Γεώργιος Τσολάκογλου | |
---|---|
Πρωθυπουργός της Ελληνικής Πολιτείας | |
Περίοδος 30 Απριλίου 1941 – 2 Δεκεμβρίου 1942 | |
Πρωθυπουργός | Κυβέρνηση Γεωργίου Τσολάκογλου 1941 |
Προκάτοχος | Αλέξανδρος Κορυζής |
Διάδοχος | Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | Απρίλιος 1886, Αθήνα |
Θάνατος | 22 Μαΐου 1948 Αθήνα |
Εθνότητα | Έλληνας |
Υπηκοότητα | Έλληνας |
Επάγγελμα | Στρατιωτικός-Πολιτικός |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γεώργιος Τσολάκογλου του Κωνσταντίνου (Ρεντίνα Αγράφων, Απρίλιος 1886 – Αθήνα, 22 Μαΐου 1948) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, διορισμένος πρωθυπουργός κατά την περίοδο κατοχής της Χώρας 1941–1942 από τις δυνάμεις του Άξονα.
Το πραγματικό του επίθετο ήταν Τσολάκογλους και ήταν αμφιθαλής αδελφός του αντιστράτηγου Νικολάου Σπυρόπουλου. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό και στη συνέχεια εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών, από την οποία αποφοίτησε την 7η Ιουλίου του 1912 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού. Μετά την αποφοίτησή του, τοποθετήθηκε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού Λαρίσης.
Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο Τσολάκογλου συμμετείχε στις κυριότερες μάχες στους Βαλκανικούς Πολέμους (Ελασσόνα, Σαραντάπορο, Γιαννιτσά, Λαχανάς, Δεμίρ Ισάρ, Άνω Τζουμαγιά) και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο μέτωπο του Στρυμόνα.[1] Συμμετείχε στις εκστρατείες στην Ουκρανία και στην Μικρά Ασία ως διοικητής του 1/39ου Τάγματος Ευζώνων και αργότερα ως επιτελάρχης της IV Μεραρχίας, κατά την επίθεση του Αυγούστου το 1922. Στην επακολουθήσασα σύμπτυξη του Α΄ Σώματος Στρατού στο οποίο ανήκε ακολούθησε στην αρχή τη φάλαγγα του στρατηγού Τρικούπη και λίγο πριν τη Σμύρνη τη φάλαγγα του στρατηγού Φράγκου. Αντισυνταγματάρχης το 1923, συνταγματάρχης το 1925 και ανώτατος πλέον αξιωματικός το 1935, διοίκησε διαδοχικά: Μεραρχία, την Σχολή Ευελπίδων, και το Γ΄ Σώμα Στρατού, του οποίου τη διοίκηση ανέλαβε αφού παρέδωσε τη διοίκηση Κρήτης που είχε αναλάβει το 1938, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκ. Πόλεμος.
Το 1940, είχε φθάσει στον βαθμό του αντιστρατήγου και ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού στη Δυτική Μακεδονία. Μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη μάχη του Μόροβα, με επιτυχημένο ελιγμό και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, συνέβαλε στην πλήρη νίκη του υπ' αυτού Σώματος Στρατού. Όμως μετά την επίθεση των Γερμανών κατά της Ελλάδος (6 Απριλίου 1941), τη βαθιά στη συνέχεια διείσδυσή τους προς τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου του 1941 και την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το μέτωπο της Βορείου Ηπείρου, ο Τσολάκογλου και ορισμένοι άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί του Στρατού αποφάσισαν, άνευ εγκρίσεως της προϊσταμένης τους Αρχής -μη λαμβάνοντάς την υπ' όψιν εν καιρώ πολέμου- συνθηκολόγηση, κρίνοντας πως κάθε αντίσταση προς τους εισβολείς θα ήταν μάταιη. Σημειώνεται ότι πριν εκδηλωθεί η ιταλική εαρινή επίθεση του Μαρτίου (επιχείρηση Primavera), στην ειδική σύσκεψη αντιστρατήγων που είχε γίνει στην Αθήνα, ο Τσολάκογλου είχε ταχθεί υπέρ της συνέχισης του αγώνα έστω και εάν τελικά εκδηλωνόταν η αναμενόμενη γερμανική επίθεση.
Στις 20 Απριλίου 1941, ημέρα του Πάσχα, σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο, και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της Στρατιάς και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Ες-Ες, υποστράτηγο Σεπ Ντίτριχ (Josef "Sepp" Dietrich), στο Βοτονόσι Ιωαννίνων. Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του Τσολάκογλου και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά.
Την επόμενη ημέρα (21 Απριλίου) στη Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας» κατά τον ίδιο,[1] υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς. Εκ μέρους των Γερμανών, το πρωτόκολλο της παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στρατηγός Χανς φον Γκράιφφενμπεργκ (Hans von Greiffenberg).
