Τουτρακάν | |||
---|---|---|---|
| |||
44°2′20″N 26°37′10″E | |||
Χώρα | Βουλγαρία | ||
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος του Τουτρακάν[1] | ||
Υψόμετρο | 107 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 8.877 (15 Μαρτίου 2024)[2] | ||
Ταχ. κωδ. | 7500 | ||
Τηλ. κωδ. | 0866 | ||
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Συντεταγμένες: 44°3′N 26°37′E / 44.050°N 26.617°E Το Τουτρακάν (βουλγαρικά: Тутракан, αναφερόμενο σε ορισμένες περιπτώσεις ως Τουρτουκάι ή Τουρτουκαϊά σύμφωνα με την τουρκική και ρουμάνικη ονομασία) είναι πόλη ευρισκόμενη στα βορειοανατολικά της Βουλγαρίας, επί της νότιας όχθης του Δούναβη, στη Δοβρουτσά, εύφορο οροπέδιο ευρισκόμενο μεταξύ της Βουλγαρίας (όπου είναι επίσης γνωστό ως Λουντογκόριε) και της Ρουμανίας.
Το Τουτρακάν ιδρύθηκε προς το έτος 30, υπό την ονομασία Τρανσμαρίσκα: επρόκειτο από εκείνη, κιόλας, την περίοδο για σημαντικό φρούριο της ρωμαϊκής επαρχίας της Μοισίας. Διοικείτο από τον Διοκλητιανό (284-305). Με τον εκρωμαϊσμό των Θρακών, η ονομασία της πόλης εξελίχθηκε σε Τρανσμάρ (ονομασία της οποίας η ύπαρξη αναφέρεται σε έγγραφα χρονολογούμενα κατά τη διάρκεια της περιόδου βασιλείας του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα ενώ, με την άφιξη των Σλάβων και των Πρωτοβούλγαρων και την εγκαθίδρυση της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, σε Τμουταρακάν (Тмутаракан στα βουλγαρικά), ωστόσο η πόλη αναφέρεται και υπό τις ονομασίες Τατκρακάμ (Таткракам), Τορκάν (Торкан), Ντουρακάμ (Дуракам), Ντιρακά (Дирака), Ντιρκανά (Диркана) και Τουκβάντ (Туквант).
Με την κυριαρχία του να αμφισβητείται από τον 10ο έως τον 14ο αιώνα μεταξύ του Βούλγαρου Τσάρου Συμεών Α΄, των Βυζαντινών (προ του 679 και από το 917 έως το 1186), των Πετσενέγων, των Κουμάνων, των Τάταρων (το 1224), των Αλανών, του Δεσποτάτου της Δοβρουτσάς, της Βλαχίας και των Γενουατών, προτού καταλήξει υπό την κατοχή των Οθωμανών το 1388, το Τουτρακάν, το οποίο οι Οθωμανοί αποκαλούσαν Τουρτουκάι ή Τουρτουκαγιά, κατέστη ως οχυρή θέση του Τον Ιλί: οθωμανική επαρχία του Δούναβη η οποία ήλεγχε το σύνολο της συνορεύουσας νότιας όχθης (δεξιάς) του ποταμού μεταξύ του Βελιγραδίου και του Τουτρακάν συμπεριλαμβανομένων. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1787-1792, το Τουτρακάν κατελήφθη από τα ρωσικά στρατεύματα του Στρατηγού Σουβόροφ τα οποία οι Χριστιανοί της πόλης (Βούλγαροι, Γκαγκαούζοι, Βλάχοι και Αρμένιοι) υποδέχθηκαν ως απελευθερωτές, ενώ οι Μουσουλμάνοι, Τούρκοι της Βουλγαρίας και Τάταροι, παρέμειναν πιστοί στην « Υψηλή Πύλη » και πολέμησαν εναντίον των Ρώσων. Με το πέρας του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-1878, το Τουτρακάν παραχωρήθηκε από τους Τούρκους στη Βουλγαρία στα πλαίσια της Συνθήκης του Βερολίνου (1878).
Η πόλη πέρασε, στη συνέχεια, υπό ρουμανικό έλεγχο το 1913, κατόπιν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου η οποία έθεσε τέλος στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο (στη διάρκεια του οποίου η Βουλγαρία ηττήθηκε). Η φιλία μεταξύ Βούλγαρων και Ρουμάνων (οι οποίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Ρώσων στη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας) έπαυσε, τότε, να υφίσταται. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1916, η μάχη του Τουτρακάν έφερε αντιμέτωπους, εντός της πόλης, περιμετρικά του φρουρίου, τα βουλγάρικα στρατεύματα του στρατηγού Παντελέι Κισελόφ και ρουμάνικα του κυβερνήτη Κονσταντίν Τεοντορέσκου: τα πρώτα, υποστηριζόμενα και οργανωμένα υπό τον γερμανικό υλικοτεχνική υποστήριξη του Άουγκουστ φον Μάκενσεν, αναδείχθηκαν εύκολα νικητές επί των δεύτερων, διοικούμενων μέσω τηλεφώνου από το Στρατιωτική Λέσχη του Βουκουρεστίου από τον Στρατηγό Μιχάι Ασλάν, ο οποίος δεν έδινε βάση στις συμβουλές του Γάλλου Στρατηγού Ανρί Μπερτελό. Η σφαγή των Ρουμάνων τραυματιών με ξιφολόγχη είχε ως συνέπεια μια εκατέρωθεν καχυποψία για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο γειτονικών χωρών. Με το πέρας του πολέμου, το Τουτρακάν επέστρεψε υπό τον έλεγχο της Ρουμανίας.
Το Τουτρακάν ενσωματώθηκε εκ νέου, με ειρηνικό τρόπο, από τη Βουλγαρία το 1940 μέσω της Συνθήκης της Κραϊόβα. Τα σοβιετικά στρατεύματα των Στρατηγών Ροντιόν Μαλινόφσκι και Φιοντόρ Τολμπούχιν εισέβαλαν τον Σεπτέμβριο του 1944 και η Βουλγαρία, όπως και η Ρουμανία, εγκατέλειψαν τον Άξονα προκειμένου να ενταχθούν στους Συμμάχους (απέναντι στους οποίους, ωστόσο, δεν είχε βρεθεί σε εμπόλεμη κατάσταση, αν και είχε επεκταθεί εδαφικά σε βάρος των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων γειτόνων της).
Κατά τη ρουμάνικη απογραφή του 1930, η πόλη αριθμούσε 11.175 κατοίκων, εκ των οποίων οι 6.871 ήσαν Ρουμάνοι, οι 2.591 Τούρκοι και Τάταροι, ενώ 1.358 ήσαν Βούλγαροι, με το υπόλοιπο του πληθυσμού να αποτελείται από Γκαγκαούζους, Έλληνες, Εβραίους, Αρμένιους και Ρομά[3].
Κατά τη βουλγάρικη απογραφή του 2011, το Τουτρακάν αριθμούσε 8.641 κατοίκους, εκ των οποίων ποσοστό της τάξεως του 74,1% ήσαν Βούλγαροι, 19,1% Τούρκοι, 2,7% Ρομά και 4,2% λοιπές εθνότητες[4].