού στόλου, το βαρύ καταδρομικό Hipper και το θωρηκτό «τσέπης» "Λύτσοβ" (Lützow), υπό τη συνοδεία έξι αντιτορπιλικών. Ο Κούμμετς χώρισε τη δύναμή του σε δύο ομάδες. Η πρώτη αποτελείτο από το Hipper, ως ναυαρχίδα του, συνοδευόμενο από τα αντιτορπιλικά Friedrich Eckholdt, Richard Beitzen και Z-29. Η δεύτερη αποτελείτο από το Lützow, και τα αντιτορπιλικά Z-30, Z-31 και Theodor Riedel. Θέλοντας να αποφύγει την επίθεση βρετανικών αντιτορπιλικών κατά τη διάρκεια της νύκτας, όταν τα ίχνη των τορπιλών είναι δυσδιάκριτα, ο Κούμμετς αποφάσισε να διεξαγάγει την επίθεση κατά τη διάρκεια των τριών ωρών του πολικού λυκόφωτος, όταν η ορατότητα θα άγγιζε περίπου τα 16 χλμ.
Η επίθεση θα είχε τη μορφή κυκλωτικής κίνησης «τανάλιας»: Οι δύο ομάδες θα πλησίαζαν τη νηοπομπή από τα νώτα (νοτιοδυτικά) με κατεύθυνση ανατολική. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εκμεταλλευόταν το λιγοστό διαθέσιμο φως το οποίο θα του επέτρεπε να διακρίνει τις σιλουέτες των εχθρικών πλοίων να διαγράφονται επάνω στον ανατολικό ορίζοντα. Η ομάδα του "Χίππερ" (Hipper) θα προπορευόταν, και λειτουργώντας σαν δόλωμα, θα άνοιγε πρώτη την επίθεση από το βόρειο πλευρό, προσελκύοντας επάνω της τα αντιτορπιλικά συνοδείας. Τα μεταγωγικά της νηοπομπής θα απομακρύνονταν από τον εχθρό στρεφόμενα νότια, και απροστάτευτα πλέον, θα οδηγούντο αναπόφευκτα, επάνω στην ομάδα του Lützow και των βαρέων πυροβόλων του, η οποία θα πλησίαζε από εκείνη την κατεύθυνση.
Η νηοπομπή JW-51B αποτελείτο από 14 φορτηγά σκάφη τα οποία μετέφεραν 2.046 οχήματα, 202 άρματα μάχης, 87 μαχητικά, 33 βομβαρδιστικά, 24.150 τόνους καυσίμων και 54.321 τόνους άλλων εφοδίων. Τη δύναμη προστασίας της αποτελούσαν πέντε αντιτορπιλικά, τα HMS Onslow, HMS Obedient, HMS Obdurate, HMS Orwell και HMS Achates. Διοικητής της δύναμης ήταν ο πλοίαρχος Ρόμπερτ Σαιντ Βίνσεντ Σέρμπρουκ (Robert Saint Vincent Sherbrooke), με ναυαρχίδα του το HMS Onslow, στην πρώτη του αρκτική αποστολή. Στην περίπτωση επίθεσης εχθρικών σκαφών επιφανείας το αντίστοιχο σχέδιο αμύνης του Σέρμπρουκ προέβλεπε την απόσπαση των αντιτορπιλικών Onslow, Obedient, Orwell και Obdurate, από την προστασία της νηοπομπής ώστε αυτά να επιτεθούν κατά του εχθρού. Ταυτόχρονα, το Achates θα παρέμενε με τα μεταγωγικά, εξαπολύοντας προπέτασμα καπνού για να καλύψει την απομάκρυνσή τους.
