Λουδοβίκος Β΄ του Κοντέ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Louis II de Bourbon-Condé (Γαλλικά) |
Γέννηση | 8 Σεπτεμβρίου 1621[1][2][3] Παρίσι |
Θάνατος | 11 Δεκεμβρίου 1686[1][2][3] Φονταινεμπλώ |
Χώρα πολιτογράφησης | Γαλλία[4] |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Γαλλικά[5][6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός στρατιωτικός ηγέτης |
Περίοδος ακμής | 1643 |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Κλαίρη Κλημεντία του Μαγιέ-Μπρεζέ (από 1643)[7] |
Τέκνα | Ερρίκος Γ΄ του Κοντέ |
Γονείς | Ερρίκος Β΄ των Βουρβόνων του Κοντέ και Καρλόττα Μαργαρίτα του Μονμορανσύ |
Αδέλφια | Αρμάνδος του Κοντί Αν-Ζενεβιέβ των Βουρβόνων-Κοντέ |
Οικογένεια | Οίκος των Βουρβόνων |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | στρατηγός/στρατός ξηράς |
Πόλεμοι/μάχες | Τριακονταετής Πόλεμος και Γαλλοισπανικός πόλεμος 1635-1659 |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Πνεύματος Ιππότης του Τάγματος του Αγίου Μιχαήλ |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λουδοβίκος Β΄ των Βουρβόνων-Κοντέ (Louis II de Bourbon-Condé, 8 Σεπτεμβρίου 1621 – 11 Δεκεμβρίου 1686) ήταν Γάλλος ευγενής, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του Οίκου των Βουρβόνων-Κοντέ, που για τις μεγάλες στρατιωτικές του επιτυχίες αποκλήθηκε ο Μέγας Κοντέ.[8]
Γεννήθηκε στο Παρίσι. Ήταν γιος του Ερρίκου Β΄ του Κοντέ, πρωτοξάδελφου του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Δ΄ και της Καρλόττας-Μαργαρίτας του Μονμορανσί, κόρης του Ερρίκου Α΄ στρατάρχη και κοντόσταυλου της Γαλλίας.
Για έξι χρόνια πήρε πολύ επιμελημένη εκπαίδευση σε όλες τις επιστήμες από τους Ιησουίτες και εισήλθε στη βασιλική Ακαδημία των Παρισίων. Σε ηλικία 17 ετών αναλάμβανε κυβερνήτης της Βουργουνδίας, όταν απουσίαζε ο πατέρας του.[9]
Ο πατέρας του τον αρραβώνιασε (1640) με την Κλαίρη-Κλημεντία του Μαγιέ-Μπρεζέ, ανιψιά του καρδινάλιου Ρισελιέ, παρά το ότι ήταν ερωτευμένος με άλλη γυναίκα. Σύντομα κέρδισε και την εύνοια του καρδιναλίου.
Το 1643, οι επιτυχίες του στη μάχη του Ροκρουά απέναντι στους Ισπανούς του έδωσαν τον τίτλο του αρχιστράτηγου και έγινε εθνικός ήρωας, ενώ μαζί με τον Ερρίκο, υποκόμη της Τουραίνης, οδήγησε τη Γαλλία σε νίκη στον Τριακονταετή πόλεμο.
Μετά την ήττα της παράταξής του στον εμφύλιο πόλεμο της Σφενδόνης (Fronde) των ετών 1648-1653, τέθηκε στην υπηρεσία των Ισπανικών στρατευμάτων και επέστρεψε στη Γαλλία μόνο μετά τη συνθήκη των Πυρηναίων (1659) αναλαμβάνοντας ξανά σημαντικά στρατιωτικά καθήκοντα.
