Η προφορά της κλασικής αρχαίας ελληνικής γλώσσας του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. διέφερε αξιοσημείωτα από τη σημερινή προφορά της Νέας Ελληνικής, καθώς και από την προφορά της ελληνιστικής και μεσαιωνικής Ελληνικής.
Το ζήτημα της προφοράς της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής άρχισε να μελετάται κατά τα τέλη του 15ου αιώνα από λόγιους της Αναγέννησης. Αυτοί, αλλά και μεταγενέστεροι ερευνητές, βρήκαν στοιχεία που έδειχναν ότι η αρχαία ελληνική προφορά διέφερε ουσιωδώς από την υστεροβυζαντινή/νεοελληνική. Ο ρόλος του Ολλανδού λόγιου Εράσμου, ο οποίος πρότεινε έναν τύπο προφοράς της Αρχαίας Ελληνικής που έγινε ευρύτερα γνωστός στην Ευρώπη ως ερασμική ή ερασμιακή προφορά, υπήρξε καθοριστικός, ώστε να επικρατήσει βαθμηδόν η επανασυντεθειμένη αρχαία προφορά, η οποία διδάσκεται μετά τον 16ο αιώνα στα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο.
Οι ιστορικοσυγκριτικές μελέτες της σύγχρονης γλωσσολογίας επιβεβαίωσαν όσα ο Έρασμος και άλλοι είχαν από τον 16ο αιώνα τονίσει. Έχοντας τώρα πληρέστερη εικόνα τής δομής τής γλώσσας και ευρύτερη εποπτεία των λογοτεχνικών και μη πηγών, μπορούμε να αποκαταστήσουμε σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό την προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής. Για τον σκοπό αυτόν, όπως καταδεικνύεται αναλυτικότερα παρακάτω, η γλωσσολογία αντλεί τεκμήρια από τη φωνολογική δομή της Αρχαίας Ελληνικής, από γραφές σε αρχαϊκά ελληνικά αλφάβητα, από τις νεοελληνικές διαλέκτους, από μαρτυρίες των αρχαίων γραμματικών και σχολιαστών, από αντίστοιχες λέξεις-δάνεια άλλων γλωσσών, καθώς και από τη μετρική των κειμένων.
Στην Ελλάδα, κατά τη διδασκαλία τής ανάγνωσης των κλασικών κειμένων, ακολουθούνται για πρακτικούς λόγους οι κανόνες της σύγχρονης προφοράς της νέας ελληνικής γλώσσας. Παρ' ότι η επανασυντεθειμένη προφορά είναι κοινώς αποδεκτή στα ελληνικά πανεπιστήμια, ελάχιστες μόνο νύξεις της συναντώνται σε διδακτικά βιβλία.[α] Η νεοελληνική κοινή γνώμη εν γένει δεν έχει σαφή γνώση τής διαφοράς μεταξύ αρχαιοελληνικής και νεοελληνικής προφοράς.
Ως προφορά της κλασικής Αρχαίας Ελληνικής νοείται η φωνητική απόδοση της γλώσσας των κλασικών κειμένων του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα με βάση τη δομή και τη λειτουργία του αρχαίου φωνολογικού συστήματος. Μολονότι η περίοδος αυτή καλύπτει κυρίως την αττική πεζογραφία και ποίηση ώς τον Δημοσθένη και τον Αριστοτέλη, στο άρθρο αυτό θα θεωρείται συμβατικά ότι περιλαμβάνεται επίσης η γλώσσα του 6ου αι., στην οποία ανήκουν οι λυρικοί ποιητές και οι ιστοριογράφοι (λ.χ. Ηρόδοτος).
Κατά την πρώιμη μεσαιωνική εποχή και κυρίως πριν από την Αναγέννηση η κλασική παιδεία ήταν ανύπαρκτη στη δυτική Ευρώπη, όπου κυριαρχούσε η λατινική γλώσσα. Μόλις τον 13ο αιώνα, όταν ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, χρηματοδοτήθηκε η πρώτη έδρα διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής, η οποία ωστόσο υπολειτουργούσε. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έτος 1360 ο Ιταλός ποιητής Πετράρχης (Petrarca) ισχυρίστηκε ότι γνώριζε μόνον οκτώ Ιταλούς, οι οποίοι ήταν κάτοχοι της κλασικής Ελληνικής.[1]
Ο Διαφωτισμός και η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453 επέφεραν πραγματική αναγέννηση στην καλλιέργεια των κλασικών γραμμάτων, καθώς και στη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής. Πολλοί Έλληνες λόγιοι, κυρίως Φαναριώτες, κατέφυγαν στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου μεταδίδαξαν την κλασική γλώσσα, την οποία οι ίδιοι μελετούσαν και αντέγραφαν. Εντούτοις, όπως ήταν φυσικό, οι λόγιοι αυτοί χρησιμοποιούσαν την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική προφορά στην ανάγνωση και διδασκαλία των αρχαίων κειμένων, μεταφέροντας έτσι την προφορά της καθημερινής ομιλίας τους, της μητρικής τους γλώσσας στην κλασική γλώσσα.
Σύντομα, οι λόγιοι της Δύσης, οι οποίοι δεν έφεραν το βάρος της κληρονομημένης και εξελιγμένης προφοράς της Ελληνικής, αντιλήφθηκαν ότι η νεοελληνική προφορά απέδιδε ατελώς την κλασική γλώσσα και προκαλούσε προβλήματα στη διδασκαλία. Επί παραδείγματι, ήταν δύσκολο να εξηγηθεί η ιωτακιστική ποικιλία των γραφημάτων ι, η, υ, οι, ει, υι και επίσης η συμπεριφορά των διφθόγγων αυ, ευ, αλλά και η δυσερμήνευτη προφορά του αι ως /e/.