Τα τέσσερα αντιτορπιλικά, τα οποία θα αναλάμβαναν να αποκρούσουν την επίθεση, θα είχαν να επιτελέσουν το δυσκολότερο καθήκον. Ευάλωτα στα βαρύτερα γερμανικά πυροβόλα και με περιορισμένο αριθμό τορπιλών, θα έπρεπε να περιορίζονται μόνο σε προσποιήσεις επιθέσεων τορπιλισμού, χωρίς όμως πραγματικά να εξαπολύουν τις τορπίλες τους. Πραγματικές επιθέσεις θα διεξάγονταν μόνο σε μικρή απόσταση από τα εχθρικά πλοία, μόνο όταν μία βολή θα είχε τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Οι Βρετανοί γνώριζαν την επιφυλακτικότητα των αντιπάλων τους για την απειλή τορπιλισμών κατά τη διάρκεια της νύχτας και αυτό ήταν το μοναδικό πλεονέκτημα που διέθεταν. Εάν όμως, εξαπέλυαν τις τορπίλες τους χωρίς επιτυχία θα έχαναν αυτοστιγμεί το πλεονέκτημά τους, απομένοντας ουσιαστικά, άοπλα απέναντι στα βαρέα γερμανικά καταδρομικά.
Εκτός όμως, από τη δύναμη κλειστής συνοδείας της νηοπομπής, υπήρχε και η «Δύναμη R», αποτελούμενη από τα ελαφρά καταδρομικά HMS Sheffield (ναυαρχίδα) και HMS Jamaica, υπό τη διοίκηση του Υποναύαρχου Ρόμπερτ Μπέρνετ (Robert Burnett), ενός βετεράνου των αρκτικών νηοπομπών. Η δύναμη αυτή θα ακολουθούσε τη νηοπομπή από βορειότερη θέση και απόσταση 30-55 μίλια (ν.μ.), παρέχοντας απομεμακρυσμένη κάλυψη, ώστε η παρουσία της να μη γίνει άμεσα αντιληπτή από τον εχθρό. Βέβαια ο οπλισμός και η θωράκιση των δύο βρετανικών καταδρομικών υπολείπονταν κατά πολύ εκείνων των Hipper και Lützow, οπότε η επέμβαση τους θα ήταν περισσότερο ένα έσχατο μέτρο άμυνας, παρά ένας «άσσος στο μανίκι». Παρόλα αυτά, η παρουσία της παρέμενε άγνωστη στους Γερμανούς, οπότε υπήρχε πάντα η ελπίδα μίας αριθμητικής εξισορρόπησης των δυνάμεων και ενός τακτικού αιφνιδιασμού.
Η γερμανική δύναμη απέπλευσε από το Άλτενφιορντ της Νορβηγίας στις 17.45 της 30ης Δεκεμβρίου με κατεύθυνση βορειοανατολική και τα έξι αντιτορπιλικά ανεπτυγμένα μπροστά από τα Hipper και Lützow. Όμως πριν ακόμα αποπλεύσει, ο Κούμμετς είχε ήδη αρχίσει να βομβαρδίζεται με σήματα περιοριστικών διαταγών σε ότι αφορούσε στον τρόπο δράσης του. Στις 15.00: «Αποφύγετε εμπλοκή με ανώτερες δυνάμεις, ειδάλλως επιτεθείτε εκμεταλλευόμενοι την πλεονεκτική σας θέση». Και λίγο αργότερα, στις 18.00, ενώ βρισκόταν ήδη εν πλω: «Παρά τις ισχύουσες επιχειρησιακές διαταγές, συνιστάται σύνεση ακόμη και εναντίον ισοδύναμων αντιπάλων. Κρίνεται σκόπιμο να αποφευχθούν περιττοί κίνδυνοι». Ήταν τα λόγια που θα σφράγιζαν την έκβαση της επιχείρησης. Η αμφίσημη φράση περί «…ισοδύναμων αντιπάλων», έμενε αδιευκρίνιστη. «Ισοδύναμος αντίπαλος» θα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε, ανάλογα με την εκάστοτε τακτική κατάσταση και τις συνθήκες εμπλοκής, αφού σε μία μάχη τα πάντα εξαρτώνται από τον τρόπο δράσης, την επιθετική πρωτοβουλία των διοικητών και τις ικανότητες εκάστου. Στο μυαλό οποιουδήποτε διοικητή, τα λόγια αυτά μπορούσαν να ερμηνευθούν μόνο ως επιφυλακτικότητα και περιορισμό ελευθερίας δράσης και ανάληψης πρωτοβουλίας. Πόσω δε μάλλον, όταν αυτά τα λόγια προέρχονταν από τον ίδιο τον Φύρερ, ο οποίος, όπως γνώριζαν όλοι πολύ καλά στο ναυτικό «…δεν μπορούσε να κλείσει μάτι όταν τα πλοία του βρίσκονταν στη θάλασσα». Αν αυτά τα λόγια βάραιναν στη σκέψη ενός εμπειροπόλεμου και διακεκριμένου ναυάρχου όπως ο Κούμμετς, μπορούμε εύκολα να φαντασθούμε τι επίδραση θα είχαν στην κρίση του πλοίαρχου Ρούντολφ Στάνγκε (Rudolf Stange), κυβερνήτη του Lützow, για τον οποίον ήταν η πρώτη μάχιμη διοίκηση και μάλιστα ενός θωρηκτού.