Οδήγησε τα Γαλλικά στρατεύματα στον Γαλλο - Ολλανδικό Πόλεμο μαζί με τον Τυρέν, και συνέχισε μόνος του, όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε στη μάχη του Ζάλτσμπαχ (1675). Θεωρείται σαν ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς αρχηγούς της ιστορίας.[10]
Ο γάμος, παρά το ότι του έφερε τέσσερα παιδιά, ήταν δυστυχισμένος. Αργότερα προφασίστηκε μοιχεία της συζύγου του, προκειμένου να δικαιολογήσει τη φυλάκισή της στο Σατωρού. Εκλήθη να διευθύνει τα Ισπανικά στρατεύματα στη βόρεια Γαλλία, απέναντι σε έμπειρους στρατιώτες και Ισπανούς βετεράνους. Η μάχη του Ροκρουά έβαλε οριστικά τέλος στην κυριαρχία του Ισπανικού στρατού εγκαινιάζοντας τη Γαλλική κυριαρχία των νεότερων χρόνων, ενώ ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ βρέθηκε μόλις 10 ετών στο πεδίο της μάχης.[11]
Επέστρεψε θριαμβευτής στο Παρίσι και προσπάθησε να πνίξει τη λύπη από τον αποτυχημένο του γάμο. Το 1644 στάλθηκε με ενισχύσεις στη Γερμανία προκειμένου να ενισχύσει τον Τυρέν. Η μάχη του Φράιμπουργκ ήταν απεγνωσμένη, αλλά στο τέλος ο Γαλλικός στρατός είχε τεράστια νίκη απέναντι στους Βαυαρούς και αυτοκρατορικούς.
Η εκστρατεία το καλοκαίρι του 1645 ξεκίνησε με την ήττα του Τυρέν από τον Φραντς φον Μέρσι, αλλά αμέσως αντιστράφηκαν τα πράγματα και με την περίφημη νίκη του Νόρντλιγκεν ο Μέρσι σκοτώθηκε, αλλά και ο ίδιος ο Λουδοβίκος είχε δεχτεί αρκετά τραύματα. Η κατάκτηση του Φίλιπσμπουργκ ήταν ένα από τα σημαντικότερα κατορθώματα της εκστρατείας.
Την ίδια χρονιά πέθανε ο πατέρας του και κληρονόμησε τον τίτλο του πρίγκηπα του Κοντέ και επεδίωκε να γίνει υπουργός ή αντιβασιλιάς.
Στη συνέχεια πέτυχε σαρωτική νίκη στη μάχη της Λανς κατά των Ισπανών (Αύγουστος 1648) δείχνοντας τεράστια γενναιότητα που ανέβασε τη φήμη του.[12]
Κλήθηκε στην αυλή από την αντιβασίλισσα Άννα της Αυστρίας, η οποία ήταν επηρεασμένη από ομάδα κακόβουλων ευγενών που φοβόντουσαν τη δύναμη του. Αρχικά έδειχνε ότι του παρείχε την υποστήριξη της και στη συνέχεια του ανέθεσε να οδηγήσει στρατό στις Κάτω Χώρες. Αλλά οι ανεπαρκείς δυνάμεις, η πείνα, η κούραση των στρατιωτών ήταν αιτία της οπισθοχώρησης, οπότε η έχθρα της αντιβασίλισσας εκδηλώθηκε ανοιχτά και διέταξε τη φυλάκιση του Κοντέ, του αδελφού του δούκα του Κοντί και του συζύγου της αδελφής τους, δούκα ντε Λονγκεβίλ. [13]
Προσπάθειες για την απελευθέρωση τους ξεκίνησαν από τις συζύγους τους. Η πριγκίπισσα ντε Κοντέ έθεσε ερώτημα στο Κοινοβούλιο των Παρισίων, υπενθυμίζοντας ότι απαγορεύεται η φυλάκιση χωρίς δίκη, ενώ η δούκισσα του Λονγκεβίλ άρχισε διαπραγματεύσεις με τη μεγάλη εχθρό της Γαλλίας, την Ισπανία.
