Ιρέν Νεμιρόφσκι | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Irène Némirovsky (Γαλλικά) |
Γέννηση | 24 Φεβρουαρίου 1903[1] Κίεβο[2][3] |
Θάνατος | 17 Αυγούστου 1942[4][5][6] Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς[4][3] ή στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπίρκεναου[7] |
Αιτία θανάτου | Τύφος και γρίπη |
Συνθήκες θανάτου | θάνατος από μη φυσικά αίτια |
Τόπος ταφής | Στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς |
Κατοικία | avenue Constant-Coquelin (από 1935) |
Ψευδώνυμο | Pierre Neyret[3], Denise Mérande[3] και Charles Blancat[3] |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[8] Ρωσική Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ιουδαϊσμός Καθολικισμός (από 1939)[9] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[10][11] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Παρισιού |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | συγγραφέας[3] μυθιστοριογράφος[3] |
Αξιοσημείωτο έργο | Suite française |
Περίοδος ακμής | 1926 - 1942 |
Οικογένεια | |
Τέκνα | Élisabeth Gille Denise Epstein |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Βραβείο Ρενοντό (2004) νεκρός για τη Γαλλία |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Ιρέν Νεμιρόφσκι (Irene Nemirovsky) ήταν ουκρανή συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Κίεβο το Φεβρουάριο του 1903 και πέθανε κρατούμενη από τους ναζί στα κρεματόρια του Άουσβιτς, στις 17 Αυγούστου του 1942 από γρίπη σε επιδημία τύφου. Παρά το σύντομο βίο της, συνέγραψε 13 μυθιστορήματα, δεκάδες νουβέλες και μια βιογραφία.
Ο πατέρας της ο οποίος ήταν μεγαλοτραπεζίτης του Κιέβου, επικηρύχθηκε μετά το ξέσπασμα της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917 και αναγκάσθηκε να διαφύγει οικογενειακώς αρχικά στη Μόσχα, μετά στο Ελσίνκι και τελικά στη Γαλλία (1919) όπου πέτυχε να επανακτήσει την περιουσία του. Το 1926 η Ιρέν (όπως είχε αλλάξει το μικρό της όνομα, από Ιρίνα που ήταν αρχικά) παντρεύτηκε τον επίσης εβραϊκής καταγωγής τραπεζικό υπάλληλο Μισέλ Επστάιν, με τον οποίο απέκτησαν δυο κόρες, την Ντενίζ, γεννημένη το 1929 και την Ελιζαμπέτ το 1937. Σπούδασε φιλολογία στο Παρίσι και το 1926 εξέδωσε, με περιπετειώδη τρόπο το πρώτο της μυθιστόρημα και το 1929 το δεύτερό της, που με τίτλο "Ντέιβιντ Γκόλντερ" γνώρισε τεράστια επιτυχία και ένα χρόνο μετά (1930) παίχθηκε στον κινηματογράφο. Στο σινεμά μεταφέρθηκε επίσης και το τρίτο της έργο ("Ο Χορός") που συνέγραψε το 1930, με το οποίο πέτυχε την καθολική αναγνώριση από τους συγχρονούς της, γάλλους συγγραφείς, παρότι η ίδια επανειλημμένα κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό μέσω των γραπτών της, κάτι που εκείνη όμως, αρνιόταν. Εν συνεχεία, υπέβαλλε στις Αρχές δυο αιτήσεις (1935, 1938) για να λάβει τη γαλλική υπηκοότητα, αλλά αμφότερες απορρίφθηκαν. Βαφτίστηκε επίσης ρωμαιοκαθολική και συνεργάσθηκε με τις συντηρητικές εφημερίδες Grandide και Grignoire. Αρκετοί της προσάπτουν ότι το έπραξε για να προωθήσει καλύτερα τη συγγραφική της σταδιοδρομία. Ωστόσο η ίδια δεν έκρυψε ποτέ ότι ήταν εβραία και αρνιόταν ότι έγραφε με αντισημιτική προκατάλειψη
Ύστερα από τη γερμανική εισβολή (1940) ο πατέρας της φρόντισε να μεταφερθούν εκείνη (που η κυκλοφορία των βιβλίων της είχε απαγορευθεί), ο σύζυγός της (που είχε απολυθεί από την εργασία του) και τα δυο κορίτσια τους στη Βουργουνδία. Όμως, στις 13 Ιουλίου του 1942 η Ιρέν συνελήφθη από τη γαλλική αστυνομία του Βισύ. Στις 17 Ιουλίου από το κέντρο μεταγωγών του στρατοπέδου Πιτιβιέ της επαρχίας Λουαρέ (Κεντρική Γαλλία) στάλθηκε με την αμαξοστοιχία "Πομπή 6" στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς-Μπίρκεναου στην Πολωνία, μαζί με ακόμη 928 ανθρώπους. Στο βαγόνι της (εκτίθεται στο Μουσείο Ολοκαυτώματος της Ουάσινγκτον), το οποίο κανονικά προοριζόταν για 40 άτομα, στοιβάχθηκαν σε συνθήκες ασφυξίας, 119 γυναίκες. Η Νεμιρόφσκι έφτασε στον τελικό προορισμό στις 19 Ιουλίου 1942 αλλά δεν κατάφερε να επιζήσει περισσότερο από έναν μήνα, βρίσκοντας το θάνατο. Ο άντρας της κατέβαλλε πολύ μεγάλες προσπάθειες για να πετύχει την απελευθέρωσή της, τονίζοντας ότι η σύζυγός του ουδέποτε είχε καταφερθεί εναντίον της Γερμανίας, όμως όλες έπεσαν στο κενό. Τελικά, αφού πρώτα παρέδωσε τις δυο του κόρες σε οικογενειακούς φίλους, συνελήφθη κι αυτός όταν πήγε να παραλάβει μια άδεια ανανέωσης της παραμονής του και στάλθηκε επίσης στο Άουσβιτς, όπου οδηγήθηκε κατευθείαν στα κρεματόρια και θανατώθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1942.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Ντενίζ Επστάιν κατάφερε να εκδώσει τις σημειώσεις της μητέρας της (εντός των οποίων διασώθηκαν δυο νουβέλες της μέσα σε μια βαλίτσα), που κυκλοφόρησαν υπό τον τίτλο "Suite Francaise" (2004) και γνώρισαν παγκόσμια επιτυχία, μεταφραζόμενες σε 38 γλώσσες και πουλώντας πάνω από 2,5 εκατομμύρια αντίτυπα ενώ το έργο τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο Ρενοντό, μια διάκριση που δινόταν για πρώτη φορά στα χρονικά σε μη ζώντα λογοτέχνη. Εν συνεχεία (2014), το έργο της αυτό μεταφέρθηκε με τον ίδιο τίτλο και στο σινεμά[12] με βασική πρωταγωνίστρια τη Μισέλ Ουίλιαμς.