Καθώς το σκοτάδι της 30ης Δεκεμβρίου παραχωρούσε αργά τη θέση του στο αχνό, αρκτικό λυκόφως της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς του 1942, στη Θάλασσα Μπάρεντς άρχισαν να συγκεντρώνονται οι αντίπαλες δυνάμεις: Η γερμανική Ομάδα Μάχης περνούσε το γεωγραφικό πλάτος του Βορείου Ακρωτηρίου, ακολουθώντας το ίχνος του χάρτη το οποίο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Κούμμετς, αντιπροσώπευε την πορεία της JW-51Β. Η νηοπομπή ακολουθούσε συγκροτημένη την ανατολική πορεία της, υπό την προστασία των αντιτορπιλικών του Σέρμπρουκ, ενώ η Δύναμη R του Μπέρνετ απείχε 30 ν.μ. βόρεια της νηοπομπής. Ο καιρός ήταν σχετικά καθαρός, με χαμηλή νέφωση και αραιά διαστήματα χιονόπτωσης. Η ορατότητα κυμαινόταν μεταξύ 14-18 χλμ. Ο άνεμος ήταν βορειοδυτικός, έντασης τριών Μποφόρ και η θάλασσα ταραγμένη με τη θερμοκρασία -16ο C.
Στις 07.53 της 31ης Δεκεμβρίου ο Κούμμετς εντόπισε τις σιλουέτες εννέα σκαφών στα δεξιά του και τα βρετανικά αντιτορπιλικά αντελήφθησαν την εχθρική παρουσία στις 08.30, όταν το Obdurate εντόπισε δύο άγνωστα αντιτορπιλικά. Ήταν τα αντιτορπιλικά της Ομάδας Μάχης του Hipper: Friedrich Eckholdt, Richard Beitzen και Z-29, τα οποία στις 09.15 άνοιξαν πυρ εναντίον του. Είχαν εμφανιστεί στα νώτα της νηοπομπής, προσελκύοντας την προσοχή των βρετανικών αντιτορπιλικών, ακριβώς όπως είχε σχεδιάσει ο Κούμμετς. Το Obdurate επεχείρησε να πλησιάσει τα επιτιθέμενα σκάφη, αλλά δέχθηκε πυρά από το Friedrich Eckholdt και απομακρύνθηκε προς την κατεύθυνση του Onslow. Καθώς τα τέσσερα βρετανικά αντιτορπιλικά έστρεφαν όλα βορειοδυτικά για να αντιμετωπίσουν την επίθεση, το Achates, πιστό τις διαταγές του, άρχισε να προβάλει προπέτασμα καπνού καλύπτοντας τα φορτηγά. Λίγο αργότερα οι οπτήρες του Onslow διέκριναν μία τεράστια σκοτεινή σιλουέτα να ξεπροβάλει μέσα από το λευκό, διάστικτο πέπλο του χιονιού. Τα δύο πλοία απείχαν ελάχιστα και βρίσκονταν σε πορεία μετωπικής σύγκρουσης. Ο Σέρμπρουκ δεν θα μπορούσε να μην αναγνωρίσει ένα σκάφος επτά φορές μεγαλύτερο από το δικό του. Ήταν το Hipper το οποίο ετοιμαζόταν να εξαπολύσει την πρώτη του ομοβροντία.
