Τίτλος | Otello[1] |
---|---|
Γλώσσα | Ιταλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1884 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 19ος αιώνας |
Μορφή | όπερα |
Βασίζεται σε | Οθέλλος |
Χαρακτήρες | Iago[2][3], Cassio[2][3], Roderigo[2][3], Lodovico[2][3], Montano[2][3], A herald[2][3], Desdemona[2][3], Emilia[2][3], Otello[2][3] και d:Q63676615[3] |
Τόπος | Κύπρος |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο «Οθέλος» ή «Οθέλλος» (ιταλ. Otello) είναι όπερα τεσσάρων πράξεων που συνέθεσε ο Τζουζέπε Βέρντι σε λιμπρέτο του Αρρίγκο Μπόιτο, βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Ήταν η προτελευταία όπερα του Βέρντι και από πολλούς θεωρείται ότι είναι η καλύτερη. Έκανε πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου στις 5 Φεβρουαρίου 1887.
Με την απροθυμία του συνθέτη να γράψει κάτι καινούργιο μετά την επιτυχία της Αΐντα το 1871 και την απόσυρσή του στη σύνταξη, του πήρε του εκδότη του στο Μιλάνο δέκα χρόνια, πρώτα για να τον πείσει να γράψει οτιδήποτε, στη συνέχεια να τον ενθαρρύνει να επανεξετάσει την όπερα Σιμόν Μποκανέγκρα (1857) προτείνοντας τον Αρρίγκο Μπόιτο ως λιμπρετίστα και τελικά να ξεκινήσει την επίπονη διαδικασία να πείσει και να καλοπιάσει τον Βέρντι να δει το ολοκληρωμένο λιμπρέτο του Μπόιτο για τον Οθέλο τον Ιούλιο/Αύγουστο του 1881[4].
Η έβδομη δεκαετία της ζωής του Βέρντι δεν ήταν καλή για τον συνθέτη. Όπως έχει καταγραφεί στη βιβλιογραφία, «φάνηκε να εισήλθε [εκείνα τα χρόνια] σε φάση κατήφειας και κατάθλιψης […] [και] οι επιστολές του εκείνης της εποχής ήταν γεμάτες παράπονα για το ιταλικό θέατρο, την ιταλική πολιτική και την ιταλική μουσική εν γένει, με τον συνθέτη να τα αντιλαμβάνεται όλα ως βύθιση κάτω από την παλίρροια του Γερμανισμού».[5]
Η πρόταση του εκδότη του να επανεξετάσει την όπερα Σιμόν Μποκανέγκρα, αγνοήθηκε από τον Βέρντι, ο οποίος έστειλε ένα σημείωμα λέγοντας ότι το αποτέλεσμα του 1857, το οποίο είχε σταλεί στον συνθέτη για επανεξέταση, θα παρέμενε ανέγγιχτο "ακριβώς όπως μου το στείλατε"[6].
Ο Βέρντι θαύμαζε τα δραματικά έργα του Σαίξπηρ και, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, θέλησε να δημιουργήσει όπερες με βάση τα έργα του, παρόλο που η μία του προσπάθεια να το κάνει, στον Μάκβεθ του 1847, μολονότι είχε αρχικά επιτυχία, δεν έτυχε καλής αποδοχής όταν αναθεωρήθηκε για παράσταση στο Παρίσι το 1865[7].
Ο νέος κυβερνήτης της Κύπρου Οθέλος φθάνει στο νησί[8]. Μια δυνατή θύελλα μαίνεται καθώς το πλοίο του πλησιάζει την ακτή του νησιού. Στην ακρογιαλιά ο λαός προσεύχεται για την καλή προσάραξη του πλοίου, επειδή αυτό μεταφέρει το νικητή στρατηγό τους, Οθέλο, που μόλις είχε κατατροπώσει στη μάχη τους Οθωμανούς.
Ο Οθέλος βγήκε στη στεριά ασφαλής, μέσα στις ζητωκραυγές του λαού και πηγαίνει στο κάστρο, όπου τον υποδέχεται η ωραία σύζυγός του, Δυσδαιμόνα. Η Δυσδαιμόνα αγαπά πολύ τον Οθέλο, μολονότι είναι Μαροκινός. Όμως, έξω από το κάστρο, δύο άνθρωποι ανάμεσα στο πλήθος, δεν είναι ευτυχισμένοι από την επιστροφή του Οθέλου. Ο ένας, ο Ροδρίγος, ήθελε να καταστραφεί ο Οθέλος για να πάρει τη Δυσδαιμόνα. Ο άλλος είναι ο φαύλος Ιάγος, που μισεί τον Οθέλο, επειδή τον υποβίβασε και αφαίρεσε την ισχύ του. Βλέποντας πως ο Οθέλος δεν σκοτώθηκε, ο Ροδρίγος έχει αηδιάσει τόσο πολύ, ώστε θέλει ν' αυτοκτονήσει. Ο πολυμήχανος όμως Ιάγος προσπαθεί να πείσει τον Ροδρίγο να κάνει κουράγιο και υπόσχεται να καταστρέψει ο ίδιος τον Οθέλο.
