Χένρυ Χάζλιτ | |
---|---|
Ο Χένρι Χάζλιτ | |
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 28 Νοεμβρίου 1894[1][2][3] Φιλαδέλφεια |
Θάνατος | 9 Ιουλίου 1993[3] ή 8 Ιουλίου 1993[4] Νέα Υόρκη[5] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[1][6] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | δημοσιογράφος οικονομολόγος φιλόσοφος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Χένρι Στιούαρτ Χάζλιτ (Henry Stuart Hazlitt, 28 Νοεμβρίου 1894 – 9 Ιουλίου 1993) ήταν ένας Αμερικανός δημοσιογράφος που έγραψε περί επιχειρηματικότητας και οικονομικών για εκδόσεις όπως Wall Street Journal, The Nation, American Mercury, Newsweek και New York Times. Το όνομά του αναφερόταν εκτενώς και στους φιλελεύθερους και στους συντηρητικούς κύκλους.
Ο Χένρι Χάζλιτ γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβάνια και μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ήταν απόγονος του Βρετανού συγγραφέα Ουίλιαμ Χάζλιτ[7]. Μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια και ο πατέρας του πέθανε όταν ο Χάζλιτ ήταν βρέφος. Οι πρώτοι του ήρωες ήταν ο Χέρμπερτ Σπένσερ και ο Γουίλιαμ Τζέιμς, ενώ η πρώτη του φιλοδοξία ήταν μία ακαδημαϊκή καριέρα στην ψυχολογία και στη φιλοσοφία. Παρακολούθησε μαθήματα στο Κολλέγιο Σίτυ της Νέας Υόρκης, αλλά μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έφυγε με σκοπό να υποστηρίξει τη μητέρα του η οποία ήταν χήρα για δεύτερη φορά[8].
Ο Χάζλιτ ξεκίνησε την καριέρα του στην Wall Street Journal ως γραμματέας αρχισυντάκτη όταν ήταν ακόμη στην εφηβεία, και το ενδιαφέρον του στα οικονομικά ξεκίνησε όταν εργαζόταν εκεί. Οι σπουδές του τον καθοδήγησαν στο βιβλίο «Η Κοινή Λογική της Πολιτικής Οικονομίας» (Common Sense of Political Economy) του Φίλιπ Γουίκστιντ για το οποίο αργότερα είπε πως ήταν η πρώτη του μεγάλη επιρροή στο αντικείμενο αυτό[9]. Ο Χάζλιτ δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, «Η Σκέψη ως Επιστήμη» σε ηλικία 21 ετών. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στις στρατιωτικές υπηρεσίες αεροπορίας του Τέξας. Επέστρεψε στην Νέα Υόρκη και εγκαταστάθηκε στην περιοχή Washington Square Park για πολλά χρόνια[10].
Στις αρχές της δεκαετίας του 1920, εργάσθηκε ως χρηματοοικονομικός συντάκτης στη New York Evening Mail και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όπως είχε αναφέρει ο Χάζλιτ, ήταν που η κατανόηση του στο πεδίο των οικονομικών βελτιώθηκε περαιτέρω μετά από συχνές συζητήσεις με τον πρώην καθηγητή οικονομικών του Χάρβαρντ Μπέντζαμιν Άντερσον, ο οποίος τότε εργαζόταν για την Chase National Bank στο Μανχάταν. Αργότερα, όταν ο εκδότης W.W.Norton του πρότεινε να γράψει μία επίσημη βιογραφία του συγγραφέα Μπέρτραντ Ράσελ, ο Χάζλιτ διασκέδασε αρκετά τον χρόνο που ξόδεψε, όπως ο ίδιος το περιέγραψε, με τον διάσημο φιλόσοφο[11]. Ο Λόρδος Ράσελ, ο οποίος θαύμαζε το ταλέντο του νεαρού δημοσιογράφου, είχε συμφωνήσει με την πρόταση του Norton[12], αλλά το έργο αυτό έληξε μετά από εργασία περίπου δύο χρόνων όταν ο Ράσελ δήλωσε την πρόθεσή του να γράψει ο ίδιος τη δική του αυτοβιογραφία[11].