Ο Κούμμετς είχε εντοπίσει τη νηοπομπή και είχε ανοίξει την επίθεση στις 09.00 με το πρώτο φως, όπως ακριβώς προέβλεπε το σχέδιό του. Στις 09.36 εξέπεμψε το μήνυμα «Εμπλέκομαι με τον εχθρό», το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό στο διοικητήριο του Χίτλερ στο Ράστενμπουργκ, όπου ετοιμαζόταν ο εορτασμός της Πρωτοχρονιάς.
Οι πρώτοι κανονιοβολισμοί του γερμανικού καταδρομικού είχαν στόχο το Achates, του οποίου η σιλουέτα διακρινόταν ολοκάθαρα επάνω στο μαύρο προπέτασμα καπνού που άφηνε για να καλύψει τη νηοπομπή. Παρότι καμία από τις βολές δεν είχε άμεση ευστοχία, οι ζημιές που προκάλεσαν τα θραύσματα των εκρήξεων στις λεπτές λαμαρίνες του αντιτορπιλικού ήταν κρίσιμες. Τα ηλεκτρικά κυκλώματα διεκόπησαν και 40 νεκροί και τραυματίες, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο κυβερνήτης του σκάφους, κείτονταν στους χώρους του πλοίου, καθώς αυτό κλυδωνιζόταν από τις ομοβροντίες και τα κύματα. Η άμεση επέμβαση των Onslow και Orwell έδωσαν στο Achates τον χρόνο που χρειαζόταν για να απομακρυνθεί.
Τα Onslow, Orwell και Obedient τοποθετήθηκαν ανάμεσα στο Hipper και τη νηοπομπή, προτάσσοντας τους εαυτούς τους σαν ασπίδα στα γερμανικά πυρά. Το «Hipper» αντίστοιχα, αναπροσάρμοσε γρήγορα την τακτική του, στρέφοντας τον δευτερεύοντα οπλισμό κατά των αντιτορπιλικών και τα κύρια πυροβόλα εναντίον της νηοπομπής. Ο Σέρμπρουκ χρειαζόταν επειγόντως την επέμβαση των καταδρομικών της «Δύναμης R», η οποία όμως απείχε περίπου 100 ν.μ. και θα χρειαζόταν σχεδόν 2-3 ώρες για να αφιχθεί στο σημείο της συμπλοκής.
Ο Άγγλος πλοίαρχος αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή την τακτική της παραπλάνησης. Το Onslow πλησίασε το αντίπαλο καταδρομικό προσποιούμενο μία επίθεση τορπιλισμού. Πράγματι, το είδε να απομακρύνεται βόρεια, στρέφοντας την πρύμνη του στα βρετανικά σκάφη για να παρουσιάζει μικρότερο στόχο. Στις 09.55 ο Σέρμπρουκ έλαβε το πρώτο ενθαρρυντικό σήμα από την έναρξη της μάχης. Προερχόταν από τον Υποναύαρχο Μπέρνετ και το HMS Sheffield: «Πλησιάζω με πορεία 170ο».
Ο Κούμμετς έστρεψε τώρα την προσοχή του στα βρετανικά αντιτορπιλικά που του έκλειναν τον δρόμο. Η δύο επόμενες ομοβροντίες του έπεσαν κοντά στο Onslow. Στις 10.30 εκκωφαντικοί κρότοι συγκλόνισαν το πλοίο, όταν μία από τις οβίδες της πέμπτης ομοβροντίας του Hipper εξερράγη κοντά στο μηχανοστάσιο. Η γερμανική οβίδα διέλυσε την καπνοδόχο και τα θραύσματα τραυμάτισαν τον Σέρμπρουκ στο πρόσωπο και τον αριστερό οφθαλμό. Η επόμενη γερμανική ομοβροντία εξερράγη ανάμεσα στους πύργους «Α» και «Β». Ολόκληρο το πρόσθιο μέρος του καταστρώματος τυλίχθηκε στις φλόγες. Ο Αξιωματικός γέφυρας του Onslow προσπάθησε να απομακρύνει τον Σέρμπρουκ, αλλά εκείνος, καταπνίγοντας τον πόνο και διατηρώντας την ψυχραιμία του, αρνήθηκε να μετακινηθεί και παρέμεινε στη θέση του συνεχίζοντας να δίνει διαταγές. Με το σκάφος του να απομακρύνεται φλεγόμενο πίσω από ένα προπέτασμα καπνού, ο Σέρμπρουκ παρέδωσε τη διοίκηση στον αντιπλοίαρχο Κίνλοχ του Obedient και μόνο τότε δέχθηκε να απομακρυνθεί και να λάβει τις πρώτες βοήθειες.