Ο πρώτος που διατύπωσε γραπτώς τις επιφυλάξεις του για την αξιοπιστία της νεοελληνικής προφοράς των κλασικών κειμένων φέρεται να είναι ο Ισπανός ανθρωπιστής και λόγιος Αντόνιο δε Νεμπρίχα (Antonio de Nebrija, γνωστός επίσης με το λατ. όνομα Antonius Nebrissensis, 1441-1522) σε κείμενά του που δημοσιεύθηκαν μεταξύ των ετών 1503 και 1516. Η εργασία του τιτλοφορείτο Errores Graecorum («Σφάλματα Ελλήνων») και ορισμένες παρατηρήσεις του για τη φωνητική υφή των π, β, φ, καθώς και για τα διπλά σύμφωνα αποκαλύπτουν καλή κρίση και διατηρούν την ισχύ τους.
Αξιοσημείωτος μεταρρυθμιστής υπήρξε επίσης ο σπουδαίος τυπογράφος Άλδος Μανούτιος (Aldus Manutius, 1458-1514), ο οποίος το 1508 δημοσίευσε το έργο Alphabetum Graecum («Ελληνικό αλφάβητο»), όπου εξηγεί γιατί είναι λανθασμένη η πεποίθηση ότι τα αρχαία διγράμματα προφέρονταν μονοφθογγισμένα. Ο ίδιος μνημονεύει για πρώτη φορά ως επιχείρημα το γνωστό επιφώνημα βῆ βῆ, με το οποίο οι αρχαίοι δήλωναν το βέλασμα των προβάτων, για να εξηγήσει τη φωνητική αξία των εν λόγω φθόγγων.
Η κύρια προσέγγιση στην προφορά της κλασικής γλώσσας πραγματοποιήθηκε από τον μεγάλο Ολλανδό λόγιο Έρασμο (πλήρες όνομα Desiderius Erasmus Geert, 1466-1536), ο οποίος δίδαξε σε πανεπιστήμια τόσο στη Γερμανία όσο και στην Αγγλία. Ο Έρασμος δέχθηκε την ισχυρή επίδραση των λογίων που προαναφέρθηκαν, κυρίως δε των Ελλήνων τής Ιταλίας (όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Μάρκος Μουσούρος και κατ' εξοχήν ο Ιανός Λάσκαρις), οι οποίοι ως μελετητές τής κλασικής γραμματείας είχαν διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με την αρχαία προφορά.[β] Το 1528 ο Έρασμος προχώρησε στη δημοσίευση του κλασικού του έργου Dialogus de recta Latini Graecique sermonis pronuntiatione («Διάλογος περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου»), το οποίο είναι γραμμένο με τη μορφή διαλόγου μεταξύ μαθητή και δασκάλου (που αλληγορικά παριστάνονται σαν λιοντάρι και αρκούδα). Στο έργο αυτό ο Έρασμος κατέδειξε τις αδυναμίες της παραδεδομένης νεοελληνικής προφοράς της αρχαίας γλώσσας, εστιάζοντας την προσοχή στις ομόηχες και ηχομιμητικές λέξεις, στα δάνεια από την Ελληνική γλώσσα στη Λατινική, καθώς και σε φαινόμενα μεταπτώσεως, τα οποία θα παρέμεναν δυσερμήνευτα αν ακολουθείτο η νεοελληνική προφορά. Σχολιάζοντας την προφορά των φωνηέντων και των συμφώνων, παρέθετε στη συνέχεια τις ευρωπαϊκές γλώσσες που συνέχιζαν ή απομακρύνονταν από την αρχαία προφορά, θεωρώντας ότι έτσι συνέβαλλε στην αποκατάσταση της εὐλαλίας (όπως σημειώνει) του αρχαίου λόγου. Μολονότι ο ίδιος δεν φαίνεται να υιοθέτησε τον τύπο προφοράς που επανασυνέθεσε, προσκρούοντας τόσο στην απροθυμία των συγχρόνων του όσο και στην αντίδραση της Καθολικής εκκλησίας (η οποία τελικά τον αφόρισε,[3]) ο όρος pronuntiatio erasmiana «ερασμική προφορά» (εναλλακτικώς ητακιστική προφορά) έφθασε να δηλώνει όσους αποδέχθηκαν την επιχειρηματολογία του Εράσμου.
Ο λόγος για τον οποίο η ερασμική προφορά δεν καθιερώθηκε ευθύς αμέσως σχετιζόταν, αφ’ ενός μεν με τη θρησκευτική διχοτόμηση της Ευρώπης που περιγράφηκε παραπάνω, αφ’ ετέρου δε με την αντίδραση του ακαδημαϊκού κατεστημένου προς τη μεταρρύθμιση. Φορέας της αντίδρασης ήταν, κατ’ εξοχήν, ο Γερμανός λόγιος Γιοχάνες Ρόιχλιν (Johannes Reuchlin, 1455-1522), ο οποίος επέμενε στη διατήρηση της βυζαντινής ή ιωτακιστικής προφοράς της κλασικής γλώσσας (που αποκλήθηκε ροϊχλίνεια).[γ] Κάτι που ιδιαίτερα ενοχλούσε τους οπαδούς της παραδοσιακής προφοράς ήταν ότι ο Έρασμος είχε διατυπώσει ανάλογες επιφυλάξεις σχετικά με την προφορά της έτερης κλασικής γλώσσας, της Λατινικής. Αυτό έθιγε τη μακρά παράδοση της προφοράς π.χ. του συμπλέγματος qu- ως [kv] αντί [k] ή [c], όπως συνηθιζόταν, ή των συλλαβών ti- και ce- ως [ti], [ke], αντί [tsi], [tse], όπως συνηθιζόταν.