Η νεαρή πριγκίπισσα του Κοντέ συγκέντρωσε στρατό, κατέλαβε το Μπορντώ και κέρδισε την υποστήριξη του κοινοβουλίου της πόλης και τη συμπάθεια του λαού που στάθηκε πρόθυμος να πολεμήσει γι' αυτήν.[14]
Η αντιβασίλισσα μετά από πιέσεις εξαναγκάστηκε (Φεβρουάριος 1651) να ελευθερώσει τους πρίγκιπες, οι οποίοι με ολόκληρο το Κοινοβούλιο εναντίον τους δεν θα μπορούσαν να βρουν άλλο στήριγμα από τη συμμαχία με την Ισπανία. Τέθηκε επί κεφαλής της εξέγερσης της Σφενδόνης, πολέμησε γενναία στο Παρίσι και στη συνέχεια κατέφυγε τον Σεπτέμβριο του 1652 στον Ισπανικό στρατό.
Το απαρχαιωμένο σύστημα του Ισπανικού στρατού δεν του επέτρεψε να έχει μεγάλες επιτυχίες, με αποτέλεσμα τη συντριβή των Ισπανών από τους Γάλλους στη Δουνκέρκη (14 Ιουνίου 1658). Οι Ισπανοί ζήτησαν ειρήνη και με τη Συνθήκη των Πυρηναίων (1659) τέθηκε τέλος στον Γαλλο - Ισπανικό πόλεμο, ενώ επετράπη στον Λουδοβίκο του Κοντέ να επιστρέψει στη Γαλλία.
Τα επόμενα χρόνια τα πέρασε στον πύργο του Σαντιγί, όπου συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα διάσημων ανδρών, όπως ο Μολιέρος, ο Ρακίνας, ο Νικολά Μπουαλώ, ο Ζαν ντε λα Φονταίν και ο Μπουρνταλού. [15]Τον ίδιο καιρό, έγιναν διαπραγματεύσεις μεταξύ του ίδιου του Κοντέ, των Πολωνών και του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄ σχετικά με την άνοδο στον κενό θρόνο της Πολωνίας του μεγαλύτερου γιου του Κοντέ ή και του ίδιου.
Οι διαπραγματεύσεις τελείωσαν (1674) με το βέτο του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και την εκλογή του Γιαν Σομπιέσκι ως βασιλιά της Πολωνίας.
Την ίδια χρονιά πρότεινε στον υπουργό πολέμου Λουβουά σχέδιο για την πολιορκία της Φρανς-Κοντέ, που την εκτέλεση του θα την έκανε ο ίδιος, οπότε κέρδισε πλήρως την εύνοια του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και τέθηκε επικεφαλής του Γαλλικού στρατού. Εξεστράτευσε κατά των Ολλανδών (1672), δέχθηκε ένα σοβαρό τραύμα στο πέρασμα του Ρήνου και κινήθηκε κατά των αυτοκρατορικών στην Αλσατία. Στις 11 Αυγούστου 1674 πολέμησε στη μάχη του Σενέφ ενάντια στον πρίγκηπα της Οράγγης, μια από τις σκληρότερες μάχες του αιώνα, στην οποία έδειξε απίστευτη γενναιότητα.
Η τελευταία μάχη του ήταν το 1675 στον Ρήνο αμέσως μετά τον θάνατο του Τυρέν, όπου με προσεκτική στρατηγική απέκρουσε την επίθεση των αυτοκρατορικών του Μοντεκούκκολι. Επέστρεψε στη συνέχεια στον πύργο του Σαντιγί, όπου έζησε ιδιωτεύων τα τελευταία 11 χρόνια της ζωής του.[16]
Με τη σύζυγό του Κλαίρη-Κλημεντία, ανιψιά του καρδινάλιου Ρισελιέ, η οποία -αν και στάθηκε άδικος απέναντί της- του πρόσφερε σημαντική βοήθεια, έκανε τον γιο και διάδοχό του:
Η Μαίρη-Κλημεντία ήταν κόρη του Ουρμπαίν ντε Μαγιέ μαρκησίου του Μπρεζέ, στρατάρχη της Γαλλίας και της Νικόλ ντυ Πλεσί, αδελφής του καρδινάλιου Ρισελιέ.