Με τα Onslow και Achates εκτός μάχης, η μόνη προστασία που διέθετε πλέον η νηοπομπή ήταν τα Obedient, Orwell και Obdurate. Στις 10.42 οι βολές του Hipper προκάλεσαν μοιραία πλήγματα στο ναρκαλιευτικό Bramble και ανέθεσε στα αντιτορπιλικά του Friedrich Eckholdt, Richard Beitzen να αποτελειώσουν το άτυχο σκάφος. Το Bramble μαχόμενο μέχρι τέλους με τον πενιχρό οπλισμό του, θα βυθιζόταν αύτανδρο λίγο μετά τις 10.50. Την ίδια τύχη είχε στη συνέχεια και το ήδη τραυματισμένο Achates, το οποίο δέχθηκε δύο διαδοχικά πλήγματα στη γέφυρά του από το Hipper. Με μία αυξανόμενη κλίση 60ο το μικρό αντιτορπιλικό βυθίστηκε στις 13.14. Έχοντας σαρώσει κάθε αντίσταση από μπροστά του, το Hipper ανέμενε τώρα από στιγμή σε στιγμή την άφιξη του Lutzow, το οποίο θα έκλεινε την παγίδα από τα νότια.
Αυτό που δεν γνώριζε ο Κούμμετς ήταν ότι μέχρι τις 11.30 το Lützow είχε ήδη φθάσει δύο φορές σε απόσταση βολής από την απροστάτευτη πλέον νηοπομπή, αλλά ο άπειρος κυβερνήτης του, Πλοίαρχος Ρούντολφ Στάνγκε είχε διστάσει και στις δύο περιπτώσεις να δράσει αποφασιστικά. Την πρώτη φορά, στις 09.22, είχε πλησιάσει σε απόσταση πέντε μιλίων, αλλά η ορατότητα ήταν μειωμένη εξ αιτίας της χιονόπτωσης και των προπετασμάτων καπνού των αντιτορπιλικών. Τότε αποφάσισε να παρακάμψει τη χιονόπτωση από τα ανατολικά, ελπίζοντας να εξασφαλίσει καλύτερη ορατότητα από εκείνη την κατεύθυνση. Τη δεύτερη φορά, στις 11.36, εντόπισε καθαρά τη νηοπομπή, καθώς και την παρουσία εχθρικών αντιτορπιλικών στα αριστερά του. Ακόμη και τότε όμως, απέφυγε να εμπλακεί. Επιλέγοντας να ακολουθήσει τις διαταγές οι οποίες καλούσαν τους διοικητές να επιδείξουν σύνεση, αποφάσισε να κρατήσει τα αντιτορπιλικά του δεσμευμένα κοντά του για να μην αφήσει το θωρηκτό του απροστάτευτο. Ταυτόχρονα όμως, θεώρησε ότι οποιαδήποτε συμπλοκή εκείνη τη στιγμή θα ήταν παρακινδυνευμένη εξ αιτίας της αύξησης του επερχόμενου σκότους και της επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών, οι οποίες καθιστούσαν δύσκολη την αναγνώριση μεταξύ φίλιων και εχθρικών αντιτορπιλικών.
Η στρατηγική του Κούμμετς είχε λειτουργήσει τέλεια, αλλά η χρυσή ευκαιρία είχε χαθεί: το Hipper είχε προσελκύσει επάνω του την προσοχή των βρετανικών αντιτορπιλικών, καθώς η απροστάτευτη νηοπομπή κατευθυνόταν νότια προς την κατεύθυνση του Lutzow, μόνο που ο Στάνγκε την άφησε δύο φορές να περάσει από μπροστά του, χωρίς να ρίξει έναν κανονιοβολισμό ή να εξαπολύσει μία τορπίλη. Η ολιγωρία του Στάνγκε θα απέβαινε μοιραία.
