Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Συγγραφέας | Τζόρτζιο Μπασσάνι |
---|---|
Τίτλος | Il giardino dei Finzi-Contini |
Γλώσσα | Ιταλικά |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1962[1] |
Μορφή | μυθιστόρημα |
Θέμα | Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Ολοκαύτωμα |
Τόπος | Φερράρα |
LC Class | OL136820W |
Πρώτη έκδοση | Gruppo Mondadori Atheneum Books |
Προηγούμενο | d:Q3772155 |
Επόμενο | Behind the Door |
δεδομένα ( ) |
Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι (ιτ.Il giardino dei Finzi-Contini) είναι μυθιστόρημα του Τζόρτζιο Μπασσάνι, του 1962.
Ο πρώτος σχεδιασμός έγινε στη Σάντα Μαρινέλα της Ρώμης, στο ξενοδοχείο Le Najadi (Οι Ναϊάδες). Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε το 1962 από τον εκδότη Τζούλιο Εινάουντι: στο εξώφυλλο παρουσίαζε την ελαιογραφία σε καμβά του Νικολά ντε Σταλ Nu couche bleu (Μπλε γυμνό ξαπλωμένο, 1955), και απέναντι απο τη σελίδα 88, αντίγραφο της γκραβούρας Γήπεδο τένις του Τζόρτζο Μοράντι (1923). Το μυθιστόρημα κέρδισε το βραβείο Βιαρέτζο (premio Viareggio) το ίδιο έτος. Το 1974 Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι συμπεριλήφθηκε, με πολλές αλλαγές, στο Μυθιστόρημα της Φερράρας - ως το τρίτο μέρος του έργου, στο οποίο ο συγγραφέας συγκέντρωσε μυθιστορήματα και διηγήματα διαδραματιζόμενα εκεί. Νέες τροποποιήσεις έγιναν από τον Μπασσάνι για την έκδοση 1976, ενώ άλλες σημαντικές τροποποιήσεις εμφανίζονται στην οριστική έκδοση του 1980.
Στο μυθιστόρημα βασίστηκε και η ομώνυμη ταινία, σε σκηνοθεσία Βιτόριο ντε Σίκα για την οποία ο Μπασσάνι έγραψε κάποιους από τους διαλόγους του σεναρίου, αλλά, κατά την κυκλοφορία της ταινίας, ο συγγραφέας ανακάλυψε αλλαγές που τον οδήγησαν στο να αποσύρει την υπογραφή του από το σενάριο, θεωρώντας την ταινία σαν προδοσία απέναντι στο πνεύμα του μυθιστορήματος.
Το διήγημα είναι εμπνευσμένο από την αληθινή ιστορία του Σίλβιο Μαγκρίνι, προέδρου της εβραϊκής κοινότητας της Φερράρας από το 1930, και της οικογενείας του: της γυναίκας του Αλμπερτίνας, της πεθεράς του και του γιου του Ουμπέρτο. Αστοί, πλούσιοι, με πατριωτικό πνεύμα - ο Σίλβιο ήταν εθελοντής στον Α' παγκόσμιο Πόλεμο - ζούσαν στη βίλα που περιγράφεται στο μυθιστόρημα, με τον περίφημο κήπο, το γήπεδο τένις και το σκυλί. Μετά τη δημοσίευση των φυλετικών νόμων του 1938, παρέμειναν στην πόλη των Έστε. Η οικογένεια Μαγκρίνι, μετά την ανακωχή της Ιταλίας με τους Συμμάχους στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 και τη ναζιστική κατοχή της χώρας, διώχθηκε όπως και πολλοί άλλοι Ιταλοί Εβραίοι. Ο Σίλβιο παρέμεινε στη Φερράρα, το Σεπτέμβριο εισήχθη στο νοσοκομείο Σαντ' Άννα και τον Νοέμβριο, συνελήφθη από τους ναζί. Μεταφέρθηκε στο προσωρινό στρατόπεδο του Φοσσόλι, και εν συνεχεία στο Άουσβιτς με την πρώτη αποστολή Ιταλών, όπου και σκοτώθηκε. Η σύζυγός του Αλμπερτίνα, που παρέμεινε στην εξοχή με τη γριά μητέρα της, έμαθε στις αρχές του 1944 για τη σύλληψη του συζύγου της, και ανήσυχη για την τύχη του, επέστρεψε στη Φερράρα. Το Μάρτιο του 1944 συνελήφθη από ομάδα φασιστών στο σπίτι της στην οδό Μπόργκο Λεόνι, και πέθανε κι αυτή στο Άουσβιτς[2].
