Γιόβαν Ρίστιτς | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Јован Ристић (Σερβικά) |
Γέννηση | 4ιουλ. / 16 Ιανουαρίου 1831γρηγ. ή 4 Ιανουαρίου 1831[1] Κραγκούγιεβατς |
Θάνατος | 23 Αυγούστουιουλ. / 4 Σεπτεμβρίου 1899γρηγ. ή 23 Αυγούστου 1899[1] Βελιγράδι |
Κατοικία | Κραγκούγιεβατς |
Χώρα πολιτογράφησης | Πριγκιπάτο της Σερβίας Βασίλειο της Σερβίας |
Θρησκεία | Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Σερβικά[2] |
Σπουδές | First Kragujevac Gymnasium |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | διπλωμάτης συγγραφέας πολιτικός[1] ιστορικός |
Πολιτική τοποθέτηση | |
Πολιτικό κόμμα/Κίνημα | Σερβικό Φιλελεύθερο κόμμα |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Πρωθυπουργός της Σερβίας (1867) Πρωθυπουργός της Σερβίας (1873) Πρωθυπουργός της Σερβίας (1878–1880) Πρωθυπουργός της Σερβίας (1887) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γιόβαν Ρίστιτς (σερβικά κυριλλικά: Јован Ристић), γεννημένος στις 16 Ιανουαρίου 1831 στο Κραγκούγιεβατς και αποβιώσας στις 4 Σεπτεμβρίου 1899 στο Βελιγράδι, ήταν Σέρβος διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε πολλές φορές πρωθυπουργός της χώρας του.
Γεννημένος εντός πτωχής οικογένειας του Κραγκούγιεβατς το 1831, ο Γιόβαν Ρίστιτς ξεκίνησε τις σπουδές του στο Βελιγράδι, όπου και εντάχθηκε εντός φοιτητικής πολιτικής οργάνωσης[3]. Στη συνέχεια, μετέβη στο Βερολίνο, καθώς και στη Χαϊδελβέργη, όπου και έλαβε διδακτορικό δίπλωμα στο δίκαιο το 1852, και στο Παρίσι[3].
Το 1861, εστάλη ως διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη. Συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις οι οποίες οδήγησαν στην απόσυρση των οθωμανικών στρατευμάτων από τη Σερβία, το 1867. Έπειτα από την επιστροφή του στο Βελιγράδι, ο πρίγκιπας Μιχαήλ Γ΄ Ομπρένοβιτς του πρότεινε υπουργικό αξίωμα, το οποίο θα τον καθιστούσε ως το δεξί χέρι του. Ωστόσο, ο Ρίστιτς, κρίνοντας τον πρίγκιπα ως ιδιαίτερα αντιδραστικό, απέρριψε τη συγκεκριμένη πρόταση[4]. Από εκείνη την περίοδο, ο Ρίστιτς θεωρείτο ως ένας εκ των κυριότερων ηγετών του Φιλελεύθερου Κόμματος.
Το 1868, έπειτα από τη δολοφονία του πρίγκιπα Μιχαήλ, διετέλεσε μέλος του συμβουλίου της αντιβασιλείας το οποίο κυβέρνησε εις όνομα του νεαρού πρίγκιπα Μίλαν Δ΄, ενώ, επίσης, αποτελούσε το μοναδικό εκ των μελών του το οποίο διέθετε πολιτικό όραμα[4]. Πολιτική πηγή έμπνευσής του εκείνης της περιόδου ήταν η Πρωσία, της οποίας η διακυβέρνηση πραγματοποιείτο από έναν υπουργό-πρόεδρο[5]. Φιλοδοξία του ήταν η ένωση των διαφόρων σερβικών λαών εντός ενός ενιαίου Κράτους, όπως συνέβαινε, εκείνη την περίοδο, με την Ιταλία και τη Γερμανία[5]. Υπήρξε ένας εκ των κύριων αρχιτεκτόνων του πρώτου Συντάγματος της Σερβίας[6], το οποίο δημοσιεύτηκε στις 2 Ιανουαρίου 1869. Κατά τη διάρκεια της περιόδου της αντιβασιλείας, προχώρησε στην ενίσχυση των εξουσιών του Κράτους, περιορίζοντας, παράλληλα, την ελευθερία του Τύπου[7], ενώ, επίσης, εφάρμοσε εξωτερική πολιτική η οποία είχε ως απώτερο σκοπό να καταστήσει τη Σερβία ως ανεξάρτητη της Αυστροουγγαρίας, καθώς και της Ρωσικής Αυτοκρατορίας[8].