Δύο νέοι λόγιοι του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, οι Άγγλοι Τζον Τσικ (John Cheke) και Τόμας Σμιθ (Thomas Smith), υπήρξαν οι πρωτεργάτες της εφαρμογής της ερασμικής προφοράς το 1540, οπότε εξελέγησαν καθηγητές της Ελληνικής και του Αστικού Δικαίου αντιστοίχως[4]. Οι εν λόγω καθηγητές βασίστηκαν, όχι μόνο στη συλλογιστική του Εράσμου, αλλά και σε παράλληλες εξελίξεις της Αγγλικής γλώσσας, η οποία τότε διερχόταν ένα στάδιο διφθογγοποίησης συγκεκριμένων φωνημάτων καθώς και την αποκαλούμενη δεύτερη μετατόπιση συμφώνων, πράγμα που βοήθησε τους κατοπινούς μελετητές να αντιληφθούν την πορεία εξελίξεως των φωνηεντικών ακολουθιών[5]. Εντούτοις, δεν μπόρεσαν να προωθήσουν αμέσως τις ιδέες τους. Το 1542, ενόσω ο Καθολικός επίσκοπος Gardiner διατελούσε πρύτανης του πανεπιστημίου, εκδίδεται διάταγμα που απαγορεύει τη χρήση της ερασμικής προφοράς στο Κέμπριτζ. Η κατοπινή ενθρόνιση της βασίλισσας Ελισάβετ και η ανεκτική της στάση προς τη θρησκευτική μεταρρύθμιση και τη λόγια μελέτη ενεθάρρυνε τους Cheke και Smith να συστηματοποιήσουν τις προτάσεις τους περί αλλαγής της προφοράς.
Τελικά, με αφετηρία την Αγγλία, η ερασμική προφορά διαδόθηκε ευρέως στις υπόλοιπες ακαδημαϊκές κοινότητες της Ευρώπης, στη δε Ιταλία καθιερώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα. Εντούτοις, οι διαφορές μεταξύ των γλωσσών και αυτή καθ’ αυτήν η εξέλιξη της Αγγλικής καθιστούσαν απαραίτητες ορισμένες διορθώσεις στον τύπο της ερασμικής προφοράς που είχε καθιερωθεί στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αυτό επιτεύχθηκε το 1895, όταν το πανεπιστήμιο της Ουαλίας εξέδωσε το εγχειρίδιο των E.V. Arnold και R.S. Conway, The Restored Pronunciation of Greek and Latin («Η αποκατεστημένη προφορά της Ελληνικής και της Λατινικής»). Οι προτάσεις και οι διορθώσεις τους, συμπληρωμένες το 1908 με βάση τις εισηγήσεις της Ένωσης Κλασικών Φιλολόγων (της Μ. Βρετανίας), αποτελούν σήμερα το πρότυπο με το οποίο προφέρονται οι κλασικές γλώσσες στα αγγλικά και αμερικανικά πανεπιστήμια, καθώς και (με ελαφρές παραλλαγές) στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη.
Στον ελληνικό χώρο, ωστόσο, τα γεγονότα είχαν άλλη τροπή. Κατά την περίοδο κοντά στην Ελληνική Επανάσταση, οι Έλληνες λόγιοι που πληροφορούνται όσα διαδραματίζονταν στην Ευρώπη σχετικά με την ερασμική προφορά την αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό ή και με απροκάλυπτη εχθρότητα. Σε αυτούς ανήκουν ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, ο Αδαμάντιος Κοραής, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, κυρίως δε ο Θεόδωρος Παπαδημητρακόπουλος (συγγραφέας του έργου Βάσανος των περί ερασμιακής προφοράς ελληνικών αποδείξεων, 1889) και ο Φαναριώτης λόγιος Κωνσταντίνος Οικονόμος (ο εξ Οικονόμων) (συγγραφέας του έργου Περί της γνησίας προφοράς της Ελληνικής γλώσσης, 1830).[δ]
Ποικίλα κίνητρα εντοπίζονται εν σχέσει με την απορριπτική θέση των περισσοτέρων Ελλήνων λογίων. Σημαντικό ρόλο έπαιξε, όπως προαναφέρθηκε, η σύνδεση της ερασμικής προφοράς με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση και την εναντίωση προς την Καθολική εκκλησία. Οι πηγές δείχνουν ότι πολλοί προτεστάντες λόγιοι της Δυτικής Ευρώπης, παρά την αναμφισβήτητη επιστημονική τους κατάρτιση, έτειναν να θεωρούν τους (Ορθοδόξους) Έλληνες λογίους της διασποράς αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και «αμαθείς», διότι δεν διέσωσαν την «αληθή προφορά» (pronuntiatio recta) της κλασικής γλώσσας.[6] Το γεγονός ότι το ελληνικό Γένος υπήρξε επί αιώνες υπόδουλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επέσυρε την περιφρόνηση των λογίων της Δύσεως, οι οποίοι επιχείρησαν τώρα να διορθώσουν την κληρονομηθείσα υστεροβυζαντινή-νεοελληνική προφορά. Κάτι ακόμη που επέτεινε την αντίθεση των Ελλήνων λογίων ήταν ότι η ερασμική προφορά συνοδευόταν από πρότυπο ή σχήμα τονισμού, το οποίο ταίριαζε στα δεδομένα της Λατινικής, διότι στηριζόταν στην ποσότητα της συλλαβής και όχι στον δυναμικό τόνο.[ε]
Ο πατέρας της επιστημονικής γλωσσολογίας στην Ελλάδα Γεώργιος Χατζιδάκις υπήρξε ο εισηγητής της νεωτεριστικής προφοράς στη χώρα, αποδεικνύοντας με μεθοδικό τρόπο ότι η προφορά της Ελληνικής είχε μεταβληθεί με την πάροδο των αιώνων. Αν και δεν εισηγήθηκε την εισαγωγή της μεταρρυθμισμένης προφοράς στην ελληνική εκπαίδευση (για πρακτικούς λόγους), εξήγησε ωστόσο ότι η παραθεώρηση της διαφοράς προσέδιδε παραπλανητική εικόνα για τη γλώσσα σε όσους δεν είχαν μελετήσει συστηματικά το θέμα.