Το Hipper χωρίς κανένα ίχνος της παρουσίας του Lützow, ετοιμαζόταν να κατευθύνει τα πυρά του κατά του Obedient, όταν στις 11.36, ανυποψίαστο για τον κίνδυνο που πλησίαζε, δέχθηκε γύρω του μία ομοβροντία 24 οβίδων. Προερχόταν από μία απόσταση οκτώ μιλίων στα δεξιά του. Η Δύναμη R είχε καταφθάσει, ανατρέποντας τα πάντα.
Από όσο μπορούσε να γνωρίζει ο Κούμμετς, η δύναμη του Μπέρνετ είχε εμφανιστεί από το πουθενά επιτυγχάνοντας απόλυτο αιφνιδιασμό. Στις 11.05 το ραντάρ του Sheffield είχε καταδείξει το στίγμα ενός σκάφους μεγαλύτερου από αντιτορπιλικό και ταχύτερου από μεταγωγικό και στις 11.28 ο Μπέρνετ διέκρινε τις λάμψεις των κανονιοβολισμών του Hipper, όταν εκείνο βύθιζε το Achates. Με τη διαταγή του, τα Sheffield και Jamaica άνοιξαν ταυτόχρονα πυρ κατά του γερμανικού καταδρομικού. Η πέμπτη ομοβροντία του Sheffield έπληξε το Hipper στη δεξιά πλευρά, ανάμεσα στην καπνοδόχο και τον κύριο ιστό, 3,5 m. κάτω από την ίσαλο γραμμή, πλημμυρίζοντας το τρίτο λεβητοστάσιο. Με την ταχύτητά του μειωμένη στους 28 κόμβους, το χτυπημένο Hipper έστρεψε δεξιά για να αντιμετωπίσει τον απροσδόκητο κίνδυνο, ανταπαντώντας στα πυρά. Όμως η ανωτερότητα του βρετανικού ραντάρ έδινε το πλεονέκτημα στις βρετανικές βολές. καταφέρνοντας στο γερμανικό σκάφος δύο ακόμα πλήγματα. Χωρίς κανένα ίχνος από την αναμενόμενη επέμβαση του Lützow που θα μπορούσε εύκολα να αναστρέψει την κατάσταση προς όφελός της γερμανικής πλευράς, ο Κούμμετς, στις 11.37, κάλεσε αμέσως τα αντιτορπιλικά να ενωθούν μαζί του.
Έχοντας πλήρη άγνοια της παρουσίας των βρετανικών καταδρομικών, τα Friedrich Eckholdt και Richard Beitzen κατευθύνθηκαν βόρεια, διακρίνοντας δύο φιγούρες τα οποία λανθασμένα εξέλαβαν ως τα Hipper και Ζ-29. Φθάνοντας σε απόσταση μικρότερη των δύο μιλίων, τα δύο αντιτορπιλικά έπεσαν κυριολεκτικά επάνω στα πυροβόλα του Sheffield, το οποίο άνοιξε πυρ με όλο του τον οπλισμό. Στο Friedrich Eckholdt επικράτησε πανικός, πιστεύοντας ότι δέχονταν φίλια πυρά του Hipper, το οποίο δεν τους είχε αναγνωρίσει. Οι σηματωροί εξέπεμψαν απεγνωσμένα σήματα. «Eckholdt προς Hipper: Με βομβαρδίζεις!» Πριν το γερμανικό αντιτορπιλικό συνειδητοποιήσει το σφάλμα του, το Sheffield του επέφερε τρία εύστοχα πλήγματα. Από εκείνη την απόσταση δεν υπήρχε σωτηρία: η τρίτη ομοβροντία το έκοψε στα δύο και σε λιγότερο από δύο λεπτά βυθιζόταν αύτανδρο με τους 340 άνδρες του. Το Richard Beitzen μετά βίας πρόλαβε να διαφύγει αλλάζοντας γρήγορα πορεία.