Στις 23 Απριλίου, ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στη Θεσσαλονίκη και τρίτο πρωτόκολλο με τον Γερμανό στρατηγό Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) και τον Ιταλό στρατηγό Αλμπέρτο Φερρέρο (Alberto Ferrero), για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών. Την ίδια ημέρα ξεκίνησε και ο αεροπορικός βομβαρδισμός του Ναυστάθμου Σαλαμίνας και των γύρω της Αττικής λιμένων, και έτσι η ελληνική κυβέρνηση και ο Βασιλιάς Γεώργιος αναγκάσθηκαν να μετακινηθούν με υδροπλάνο στην Κρήτη.
Στα Απομνημονεύματα του,[1] ο Τσολάκογλου γράφει:
«Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν' αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… "Τολμήσας" δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.»
Γεγονός πάντως είναι ότι ο Ελληνικός Στρατός ο οποίος αριθμούσε 250000, στη συνέχεια δεν αιχμαλωτίσθηκε αλλά επέστρεψε σπίτι του, και οι βομβαρδισμοί ελληνικών περιοχών της Μακεδονίας διακόπηκαν.
Στις 30 Απριλίου 1941 και ώρα 11 το πρωί, ο Τσολάκογλου ορκίσθηκε πρωθυπουργός στα Παλαιά Ανάκτορα (σημερινή Βουλή) από τον πρωθιερέα του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση Ν. Παπαδόπουλο,[2] κατόπιν βεβαίως αποδοχής των κατοχικών δυνάμεων και με την παρουσία των ανωτάτων διοικητών τους. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος είχε αρνηθεί να τον ορκίσει, πράγμα το οποίο ταυτόχρονα είχε απαγορεύσει και στους υπόλοιπους αρχιερείς και ιερείς της Ελλάδας,[2] με το επιχείρημα ότι η Ελλάδα είχε εθνική κυβέρνηση, την οποία είχε ορκίσει ο ίδιος, εννοώντας εκείνη που βρισκόταν ακόμα σε ελληνικό έδαφος, στην Κρήτη, πριν μετακινηθεί ακόμα στη Μέση Ανατολή. Στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση, συμμετείχαν οι άλλοι δύο αντιστράτηγοι της συνθηκολόγησης, Παναγιώτης Δεμέστιχας και Γεώργιος Μπάκος, ο επόμενος κατοχικός πρωθυπουργός (ιατρός) Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, που τελούσε χρέη αντιπροέδρου, καθώς και ο τότε υπουργός Οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης.
Οι Βρετανοί στο μεταξύ έσπευσαν να τον καταγγείλουν ως «Έλληνα Κουΐσλιγκ» (The Times, 30 Απριλίου 1941).[3] Την ίδια ημέρα που ανακήρυξε επίσημα την Ελληνική Πολιτεία, εκπρόσωποι των δύο πολιτικών παρατάξεων (Βενιζελικοί, Λαϊκό Κόμμα), αναγνώρισαν την κυβέρνησή του ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης» (Ελεύθερον Βήμα, 8 Μαΐου 1941).[4] Κατά την πρωθυπουργία του, αρχικά υποχρέωσε σε παραίτηση τον τότε Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο προωθώντας στη θέση του τον μετέπειτα αντιβασιλέα Δαμασκηνό με σύμφωνη γνώμη και των κατοχικών δυνάμεων.[2] Επίσης προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε ως συνέπεια μια συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ συγχρόνως η χρυσή λίρα αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη, οι Γερμανοί επέρριψαν ακέραιη την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτα, παρά την αρμοδιότητα που διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη συνέχεια τη λεγόμενη «μεσογειακή δραχμή». Ο Τσολάκογλου παραιτήθηκε μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι Καφαντάρης, Σοφούλης, Γονατάς, Μάξιμος, Πάγκαλος, ακόμη και ο Ράλλης, και μετά από δύο ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς (Βερολίνο, Σεπτέμβριος 1942) και τους Ιταλούς (Ρώμη, Οκτώβριος 1942) που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά. Στη συνέχεια ιδιώτευσε.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και φυλακίσθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ. Παραπέμφθηκε στο διά της Συντακτικής Πράξεως υπ' αριθμ. 6/1945, της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο,[5] κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει», καθώς και για εθνική αναξιότητα για τη συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας πρωθυπουργός της χώρας. Η δίκη του ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και έληξε στις 31 Μαΐου του 1945. Η απολογία του ήταν ιδιαίτερα λακωνική και περιεκτική.
Τελικά το Ειδικό Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο δικαστήριο ζήτησε τη μετατροπή της ποινής σε ισόβια δεσμά αναγνωρίζοντας την «λαμπράν πολεμικήν δράσιν του» μέχρι την συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς.[6] Έτσι, το Συμβούλιο Χαρίτων συνήλθε στις 19 Αυγούστου του 1945 και μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη και ακολούθως οδηγήθηκε στις Φυλακές Ζελιώτη (όπου αργότερα το μέγαρο Μινιόν) της Αθήνας.
Έχοντας όμως προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε στις 22 Μαΐου του 1948, στερημένος σύνταξης και πάμπτωχος. Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, σε στενό οικογενειακό κύκλο.[7] To 1960 τα οστά του μεταφέρθηκαν σε άλλο τάφο που διέθεσε ο τότε δήμαρχος Αθηναίων Παυσανίας Κατσώτας.