Στις ακόλουθες ενότητες θα εξεταστούν τα τεκμήρια που αποδεικνύουν ότι η προφορά της κλασικής γλώσσας διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από την προφορά της υστεροβυζαντινής. Μολονότι η ερασμική απόδοση έχει σημαντικές ατέλειες, πολλές από τις οποίες έχουν επισημανθεί σε νεότερες μελέτες, εξακολουθεί να αποτελεί πιο αξιόπιστη προσέγγιση του φωνολογικού συστήματος της Αρχαίας Ελληνικής εν σχέσει με την αντίστοιχη εξελιγμένη νεοελληνική. Μερικά από τα στοιχεία που παρατίθενται στη συνέχεια είχαν ήδη επισημανθεί από τα κείμενα του Εράσμου.
Οι γνώσεις μας για την επανασύνθεση της αρχαίας προφοράς της κλασικής γλώσσας στηρίζονται στα εξής σημαντικά τεκμήρια:
Η ποικιλία των φθόγγων ι, η, υ, ει, οι, υι, ῃ που αντιστοιχούν σε νεοελληνική προφορά [i] και των ω, ῳ με προφορά [o:] και το <ο> με προφορά [ο] θα αποτελούσε αδικαιολόγητη και περιττή πολυτέλεια για την κλασική γλώσσα. Οι περιπτώσεις συγχύσεως από ομοηχία θα ήταν πολλές: ἡμεῖς - ὑμεῖς, ὦμος - ὅμως, λείπει – λύπη – λίπη, χῶρος - χορός κ.ά.
Εντούτοις, σοβαρότερα επιχειρήματα προσφέρει αυτή καθ' αυτήν η λειτουργία του φωνολογικού συστήματος και των αλλαγών που παρατηρούνται σε αυτό[7]:
Πριν από τη μεταρρύθμιση του Αττικού αλφαβήτου κατά τα Ιωνικά πρότυπα το 403 π.Χ., το σύμβολο Η εχρησιμοποιείτο για να υποδηλώσει τη δασεία (ακριβώς όπως στο Λατινικό και στα περισσότερα σύγχρονα Ευρωπαϊκά αλφάβητα), ενώ ο φθόγγος η γραφόταν και αυτός «Ε» (π.χ. τα γνωστά όστρακα «ΘΕΜΙSΘOKLEΣ NEOKLEOΣ» «Θεμιστοκλής Νεοκλέους» ή η λίθινη επιγραφή «HOPOΣ EIMI TEΣ AΓOΡAΣ» «ὅρος εἰμὶ τῆς ἀγορᾶς»). Στο παλαιότερο αυτό Αττικό αλφάβητο το γράμμα Ε υποδήλωνε τους δύο παραπλήσια προφερόμενους φθόγγους ε (βραχύ κλειστό) και η (μακρό ημιάνοικτο), ενώ το γράμμα Ο τους τρεις παραπλήσια προφερόμενους φθόγγους ο (βραχύ κλειστό), ω (μακρό ανοικτό) και ου (μακρό κλειστό)[8].
Η συχνή δωρική γραφή Ἀσάνα αντί Ἀθάνα, Ιωνικό: Ἀθήνη υποδηλώνει ότι στις δωρικές διαλέκτους το θ ίσως προφερόταν όπως το νεοελληνικό θ και όχι όπως το αττικό θ [tʰ], oπότε με το γράμμα Σ ο γράφων προσπαθούσε να προσεγγίσει τη φωνητική προφορά ενός φθόγγου για τον οποίο δεν υπήρχε εντελώς κατάλληλο σύμβολο.
Η ομοιότητα αλλα και οι διαφορές στην προφορά των η και α υποδηλώνεται επίσης από τους διαλεκτικούς τύπους ἁμέρα (Δωρική), ἠμέρη (Ιωνική), ἡμέρα (Αττική, Κοινή και Νεοελληνική).
Αξιοσημείωτη μαρτυρία για την αρχαία προφορά προσφέρει επίσης η απόδοση ελληνικών λέξεων (κυρίως ονομάτων και τοπωνυμίων) σε άλλες γλώσσες, οι οποίες χρησιμοποιούσαν διαφορετικό αλφάβητο. Το τεκμήριο αυτό έχει εντούτοις βοηθητικό και ενισχυτικό ρόλο σε όσα ήδη γνωρίζουμε από τη φωνολογική ανάλυση, η δε χρησιμότητά του εξαρτάται από τις επιλογές που ήταν διαθέσιμες στα άλλα αλφάβητα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα από τη λατινική γλώσσα.