Το 1872, κατόπιν της ενηλικιώσεως του πρίγκιπα Μίλαν, ο Ρίστιτς κατέστη Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων. Στις 5 Απριλίου 1873, ορίστηκε ως Πρωθυπουργός, ωστόσο παραιτήθηκε από το συγκεκριμένο αξίωμα τον Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Το 1875, καθώς και από το 1876 έως το 1878, ο Γιόβαν Ρίστιτς διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων. Όντας στο συγκεκριμένο αξίωμα, εμφανίστηκε ως υποστηρικτής μίας επεκτατικής πολιτικής, καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, η Σερβία θα έπρεπε να καταστεί ως το επίκεντρο ενός ισχυρού Κράτους, το οποίο θα συγκέντρωνε τους Σλάβους του Νότου. Από το συγκεκριμένο αξίωμα, υπήρξε ο μεγάλος αρχιτέκτονας δύο πολέμων μεταξύ Σέρβων και Οθωμανών.
Το 1876, ένας πρώτος πόλεμος μεταξύ των δύο πλευρών ολοκληρώθηκε με τη νίκη των Οθωμανών. Στις 12 Δεκεμβρίου 1877, η Σερβία βρέθηκε εκ νέου σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ωστόσο, πλέον, έχαιρε της υποστήριξης της Ρωσίας. Ο συγκεκριμένος πόλεμος ολοκληρώθηκε με τη νίκη των, μεταξύ τους συμμάχων, Ρώσων, Σέρβων και Ρουμάνων. Στις 13 Ιουνίου 1878, ένα συνέδριο συνεκλήθη στο Βερολίνο, στο οποίο ο Γιόβαν Ρίστιτς εκπροσώπησε τη Σερβία. Βάση των όρων της συνθήκης η οποία υπεγράφη στις 13 Ιουλίου 1878, η Σερβία επέκτεινε το έδαφός της, λαμβάνοντας, παράλληλα, την ανεξαρτησία της απέναντι στην Υψηλή Πύλη.
Στις 13 Οκτωβρίου 1878, ο Ρίστιτς κατέστη, εκ νέου, Πρωθυπουργός. Ωστόσο, αρνήθηκε την υπογραφή εμπορικού συμφώνου με την Αυστροουγγαρία, καθώς, σύμφωνα με τον ίδιο, το συγκεκριμένου σύμφωνο θα έθετε τη Σερβία υπό καθεστώς εξάρτησης απέναντι στον ισχυρό γείτονά της. Για τον συγκεκριμένο λόγο, υποχρεώθηκε σε παραίτηση, στις 2 Νοεμβρίου 1880.
Το 1882, ο πρίγκιπας Μίλαν κατέστη βασιλέας της Σερβίας ως Μίλαν Α΄.
Στις 13 Ιουνίου 1887, ο βασιλέας Μίλαν Α΄, όντας ανήσυχος σχετικά με τη στάση των σοσιαλιστών του Ριζοσπαστικού Κόμματος, απηύθυνε εκ νέου κάλεσμα προς τον Ρίστιτς, ο οποίος προχώρησε στον σχηματισμό υπουργικού συμμαχικού συμβουλίου. Παρέμεινε Πρωθυπουργός έως την 1η Ιανουαρίου 1888.
Στις 3 Ιανουαρίου 1889, ένα νέο Σύνταγμα, περισσότερο φιλελεύθερο συγκριτικά με εκείνο του 1869, ψηφίστηκε. Ωστόσο, στις 6 Μαρτίου, ο βασιλέας Μίλαν Α΄ παραιτήθηκε υπέρ του υιού του, του νεαρού πρίγκιπα Αλεξάνδρου. Ο Γιόβαν Ρίστιτς κατέστη ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Αντιβασιλείας, ενώ, παράλληλα, επέτρεψε τον σχηματισμό ενός ριζοσπαστικού υπουργικού συμβουλίου.
Ωστόσο, το 1892, ο Ρίστις απηύθυνε κάλεσμα, προκειμένου να αναλάβει την εξουσία, στο Φιλελεύθερο Κόμμα, με το οποίο εξακολουθούσε να διατηρεί στενή σχέση. Η συγκεκριμένη απόφαση προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια μεταξύ του πληθυσμού. Στις 13 Απριλίου 1893, ο νεαρός βασιλέας Αλέξανδρος Α΄, μέσω πραξικοπήματος, αποφάσισε να αναλάβει την πλήρη βασιλική εξουσία προ της ενηλικίωσής του. Απομάκρυνε του αξιώματός τους τους αντιβασιλείς, διέλυσε την κυβέρνηση υπό τους φιλελεύθερους και απηύθυνε κάλεσμα προς τους ριζοσπάστες για τον σχηματισμό νέου υπουργικού συμβουλίου. Ως αποτέλεσμα, ο Ρίστιτς απομακρύνθηκε από την εξουσία.
Απεβίωσε στο Βελιγράδι, στις 4 Σεπτεμβρίου 1899.