Το πρώτο κείμενο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Φεβρουαρίου του περιοδικού Il Caffè politico e letterario (Το πολιτικό και λογοτεχνικό καφέ), το 1955. Εδώ ο αφηγητής είναι ένας νεαρός μηχανικός από το Μιλάνο, ο Σαντοννίνο, ο οποίος αποστέλλεται στη Φερράρα από εταιρεία συνθετικού καουτσούκ, για την οποία δουλεύει, για μια περίοδο κατάρτισης. Η αφήγηση της ιστορίας των Φίντζι-Κοντίνι γινεται σε τρίτο πρόσωπο.
Στην αρχή το μυθιστόρημα τοποθετείται στο 1957 στην ετρούσκικη νεκρόπολη του Τσερβετέρι, κοντά στη Ρώμη, όπου ο κεντρικός ήρωας - εσωτερικός αφηγητής - έχει πάει εκδρομή με φίλους. Η σκέψη του, παρατηρώντας τους τάφους των Ετρούσκων, τρέχει συνειρμικά στο εβραϊκό νεκροταφείο της Φερράρα στην οδό Μοντομπέλλο και πιο συγκεκριμένα, στο μνημειώδη τάφο των Φίντζι-Κοντίνι, ο οποίος βρίσκεται σε ένα μέρος αρκετά απομακρυσμένο, ορατό ωστόσο, υπενθυμίζοντάς του την τραγική μοίρα που χτύπησε τα μέλη της οικογένειας, ξεχασμένη τώρα πια. Στην πραγματικότητα, μόνο ο Αλμπέρτο, τον οποίο γνώριζε, βρίσκεται στον τάφο.
Οι Φίντζι-Κοντίνι είναι μια πολύ πλούσια οικογένεια της υψηλής μπουρζουαζίας, που ζουν στην ευημερούσα εβραϊκή κοινότητα της Φερράρας, έχοντας στην κατοχή τους μια μεγάλη βίλα με τεράστιο κήπο και γήπεδο τένις, περιτριγυρισμένη από τείχη και καγκελόπορτες. Η οικογένεια αποτελείται από τον καθηγητή Ερμάννο, τη σύζυγό του Όλγα, και τα παιδιά του Αλμπέρτο και Μικόλ (ο πρωτότοκος Γκουίντο, είχε πεθάνει στην ηλικία των έξι ετών απο παιδική παράλυση) και η ηλικιωμένη γιαγιά τους, Ρετζίνα. Η οικογένεια απασχολεί πολλούς οικιακούς βοηθούς που δουλεύουν στο μεγάλο κήπο. Ανάμεσα τους ειναι και ο πιστός χωρικός Περότι, που καταπιανόταν με όλες τις ανάγκες του σπιτιού.
Απο παιδί ο αφηγητής - Εβραίος και αυτός, αλλά της μεσοαστικής τάξης - καταφέρνει να συναναστραφεί λίγο τους δύο νεαρούς Φίντζι-Κοντίνι, τον Αλμπέρτο και τη Μικόλ (περίπου συνομήλικοί του), οι οποίοι εξαιτίας της υπερπροστατευτικής στάσης των γονέων τους, ζουν σε ένα είδος κοινωνικής απομόνωσης (για παράδειγμα, τα παιδιά δεν συμμετείχαν σε δημόσιο σχολείο, αλλά μελετούσαν στο σπίτι, επειδή "η μαμά πάντα είχε μια εμμονή με τα μικρόβια. Έλεγε ότι τα σχολεία είναι κατασκευασμένα ειδικά για να κάνουν τις πιο φρικτές ασθένειες να εξαπλώνονται [...] Μετά την τραγωδία του Γκουίντο [...] θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν έχω ξεμυτίσει από το σπίτι"). Οι μόνες φορές που συναντιούνται με κόσμο, είναι στους εβραϊκούς εορτασμούς, και οι συναντήσεις στη συναγωγής. Τον Ιούνιο του 1929, ωστόσο, θα είναι η πρώτη σημαντική συνάντηση μεταξύ του αφηγητή και της Μικόλ. Με την ευκαιρία των αποτελεσμάτων προαγωγής ο αφηγητής (που φοιτούσε στο γυμνάσιο), μαθαίνει πως μένει μετεξεταστέος στα μαθηματικά, κι απελπισμένος, "το σκάει" και αρχίζει να περιφέρεται στην πόλη, για να φτάσει εξουθενωμένος μπροστά από το τοίχος του κήπου των Φίντζι-Κοντίνι. Εδώ συναντά τη Μικόλ, δεκατρίων χρονών, η οποία καταφέρνει να τον παρηγορήσει και τον καλεί να σκαρφαλώσει πάνω από τον τοίχο και να μπει στον κήπο. Για πρώτη φορά, ο αφηγητής αισθάνεται πως για αυτό το κορίτσι νιώθει κάτι πιο δυνατό απο μια απλή φιλία και ονειρεύεται, και την ίδια στιγμή απελπίζεται, να καταφέρει να της δώσει ένα φιλί, μα στη συνέχεια την καλεί ο Περότι και η ευκαιρία χάνεται.