Μαρτυρία τής αρχαίας προφοράς παρέχουν επίσης οι νεοελληνικές διάλεκτοι. Αξιοποιήσιμα στοιχεία παρέχονται κατ’ εξοχήν από τις περιφερειακές διαλέκτους, οι οποίες διασώζουν περισσότερους αρχαϊσμούς: Κατωιταλική, Ποντιακή, Καππαδοκική, Κυπριακή, Τσακωνική. Η αξιολόγηση των στοιχείων, όμως, απαιτεί προσοχή, ώστε να διαχωρίζονται οι αρχαϊσμοί από τους νεωτερισμούς και να μην παραβλέπεται η πιθανότητα ανεξάρτητων ή παράλληλων αλλαγών. Επειδή η Ελληνιστική Κοινή δεν ισοπέδωσε τις κατά τόπους αποκλίσεις, αλλά απέκτησε διαφορετικό τοπικό χρώμα, είναι δυνατόν να εντοπίσουμε διδακτικές επιβιώσεις σε σύγχρονα ακόμη ιδιώματα.
Όταν χρησιμοποιούμε στοιχεία από τις νεοελληνικές διαλέκτους για να επανασυνθέσουμε την αρχαία προφορά, απαιτείται να αποκλείουμε την πιθανότητα φωνητικής αλλαγής, δανεισμού ή απλώς κακής / ελλιπούς γραφής. Επιπλέον, η μαρτυρία ενισχύεται όταν συγκεντρώνονται αποδείξεις από διαλέκτους ή ιδιώματα που ανήκουν στην ίδια ζώνη (δωρικής ή ιωνικής επιρροής).[10]
Υπό ορισμένες συνθήκες η σύγχρονη νεοελληνική προφορά διατηρεί ίχνη της αντίστοιχης αρχαίας σε ειδικές θέσεις. Η επιβίωση αρχαϊκών στοιχείων σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με βάση την εξελιγμένη προφορά των φωνημάτων, παρά μόνο σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε από την ιστορία της γλώσσας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προφορά /ŋg/ ([ɲɟ]) στο συμφωνικό σύμπλεγμα του διπλού -γγ- σε λέξεις όπως άγγελος, συγγενής, αγγίζω / εγγίζω. Αν το γ προφερόταν όπως στη Νέα Ελληνική (ως εξακολουθητικός τριβόμενος φθόγγος), αυτό δεν θα δικαιολογούσε την αλλαγή στην εκφορά του διπλού -γγ-.[θ] Το ίδιο συμπέρασμα αντλούμε από την εξελιγμένη προφορά του συμπλέγματος -νδ- ως [nd], με αποτέλεσμα να γραφτεί -ντ- προκειμένου να σημανθεί η διαφορά: π.χ. άντρας (< ἄνδρα, αιτιατική του αρχ. ἀνήρ), ντύνω (< ελνστ. ἐνδύνω < αρχ. ἐνδύω), παντρεύομαι (< αρχ. ὑπανδρεύω < φρ. ὕπανδρος γυνή). Ομοίως εξηγείται η συμπεριφορά του συμπλέγματος -μβ-, που προφέρθηκε [mb], με αποτέλεσμα να γραφτεί -μπ- προκειμένου να σημανθεί η διαφορά: π.χ. μπαίνω < αρχ. ἐμβαίνω[13].
Έμμεση μαρτυρία της προφοράς ορισμένων φθόγγων μάς δίνουν τόσο ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης όσο και οι μεταγενέστεροι γραμματικοί Διονύσιος ο Θραξ, Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, ο Ηρωδιανός, ο Πρισκιανός και άλλοι. Οι περιγραφές τους, όμως, συνήθως στερούνται φωνητικής ακρίβειας ή περιέχουν όρους των οποίων η σημασία είναι ασαφής ή δυσδιάκριτη για εμάς. Ακόμη, επειδή οι εν λόγω γραμματικοί δεν είχαν ως επί το πλείστον γνώσεις άλλων γλωσσών πλην της μητρικής τους και αγνοούσαν σπουδαίες παραμέτρους της σύγκρισης γλωσσικών φαινομένων, πολλές φορές αστοχούσαν στην επιλογή παραδειγμάτων και ενσωμάτωναν ανόμοια φωνητικά στοιχεία στην ίδια κατηγορία. Συνεπώς, τα σχόλια που προέρχονται από τέτοιες πηγές έχουν ενισχυτική ή συμπληρωματική αξία, όταν προσφέρουν πληροφορίες που μπορούμε να διασταυρώσουμε και από αλλού.
Τα αρχαία ποιητικά κείμενα ακολουθούν ορισμένο μέτρο, το οποίο βασίζεται στη διαδοχή ή εναλλαγή μακρών και βραχειών συλλαβών, ανάλογα με την περίπτωση (π.χ. δακτυλικό, ιαμβικό, τροχαϊκό, αναπαιστικό κτλ.). Αν σε συγκεκριμένη συλλαβή αναμένουμε οπωσδήποτε φωνήεν ορισμένης ποσότητας (μακρό ή βραχύ), αυτό μπορεί να μας προσφέρει ενδείξεις της προφοράς, εφόσον υποστηρίζονται και από τις γνώσεις μας για το φωνολογικό σύστημα της γλώσσας. Επί παραδείγματι, το μέτρο καθιστά σαφές ότι τα μακρά η, ω δεν απαντούν (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) στη θέση βραχείας συλλαβής. Επίσης, διαπιστώνουμε ότι οι δίφθογγοι (γνήσιες ή νόθες, δηλ. προϊόντα αντεκτάσεως) συναντώνται σε θέση μακράς συλλαβής (π.χ. βαίνω, εἰμί, δοῦλος, βουλή), πράγμα που δείχνει ότι η ποσότητά τους αντιστοιχούσε περίπου σε μακρό φωνήεν.