Εν τω μεταξύ, στο Ράστενμπουργκ της ανατολικής Πρωσίας, ο Χίτλερ αγωνιούσε για κάποια είδηση για την πρόοδο της μάχης. Αυτή ήλθε στις 11.45 από το U-354, το οποίο βρισκόταν ακόμα στην περιοχή: «Η μάχη έχει αγγίξει το αποκορύφωμά της. Όλος ο ορίζοντας είναι κόκκινος». Για τον Χίτλερ η φρασεολογία του ανθυποπλοίαρχου Χέρσελμπ μπορούσε να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: η νηοπομπή βρισκόταν στο έλεος των πανίσχυρων πυροβόλων του Κούμμετς. Μαζί με τις ευχές για την είσοδο του Νέου Έτους, βιάστηκε να ανακοινώσει στους καλεσμένους του: «Το Γερμανικό Ναυτικό μόλις σημείωσε μία μεγαλειώδη νίκη!». Μόνο το επόμενο απόγευμα θα μάθαινε την ταπεινωτική αλήθεια.
Την ίδια ώρα, και μετά από δύο αποτυχημένες απόπειρες, το Lützow έκανε επιτέλους την πολυαναμενόμενη, αλλά αποκαρδιωτική εμφάνισή του. Ο Στάνγκε, αντί να ορμήσει κατευθείαν ανάμεσα στις τάξεις των ανίσχυρων φορτηγών, προτίμησε να διατηρήσει απόσταση ασφαλείας, ανοίγοντας πυρ με τον δευτερεύοντα οπλισμό των 6΄΄, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Η παγίδα είχε κλείσει, αλλά όλοι δίσταζαν να πλήξουν αποφασιστικά τον κυκλωμένο και αδύναμο αντίπαλο. Η εμφάνιση των τριών βρετανικών αντιτορπιλικών αποθάρρυνε τον Στάνγκε, ο οποίος προτίμησε να ενώσει τις δυνάμεις του με το Hipper στην εξουδετέρωση των αντιτορπιλικών. Σύντομα όμως, τα Sheffield και Jamaica επενέβησαν και πάλι, σώζοντας την κατάσταση. Τα σκάφη αντάλλαξαν πυρά μεταξύ τους, με το Hipper να προκαλεί κάποιες ζημιές στα καταδρομικά του Μπέρνετ, όταν αμφότεροι οι αντίπαλοι αποφάσισαν να διακόψουν τη σύγκρουση επειδή θεωρούσαν ότι μειονεκτούσαν έναντι του αντιπάλου τους.
Ο Μπέρνετ, κυκλωμένος από τα Hipper και Lützow, και τη μαχητική ισορροπία να κλίνει προς χάριν των Γερμανών, απομακρύνθηκε προς βορρά. Ο Κούμμετς εξακολουθούσε να διαθέτει το τακτικό πλεονέκτημα, αλλά δυστυχώς, δεν το γνώριζε. Αντιθέτως μάλιστα, οι περιοριστικές διαταγές στοίχειωναν τη σκέψη του: μετά την απώλεια ενός αντιτορπιλικού του, τα πλήγματα που είχε δεχθεί το Hipper και την ορατότητα μειωμένη στο ελάχιστο, θεώρησε ότι είχε ήδη διακινδυνεύσει περισσότερο από όσο του επέτρεπαν οι διαταγές. Διέταξε απεμπλοκή και επιστροφή στη Νορβηγία.
Στις 3 Ιανουαρίου 1943 τα φορτηγά πλοία της JW-51B αφίχθησαν άθικτα στο Μουρμάνσκ της Ρωσίας. Μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, ο Πλοίαρχος Ρόμπερτ Σαιντ Βίνσεντ Σέρμπρουκ τιμήθηκε με τον Σταυρό της Βικτορίας για την ανδρεία του κατά τη διάρκεια της μάχης, καθώς και τη διεξαγωγή της.