Σε αυτό το σημείο, η αφήγηση κάνει ένα χρονικό άλμα προς τα εμπρός, δέκα χρόνια, δηλαδή πάει στο 1938, το έτος της θέσπισης των φυλετικών νόμων και την επακόλουθη διάκριση των εβραίων. Εξαιτίας αυτού, ο αφηγητής είναι κυνηγημένος από το τένις κλαμπ στο οποίο σύχναζε, το Ελεονώρα Ντ' Έστε (Eleonora d'Este). Αλλά σύντομα τον υποδέχονται στο γήπεδο τένις του magna domus (μεγάλο σπίτι)- έτσι ονομάζεται από τα μέλη των Φίντζι-Κοντίνι, Αλμπέρτο και Μικόλ-, που τον προσκαλούν να παίξει με μια ομάδα, κυρίως εβραίων και συνομηλίκων τους. Πήγε με την ομάδα του Τζιαμπέρο Μαλνάτε, ενός φίλου απο το Μιλάνο για τον οποίο ο Αλμπέρτο τρέφει ενα μεγάλο θαυμασμό (μερικές φορές διφορούμενο), που εργάζεται ως χημικός σε εργοστάσιο στη βιομηχανική περιοχή της Φερράρας. Όλα αυτά τα παιδιά περνούν υπέροχα απογεύματα στο μαγευτικό και ειδυλλιακό περιβάλλον του κήπου παίζοντας πολύωρα παιχνίδια τένις και απολαμβάνοντας τη μεγαλοπρεπή φιλοξενία των οικοδεσποτών.
Κατά τη διάρκεια αυτών των διασκεδαστκών ημερών, ο αφηγητής και η νεαρή Μικόλ έχουν την ευκαιρία να περνάνε πολύ χρόνο μαζί, (ξεχνώντας ακόμα και το παιχνίδι του τένις), κάνουν μεγάλες βόλτες στον κήπο, μιλάνε και δυναμώνουν το δέσιμό τους, αλλά η συστολή και ο φόβος της απόρριψης απο την κοπέλα δεν αφήνουν τον ήρωα να εκδηλώσει τον έρωτά του, παρά τις ευακαιρίες που του δόθηκαν και ιδίως όταν βρέθηκαν οι δυο τους κλεισμένοι σε μια παλιά άμαξα μέσα στην αποθήκη.
Οι τύψεις για την έλλειψη θάρρους που επέδειξε σε εκείνη την ευκαιρία έρχεται τώρα να επιβαρυνθούν από την απόφαση της Μικόλ να παει στη Βενετία για να ολοκληρώσει τη διατριβή της και να αποφοιτήσει. Ξαφνιασμένος από την απότομη φυγή της αγαπημένης του (η οποία συνέβη την ημέρα μετά το επεισόδιο της άμαξας), ο αφηγητής συνεχίζει να επισκέπτεται το σπίτι των Φίντζι-Κοντίνι: απο τη μια για να ολοκληρώσει τη διατριβή του (ο καθηγητής Ερμάννο του διέθεσε ολόκληρη τη βιβλιοθήκη) και από την άλλη, προκειμένου να μην χάσει την επαφή με τη Μικόλ (ακόμη και μέσα από τα αντικείμενα και τους χώρους του σπιτιού στο οποίο σύχναζαν). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο αφηγητής γνωρίζει καλύτερα τον Μαλνάτε, συμμετέχοντας ενεργά στις συναντήσεις που διοργανώνονταν στο σπίτι του Αλμπέρτο.