Σημαντική είναι η συνεισφορά της μετρικής στα αποκαλούμενα δίχρονα φωνήεντα, για τα οποία δυσκολευόμαστε να υποθέσουμε αν είναι μακρά ή βραχέα χωρίς άλλη βοήθεια. Αν όμως σε θέση μακράς συλλαβής συναντήσουμε τύπους όπως κῦρος, μῖσος, όχι όμως φίλος, διακρίνουμε αμέσως τη διαφορετική ποσότητα του -ι- στις λέξεις αυτές.
Με αφετηρία τα τεκμήρια της ιστορικοσυγκριτικής γλωσσολογίας συμπεραίνουμε με επαληθεύσιμο τρόπο ότι τα φωνήματα της Αρχαίας Ελληνικής προφέρονταν όπως φαίνεται στους ακόλουθους πίνακες[14]:
Γράμμα/Φθόγγος | Αρχαϊκή | Κλασική | Κοινή Ελνστ. | Μεσαιωνική | Ερασμική |
---|---|---|---|---|---|
β | [b] | [b] κατόπιν [v][κ] | [v] | [b] | |
γ |
[g] | [g] και [j][λ] | [g] | ||
γ (+κ, + γ, +χ, +ξ) | [ŋ] | ||||
δ |
[d][μ] | ||||
ζ |
[zd][ν] |
[zz] |
[z] | [dz] | |
θ |
[[d̥ʰ]] |
[θ] |
[t] | ||
Γράμμα/Φθόγγος | Αρχαϊκή | Κλασική | Κοινή Ελνστ. | Μεσαιωνική | Ερασμική |
κ |
[k] | ||||
κχ |
[[kkʰ]] |
[kx] |
[k] | ||
λ |
[l] | ||||
#λ- |
[l] ή [[l̥]] | [l] | |||
μ |
[m] | ||||
#μ- |
[m] ή [[m̥]] | [m] | |||
ν |
[n] | ||||
#ν- |
[n] ή [[n̥]] | [n] | |||
ξ |
[ks] | ||||
π |
[p] | ||||
πφ |
[[ppʰ]] |
[pɸ] |
[pf] | ||
ρ |
[r] | [r] → [[ʁ]] | |||
#ρ |
[[r̥]] |
[r] | [r] → [[ʁ]] | ||
Γράμμα/Φθόγγος |
Αρχαϊκή |
Κλασική |
Κοινή Ελνστ. |
Μεσαιωνική |
Ερασμική |
σ |
[s] | ||||
σ (+β, +γ, +μ) |
[z] | [s] | |||
τ |
[t] | ||||
τθ |
[[ttʰ]] |
[tθ] |
[t] | ||
φ |
[[b̥ʰ]] |
[ɸ] κατόπιν [f] | |||
φθ |
[[b̥d̥ʰ]] |
[fθ] (?) |
[ft] | ||
χ |
[[g̊ʰ]] | [x][ξ] | [k] | ||
χθ |
[[g̊d̥ʰ]] | [xθ] (?) |
[kt] | ||
ψ |
[ps] | ||||
#δασύ φωνήεν |
[h] |
Ø |
Ø | ||
διπλά σύμφωνα |
διπλά |
απλά |
απλά |
Σημείωση: Το σύμβολο # δηλώνει αρκτικό μόρφημα λέξεως.
Σημαντικό ρόλο στην προφορά των φωνηέντων της Αρχαίας Ελληνικής παίζει η διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων. Χρησιμοποιώντας ως βάση την Αττική διάλεκτο, όπως αναφέρεται στον πρόλογο, μπορούμε να διακρίνουμε πέντε (5) βραχέα και επτά (7) μακρά φωνήεντα. Είναι δύσκολο να εξακριβωθεί η ακριβής πραγμάτωση των εν λόγω φωνηέντων σε κάθε χρονικό σημείο. Στο παρόν άρθρο ακολουθείται η γενικώς αποδεκτή σχηματοποίηση του W. Sidney Allen (βλ. βιβλιογραφία), η οποία ανταποκρίνεται τόσο στα γλωσσικά όσο και στα κειμενικά δεδομένα.