Αν και από άποψη αριθμών, η ναυμαχία είχε καταλήξει σαν μία τακτική νίκη των Γερμανών, στην πραγματικότητα ήταν μία ταπεινωτική στρατηγική ήττα, η οποία αντανακλούσε την έλλειψη επιθετικού πνεύματος. Ένα γερμανικό αντιτορπιλικό είχε βυθιστεί εξ αιτίας ενός τραγικού σφάλματος αναγνώρισης, το Hipper είχε υποστεί σοβαρές ζημιές και το Lützow, παρά τη στιβαρή παρουσία του, δεν είχε επιδείξει τίποτα περισσότερο από μία έλλειψη τόλμης, η οποία άγγιζε τα όρια της δειλίας. Τα δε γερμανικά αντιτορπιλικά, αν και από μόνα τους ήταν απόλυτα ικανά να θέσουν εκτός μάχης τα τρία εναπομείναντα βρετανικά, ο Κούμμετς και ο Στάνγκε τα κρατούσαν διαρκώς κοντά τους για να εξασφαλίσουν τη δική τους προστασία. Ακόμη και οι αντίπαλες απώλειες ενός αντιτορπιλικού, ενός ναρκαλιευτικού και οι βαριές ζημιές που είχαν υποστεί τα Onslow και Obdurate, ήταν αδύνατον να μειώσουν το αίσθημα του όνειδους.
Αργότερα ο Κούμμετς κατακρίθηκε για την εκπόνηση ενός σχεδίου το οποίο απαιτούσε τη συνεργασία και τον συντονισμό μονάδων οι οποίες απείχαν 150 χιλιόμετρα μεταξύ τους, μέσα στο σκοτάδι, υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ωστόσο, τα γεγονότα είχαν αποδείξει ότι το σχέδιο είχε πετύχει ως ελιγμός.
Ο Χίτλερ ξέσπασε την οργή του πάνω στον Ρέντερ, με έναν εκρηκτικό μονόλογο 90 λεπτών. Η απόφασή του ήταν αμετάκλητη: όλα τα θωρηκτά θα μετατρέπονταν σε παλιοσίδερα, τα πυροβόλα τους θα μεταφέρονταν στην παράκτια άμυνα και το μέταλλο θα ανακυκλωνόταν για να μετατραπεί σε κάποιο χρησιμότερο όπλο. Ο Ρέντερ διαμαρτυρήθηκε, επισημαίνοντας ορθώς, ότι ο Αρχηγός του Γερμανικού Κράτους απαιτούσε από το ναυτικό του νίκες χωρίς να διακινδυνεύει απώλειες. Οι αυστηρές και ηττοπαθείς διαταγές του στερούσαν τη νίκη από τους κυβερνήτες των πλοίων του, οι οποίοι έτρεμαν την οργή του περισσότερο από τον εχθρό. Παρότι το δράμα και η απώλεια 230.000 στρατιωτών του στον θύλακα του Στάλινγκραντ δεν φαινόταν να βαραίνει ιδιαίτερα τη συνείδησή του, ο Χίτλερ έδειχνε μία ανεξήγητη ευαισθησία στην πιθανή απώλεια ενός καταδρομικού του.
Πριν υποβάλει την παραίτησή του, ο Ρέντερ του παρέδωσε ένα υπόμνημα στο οποίο ανέφερε ότι η καταστροφή του στόλου επιφανείας θα έκανε τους Βρετανούς να «…ξεσπάσουν σε κραυγές θριάμβου», όταν μάθαιναν ότι είχαν κερδίσει «…τη μεγαλύτερη αναίμακτη νίκη της ιστορίας τους». Ο Χίτλερ έκανε κάποιο σαρκαστικό σχόλιο και δέχθηκε την παραίτηση, αλλά κατά βάθος προβληματίστηκε. Ωστόσο, οι παθολογικές φοβίες του δεν τον εγκατέλειψαν. Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα ο αντικαταστάτης του Ρέντερ, Αρχιναύαρχος Καρλ Ντένιτς, θα αποτολμούσε μία τελευταία επιχείρηση με σκάφη επιφανείας, στην οποία ο Χίτλερ θα διέπραττε τα ίδια ακριβώς σφάλματα. Στις 26 Δεκεμβρίου 1943, το βαρύ καταδρομικό Σάρνχορστ (Scharnhorst) κατεδίωξε μία νηοπομπή κάτω από πανομοιότυπες δεσμεύσεις και βυθίστηκε μαχόμενο εναντίον συντριπτικά ανώτερων βρετανικών δυνάμεων, στη Ναυμαχία της Θάλασσας του Βόρειου Ακρωτηρίου (North Cape).