Με την ευκαιρία του Πέσαχ (το εβραΐκό Πάσχα), η Μικόλ επιστρέφει στο σπίτι και, αμέσως μόλις ενημερώνεται από τον Αλμπέρτο για "μια μεγάλη έκπληξη", ο αφηγητής εγκαταλείπει το οικογενειακό δείπνο για να πάει στο σπίτι των Φίντζι-Κοντίνι. Η Μικόλ με τη συνήθη οικείοτητα τον καλωσορίζει στην είσοδο: εκείνος παίρνει το θάρρος και σπεύδει να την αγκαλιάσει και, παρασυρόμενος από τη χαρά τη φιλάει στα χείλη. Η Μικόλ, όμως, τον απορρίπτει, αλλά χωρίς να τον κανει να αισθανθεί ένοχος.
Ο αφηγητής αντιλαμβάνεται ότι έχει σπάσει η σχέση του με τη Μικόλ, η οποία από εκείνη τη στιγμή κράτησε μια στάση ψυχρή και απόμακρη. Ωστόσο εκείνος δεν παραιτείτα απο τον έρωτά του και, ως εκ τούτου, συνεχίζει να επισκέπτεται τον κήπο και την παρέα, ενοχλώντας τη Μικόλ με τις συνεχείς προσπάθειές του για να την αγγίξει, να την κρατήσει μες στα χέρια του και να τη φιλήσει (δίνοντας ζωή σε αυτο που εκείνη αποκαλεί "σκηνές γάμου"), προσπαθώντας ακόμα να την κάνει να υποκύψει, αλλά η Μικόλ τον απορρίπτει ξανά και, σε αυτό το σημείο, του ξεκαθαρίζει την αιτία της στάσης της, την ίδια που την είχε κάνει να φύγει για τη Βενετία χωρίς να του πει τίποτα: του εξηγεί ότι την ημέρα που είχαν κλειστεί στην άμαξα, κατάλαβε ότι η φιλία τους είχε μετατραπεί σε κάτι άλλο, και ότι αυτό το είχε φοβηθεί τόσο πολύ που την έκανε να το "σκάσει", ελπίζοντας ότι η κατάσταση θα διορθωθεί από μόνη της και τα πάντα θα γινόντουσαν όπως και πριν. Εξηγεί επίσης ότι, παρόλο που ήταν μικρό κορίτσι είχε συναισθήματα για αυτόν. Μεταξύ τους δεν θα μπορούσε να υπάρχει κατι άλλο πέρα από τη φιλία, γιατί ειναι δύο άνθρωποι που μοιάζουν σε πολλά, σχεδόν σαν αδελφός και αδελφή, "βλακωδώς ειλικρινείς και οι δύο, είναι ίδιοι σε όλα και για όλα, σαν δύο σταγόνες νερό" και οι δυο με το ίδιο "βίτσιο" της νοσταλγίας για το παρελθόν. Ο αφηγητής δεν θέλει να πιστέψει την αλήθεια που μόλις άκουσε, και, στην πραγματικότητα, προτιμάει να βρεί μια εξήγηση πιο εύκολη για να αποδεχθεί: την ύπαρξη ενός άλλου άνδρα. Η Μικόλ του μιλάει ειλικρινά και τον παρακαλεί να μειώσει τις επισκέψεις του μέχρι που να σταματήσουν. Αυτό σηματοδοτεί την τελική ρήξη της σχέσης τους.
Μακριά από το σπίτι των Φίντζι-Κοντίνι, ο αφηγητής αρχίζει να κάνει παρέα με τον Τζιαμπέρο Μαλνάτε και να γίνεται φίλος του (παρόλο που οι δυο τους, κατά τη διάρκεια των συναντήσεών στο σπίτι του Αλμπέρτο ήταν άσπονδοι εχθροί, τουλάχιστον σε πολιτικά θέματα). Κατά τη διάρκεια μιας από τις συναντήσεις τους, o Μαλνάτε τον πάει σε ένα οίκο ανοχής, και αυτό σηματοδοτεί την κορύφωση μιας φάσης κατάρρευσης στην οποία ο αφηγητής βρίσκεται μετά τη ρήξη των σχέσεων με τη Μικόλ.