Το διαβολικό μυαλό του Ιάγου αρχίζει να δουλεύει. Βάζει τον Κάσσιο, τον ευνοούμενο υπασπιστή του Οθέλου, να πιει τόσο πολύ ώστε, σε μια φιλονικία, ο Κάσσιος τραβά το σπαθί του και τραυματίζει τον Μοντάνο, τον πρώην κυβερνήτη της Κύπρου. Φτάνοντας σ' αυτή τη σκηνή ο Οθέλος απολύει με θυμό τον Κάσσιο.
Αργότερα, ο Κάσσιος μετανοεί για την ασυλλόγιστη πράξη του. Γνωρίζοντας ότι η Δυσδαιμόνα είναι μεγαλόψυχη, πηγαίνει και την παρακαλεί να επηρεάσει τον Οθέλο για να του ξαναδώσει το αξίωμά του. Η Δυσδαιμόνα συμφωνεί πρόθυμα. Ο Ιάγος καλεί τον Οθέλο στην είσοδο του κήπου, έτσι ώστε να δει τον Κάσσιο και τη Δυσδαιμόνα που συζητούν. Ο Ιάγος ρίχνει δηλητήριο στ' αυτιά του Οθέλλου, λέγοντάς του ότι άκουσε τον Κάσσιο να παραμιλά στον ύπνο του για μια μυστική αγάπη προς τη Δυσδαιμόνα.
Για καλή τύχη του Ιάγου, η τίμια Δυσδαιμόνα έρχεται στον Οθέλο και αρχίζει να συνηγορεί για την αποκατάσταση του Κάσσιου. Ο Οθέλος, πιστεύοντας πλέον στην ιστορία του Ιάγου, ιδρώνει από τη μανία του. Η Δυσδαιμόνα παίρνει το μαντήλι της να σκουπίσει το μέτωπο του συζύγου της. Ο Οθέλος πετάει στο χώμα το μαντήλι και η Δυσδαιμόνα επιστρέφει στο κάστρο με μελαγχολία. Εν τω μεταξύ, η Αιμιλία, η υπηρέτρια της Δυσδαιμόνας και γυναίκα του Ιάγου, παιρνει το μαντήλι για να το επιστρέψει στην κυρία της. Αλλά ο Ιάγος της το παίρνει.
Ο Ιάγος ρίχνει το μαντήλι στο δωμάτιο του Κάσσιου, ώστε να έχει απόδειξη ότι η Δυσδαιμόνα έδωσε το μαντήλι της στον Κάσσιο, σαν δείγμα της αγάπης της. Ο Οθέλος έχει εξοργιστεί επειδή αγαπά τη Δυσδαιμόνα και δεν πιστεύει ότι μπορεί να είναι τόσο άπιστη ώστε να δώσει σε άλλον το ανεκτίμητο μαντήλι.
Ο Ιάγος προτρέπει τον Οθέλο να κρυφτεί πίσω από μια κολώνα στην αυλή. Σε λίγο φέρνει τον ανύποπτο Κάσσιο μέσα στην αυλή και τον παρακινεί να πει πράγματα που αυτός θέλει να πει και να βγάλει το μαντήλι. Όταν ο Κάσσιος φεύγει, ο Οθέλος πάει στον Ιάγο και του ζητάει δηλητήριο για να σκοτώσει τη Δυσδαιμόνα. Αλλά ο άκαρδος Ιάγος τον συμβουλεύει να την στραγγαλίσει.
Εν τω μεταξύ, μια επίσημη αποστολή φτάνει από τη Βενετία για να τιμήσει τον Οθέλο και όλοι εκπλήσσονται επειδή σ' αυτή την επίσημη τελετή ο Οθέλος βρίζει και πετάει κάτω τη γυναίκα του.
Την ίδια νύχτα, ο Οθέλος μπαίνει στο υπνοδωμάτιο, προστάζει τη Δυσδαιμόνα να προσευχηθεί και μετά τη στραγγαλίζει. Ακούγοντας τις κραυγές της, οι άνθρωποι της αυλής όρμησαν στο δωμάτιο. Η Αιμιλία αφηγείται το άθλιο τέχνασμα του Ιάγου με το μαντήλι και ο Κάσσιος αρνείται ότι η Δυσδαιμόνα τον αγάπησε ποτέ. Ο Ιάγος φεύγει, μεγαλώνοντας την ενοχή του. Ο Οθέλος, αντιλαμβανόμενος το τραγικό του σφάλμα, αυτοκτονεί με ένα μαχαίρι.
Όταν η παράσταση δόθηκε στο Παρίσι στις 12 Οκτωβρίου του 1894, "ο Βέρντι συνέθεσε ένα σύντομο μπαλέτο (το οποίο) αποτελεί μέρος της τελετής υποδοχής για τους Βενετούς πρέσβεις στο φινάλε της τρίτης πράξης"[9].
Μέχρι σήμερα, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο έχει εμφανιστεί στις περισσότερες παραγωγές βίντεο της όπερας από οποιονδήποτε άλλον τενόρο.