Πρόσθια φωνήεντα | Οπίσθια φωνήεντα | |||
---|---|---|---|---|
μη στρογγύλο | στρογγύλο | μη στρογγύλο | στρογγύλο | |
Κλειστά φωνήεντα | Μη στρογγύλο κλειστό πρόσθιο /i/: ι / ῐ | Στρογγύλο κλειστό πρόσθιο /u/: υ / ῠ | ||
Μεσαία φωνηέντα | Μη στρογγύλο ημιάνοικτο πρόσθιο /ɛ/: ε | Στρογγύλο ημίκλειστο οπίσθιο /o/: ο | ||
Ανοικτά φωνήεντα | Μη στρογγύλο ανοικτό κεντρικό /a/: α / ᾰ |
Πρόσθια φωνήεντα | Οπίσθια φωνήεντα | |||
---|---|---|---|---|
μη στρογγύλο | στρογγύλο | μη στρογγύλο | στρογγύλο | |
Κλειστά | Μη στρογγύλο κλειστό πρόσθιο: ι / ῑ | Στρογγύλο κλειστό πρόσθιο: υ / ῡ | ||
Ημίκλειστα | Μη στρογγύλο ημίκλειστο πρόσθιο: /eː/ ει | Στρογγύλο ημίκλειστο οπίσθιο: /oː/ ου | ||
Ημιάνοικτα | Μη στρογγύλο ημιάνοικτο πρόσθιο: /ɛː/ η | Στρογγύλο ημιάνοικτο οπίσθιο: /ɔː/ ω | ||
Ανοικτά | Μη στρογγύλο ανοικτό κεντρικό: /aː/ α / ᾱ |
Ο ακόλουθος πίνακας περιέχει τη σημερινή προφορά των φθόγγων της ελληνικής γλώσσας[16]. Η προφορά αυτή αποκαλείται επίσης βυζαντινή, επειδή προέκυψε από την κανονική φωνολογική εξέλιξη της γλώσσας, εφαρμόζεται δε και στην ανάγνωση των αρχαίων κειμένων. Υπό το φως των ιστορικών πληροφοριών που αναφέρονται στην εισαγωγή θα ονομαζόταν επίσης ιωτακιστική (διότι δεν διακρίνει τη διαφορά των φωνημάτων που συνέπεσαν κατόπιν στο μεσαιωνικό και νεοελληνικό /i/), αλλά η συγκεκριμένη ονομασία ανακαλεί τη διαμάχη μεταξύ των οπαδών του Εράσμου και του Γιοχάνες Ρόιχλιν, η οποία δεν έχει πλέον αντικείμενο στη σύγχρονη γλωσσολογία.
Γράμμα | Όνομα | Νεοελληνική προφορά & Παρατηρήσεις |
---|---|---|
Α α | άλφα | [a] κεντρικό ανοικτό φωνήεν |
Β β | βήτα | [v] διαρκές χειλοδοντικό ηχηρό |
Γ γ | γάμμα | διαρκές υπερωικό ηχηρό προ των /a/, /o/ και /u/ (ου), [ɣ]; διαρκές ουρανικό ηχηρό προ των /i/ και /ɛ/, [ʝ] |
Δ δ | δέλτα | [ð] διαρκές οδοντικό ηχηρό |
Ε ε | έψιλον | [ɛ] πρόσθιο μέσο φωνήεν |
Ζ ζ | ζήτα | [z] συριστικό φατνιακό ηχηρό |
Η η | ήτα | [i] πρόσθιο κλειστό φωνήεν |
Θ θ | θήτα | [θ] τριβόμενο οδοντικό άηχο |
Ι ι | ιώτα | [i] πρόσθιο κλειστό φωνήεν |
Κ κ | κάππα | [k] κλειστό άηχο υπερωικό προ των /a/, /o/, /u/; [c] άηχο ουρανικό προ των /e/, /i/ |
Λ λ | λάμδα | [l] πλευρικό φατνιακό |
Μ μ | μυ | [m] έρρινο διχειλικό ηχηρό |
Ν ν | νυ | [n] έρρινο φατνιακό ηχηρό |
Ξ ξ | ξι | [ks] συνδυασμός των φωνημάτων [k]+[s] (συνήθως άηχο: ξέρω /'ksɛrɔ/), ηχηρό όταν συνεκφέρεται με προηγούμενο έρρινο [gz] (μετά από n: δεν ξέρω /ðɛŋg'zɛrɔ/ ή σπανιότερα /ðɛg-/) |
Ο ο | όμικρον | [ɔ] οπίσθιο μέσο φωνήεν |
Π π | πι | [p] κλειστό διχειλικό άηχο |
Ρ ρ | ρω | [ɾ] παλλόμενο φατνιακό |
Σ σ/ς | σίγμα | [s] συριστικό φατνιακό άηχο (ενίοτε ηχηρό [z], μόνον όταν έπεται άλλο ηχηρό σύμφωνο: σβέλτος, σμάλτο /zv-/, /zm-/) |
Τ τ | ταυ | [t] κλειστό οδοντικό άηχο |
Υ υ | ύψιλον | [i] πρόσθιο κλειστό φωνήεν, εκτός αν είναι β΄ μέλος τού δίψηφου φωνηέντος ου [u] ή των διφθογγικών αυ και ευ, οπότε οι συνδυασμοί προφέρονται [af], [εf] (εάν ακολουθεί άηχο σύμφωνο: αυτός [af'tɔs], εύκολος ['εfkɔlɔs]) ή [av], [εv] (εάν ακολουθεί ηχηρό σύμφωνο ή φωνήεν: αύριο ['avriɔ], ευαγγέλιο [εvaɲ'ɟεliɔ]) |
Φ φ | φι | [f] τριβόμενο χειλοδοντικό άηχο |
Χ χ | χι | [ç]: τριβόμενο ουρανικό άηχο προ των /i/, /ɛ/ (χέρι, χήνα); [x]: τριβόμενο υπερωικό άηχο προ των /a/, /ο/, /u/ (χαρά, χορδή, χούφτα) |
Ψ ψ | ψι | [ps] συνδυασμός των φωνημάτων [p]+[s] |
Ω ω | ωμέγα | [ɔ] οπίσθιο μέσο φωνήεν |
Η ανάπτυξη της συγκριτικής γλωσσολογίας από τον 19ο αι. αύξησε αξιοσημείωτα τις γνώσεις μας για τη φωνολογία της Αρχαίας Ελληνικής. Σε αυτό συνέβαλε επίσης η διεύρυνση των σωμάτων κειμένων που λαμβάνονται υπ' όψιν για την τεκμηρίωση κάθε φωνολογικής θεωρίας, καθώς ανακαλύφθηκαν μη λογοτεχνικοί πάπυροι και επιγραφές λιγότερο τυπικού ύφους. Η μαζική εισροή στοιχείων από συστήματα συγγενών γλωσσών ανέτρεψε επίσης την επί αιώνες κυριαρχούσα αντίληψη, ότι τα Ελληνικά είχαν κατ' ουσίαν την ίδια προφορά από την αρχαιότητα. Οι έννοιες του φωνηεντικού τριγώνου, του συμφωνικού άξονα και οι διαδικασίες μεταβολής που είναι γνωστές ως αφομοίωση, ανομοίωση, αντέκταση, αναδιπλασιασμός κτλ. κατέδειξαν αναντίρρητα ότι οι φωνολογικές αλλαγές (που επηρεάζουν την προφορά) εξαρτώνται από το φωνητικό περιβάλλον, το οποίο ήταν πολύ διαφορετικό από της Νέας Ελληνικής γλώσσας.