Πίσω στο σπίτι, ο ήρωας έχει μια ειλικρινή συζήτηση με τον πατέρα, στον οποίο εξηγεί τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της βασανισμένης σχέσης με τη Μικόλ. Ο ηλικιωμένος γονιός, δείχνοντάς του πρωτίστως αγάπη και κατανόηση, τον συμβουλεύει να βάλει ένα τέλος στις συναναστροφές του με τους Φίντζι-Κοντίνι, μιας και ειναι πολύ διαφορετικοί από αυτόν, καθώς επίσης και με τον Μαλνάτε, παροτρύνοντάς τον να σκεφτεί το μέλλον του. Παρά την οριστική απόφαση να μην πάει ξανα στους Φίντζι-Κοντίνι, και να επιστρέψει για να αφοσιωθεί στα καθήκοντά του και το λειτούργημά του ως λόγιος και συγγραφέας, ο αφηγητής, κατά τη διάρκεια της νύχτας, βρίσκει τον εαυτό του ασυνείδητα μπροστά από τον τοίχο της magna domus, σχεδόν να αναπολεί το επεισόδιο που συνέβη δέκα χρόνια πριν, όταν σε πολύ νεαρή ηλικία η Μικόλ βρισκόταν πάνω από τον τοίχο, καλώντας τον να ανέβει για να μπει στον κήπο. Σε αντίθεση με τότε, αυτή τη φορά αποφασίζει να πηδήξει μέσα για να κάνει μια τελευταία επίσκεψη στο χώρο. Εδώ διακατέχεται από μια παράξενη αίσθηση γαλήνης, και φτάνοντας μπροστά από την αποθήκη, καταλαμβάνεται αμέσως από την πεποίθηση ότι η Μικόλ βλέπει κρυφά τη νύχτα τον Μαλνάτε, πράγμα που εξηγεί την παρουσία της σκάλας ακουμπισμένης στον τοίχο (για να διευκολύνει την πρόσβαση), την ξαφνική εμπιστευτική και συναινετική στάση του μιλανέζου, και την εξίσου αιφνίδια εχθρική στάση του Αλμπέρτο που πάντα τον θαύμαζε, αλλά καταλήγει να αποδέχεται αυτή τη σκέψη αποκομμένος και σχεδόν με ηρεμία:
«Τί ωραίο ρομάντζο !» γέλασα ειρωνικά κουνώντας το κεφάλι μου σα να είχα μπροστά μου ένα άτακτο παιδί. Και, γυρίζοντας την πλάτη μου στην καλύβα, απομακρύνθηκα μέσα από τα δέντρα προς την αντίθετη μεριά.
Το μυθιστόρημα κλείνει με τις πικρές αναμνήσεις του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Ο Αλμπέρτο, ήδη απο καιρό ασθενής με Λέμφωμα Hodgkin, πεθαίνει μέσα στο 1942, και θα είναι ο μόνος που θα κείτεται στον οικογενειακό τάφο σχεδιασμένο από τον πρόγονο Μοΐζέ Φίντζι-Κοντίνι, αρχιτέκτονα. Ο Τζιαμπέρο Μαλνάτε, κατατάχτηκε το 1941 στο σώμα της ιταλικής αποστολής στη Ρωσία (CSIR), απο οπου δεν θα επιστρέψει ποτέ. Όλη η οικογένεια των Φίντζι-Κοντίνι θα συλληφθεί το φθινόπωρο του 1943 και, έπειτα από μια σύντομη περίοδο που πέρασε στις φυλακές της Φερράρας της οδού Πιαντζιπάνε, μεταφέρεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, πρώτα του Φοσσόλι (Κάρπι), κι έπειτα της Γερμανίας, όπου και πεθαίνουν.
Το έργο μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τη Στέλλα Β. Θεοδωροπούλου ("ΚΕΔΡΟΣ", 1983)
- Il giardino dei Finzi-Contini: ραδιοπροσαρμογη για το Terzo Anello - Ad alta voce του Radio 3: 24 μερη
- Scheda della prima edizione de Il giardino dei Finzi-Contini, i-libri.com.