Το γεγονός ότι η επιστημονική κοινότητα αποδέχεται τη συνεισφορά τού Εράσμου στον προσδιορισμό τής προφοράς τής Αρχαίας Ελληνικής δεν σημαίνει ότι η ερασμική προφορά είναι απολύτως ακριβής. Όπως συμβαίνει με κάθε σύστημα αποκαταστάσεως, περιέχει συμβάσεις οι οποίες δεν αντιστοιχούν πάντοτε στην εικαζόμενη αρχαία προφορά. Το γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη τού Κείου για τους νεκρούς τής μάχης των Θερμοπυλών μπορεί να χρησιμεύσει ως παράδειγμα αυτού του σημείου.
Παρατηρήσεις:
Η ερασμική προφορά δεν ταυτίζεται επακριβώς με την επανασυντεθειμένη / αποκατεστημένη αρχαία προφορά, παρ’ ότι βρίσκεται εγγύτερα σε αυτήν από την υστεροβυζαντινή / νεοελληνική αντίστοιχη. Από το δείγμα κειμένου που παρατέθηκε αντιλαμβανόμαστε ότι η ερασμική προφορά που διαμορφώθηκε στα πανεπιστήμια τής Αγγλίας αποδίδει ατελώς την προφορά τής κλασικής Ελληνικής σε αρκετά σημεία. Παραδείγματα:
Συμπεράσματα:
Οι ιστορικοσυγκριτικές σπουδές έχουν συμβάλει στην ικανοποιητική βελτίωση της εικόνας μας για την αρχαία προφορά και την εξέλιξή της. Οι επιγραφικές και παπυρικές μελέτες τού S.T. Teodorsson (1974 κ.εξ.), του Gignac (1976), καθώς και άλλων (βλ. Horrocks 1997), απέδειξαν επιπλέον ότι βασικά χαρακτηριστικά τής ελληνιστικής φωνολογίας, όπως ο ιωτακισμός ή η προστριβοποίηση των ηχηρών κλειστών, είχαν ήδη παρουσιαστεί σε ανεπίσημα κείμενα της κλασικής Ελληνικής. Θεωρείται ότι τα εξελιγμένα αυτά δείγματα αποτελούν μέρος τού λιγότερο προσεγμένου λόγου/ύφους ή της γλώσσας των ομιλητών που ανήκαν σε κατώτερες τάξεις, αλλά δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε σε ποιον βαθμό χρησιμοποιούνταν στον πρότυπο προφορικό λόγο. Αρκετοί γλωσσολόγοι έτειναν στο παρελθόν να υποβαθμίζουν τέτοια στοιχεία, θεωρώντας τα περιθωριακά ή αποσπασματικά, αλλά ο όγκος και η διάχυση των δεδομένων συντείνει σήμερα στην άποψη ότι η ελληνιστική προφορά έχει περισσότερο βάθος χρόνου από όσο αρχικά πιστευόταν και είναι σαφές ότι οι φωνολογικές αλλαγές που άλλαξαν την ηχητική χροιά τής Ελληνικής ξεκίνησαν αρκετά νωρίτερα.[17]
Προς το τέλος τού 19ου αι. ο γλωσσολόγος Γεώργιος Χατζιδάκις εισήγαγε πρώτος τα διδάγματα της συγκριτικής γλωσσολογίας σχετικά με την προφορά. Εντούτοις, μολονότι είναι παραδεκτό ότι η ερασμική προφορά πλησιάζει περισσότερο την αποκατεστημένη αρχαία, δεν υπήρξε ποτέ εισήγηση για υιοθέτησή της από τους Έλληνες λογίους και φοιτητές στην ανάγνωση αρχαίων κειμένων. Οι λόγοι είναι τρεις:
Ο Ιωάννης Σταματάκος, επί πολλά χρόνια καθηγητής τής Αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας, συνόψισε ως εξής το ζήτημα:[18]
Επομένως, μολονότι είναι σκόπιμο να παρέχονται στοιχεία τής αρχαίας προφοράς σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες στις οποίες υπάρχει επαφή με το αρχαίο κείμενο, οι γλωσσολόγοι συμφωνούν ότι δεν είναι εφικτό ούτε λογικό να ζητηθεί η χρήση της (ή της προσεγγίζουσας ερασμικής προφοράς) από τον Έλληνα σπουδαστή ή λόγιο[19].