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του μεσοπολέμου, μια πολύ παραγωγική περίοδο στην ιστορία της Αμερικανικής λογοτεχνίας, ο Χάζλιτ εργάστηκε σαν επιμελητής λογοτεχνικών εκδόσεων για τη New York Sun (1925-1929) και επίσης σαν επιμελητής εκδόσεων στην, αριστερών τάσεων, εφημερίδα The Nation (1930-1933), Παράλληλα με τη δουλειά του στο The Nation, ο Χάζλιτ επίσης εκδίδει το The Practical Program for America (1932), μια σύνθεση προτάσεων πολιτικής για τη Μεγάλη Ύφεση, που τον τοποθετεί όμως στη μειοψηφία αυτών που ζητούν τη μικρότερη κυβερνητική παρέμβαση στην οικονομία. Μετά από μια σειρά δημόσιων αντιπαραθέσεων με τον σοσιαλιστή Louis Fischer, ο Χάζλιτ σταμάτησε τη συνεργασία με το The Nation[13].
Το 1933, ο Χάζλιτ εκδίδει τo Anatomy of Critisism, μια εκτενή τριλογία στην οποία εξετάζει τη φύση της λογοτεχνικής κριτικής και αξιολόγησης, θεωρούμενη από πολλούς σαν μια πρώιμη ανασκευή της αποδόμησης[12]. Την ίδια χρονιά επιλέγεται να διαδεχθεί ως συντάκτης τον H.L.Mencken στο λογοτεχνικό περιοδικό The American Mercury, το οποίο ο Mencken είχε ιδρύσει μαζί με τον George Jean Nathan[14]. Σαν αποτέλεσμα, το Vanity Fari συμπεριέλαβε τον Χάζλιτ ανάμεσα σε αυτούς που παρουσίαζε στο φωτογραφικό του Hall of Fame[7]. Μετά από την κλιμάκωση συγκρούσεων με τον εκδότη του, τον Alfed A. Knopf Sr., δεν έμεινε πολύ καιρό στη θέση του, αλλά ο Mencken έγραψε πως ο Χάζλιτ ήταν «ο μόνος ικανός κριτικός τέχνης που ταυτόχρονα είναι και ικανός οικονομολόγος, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο», προσθέτοντας πως «είναι ένας από τους λίγους οικονομολόγους στην ανθρώπινη ιστορία που πραγματικά ξέρει να γράφει[15]».
To 1929 ο Xάζλιτ παντρεύτηκε τη Valerie Earle, κόρη του διακεκριμένου φωτογράφου και σκηνοθέτη ταινιών των Vitagraph Studios William P.S. Earle. Τους πάντρεψε ο ακτιβιστής πάστορας John Haynes Holmes, μα αργότερα χώρισαν[16]. Το 1936 παντρεύτηκε τη Frances Kanes, συγγραφέα του The Concise Bible[17], με την οποία αργότερα συνεργάστηκε στη συγγραφή μιας ανθολογίας Στωικών φιλοσόφων, τη The Wisdom of the Stoics: Selections from Seneca, Epictetus and Marcus Aurelius (1984). Έμειναν παντρεμένοι μέχρι τον θάνατο της Frances το 1991[18].
Από το 1934 ως το 1946, ο Χάζλιτ διετέλεσε αρχισυντάκτης του τμήματος οικονομικών και χρηματοοικονομικών των ΝΥΤ, γράφοντας σε μια εβδομαδιαία στήλη και στα ανυπόγραφα editorial της εφημερίδας περί οικονομικών, παράγοντας ένα σημαντικό αριθμό έργων[10]. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήρθε σε ρήξη με τον Άρθουρ Χέιζ Σούλζμπεργκ, εκδότη της εφημερίδας, επί του προσφάτως ιδρυθέντος συστήματος του Μπρέτον Γουντς, από το οποίο δημιουργήθηκαν η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο Χάζλιτ ήταν κατά του Συμφώνου του Μπρέτον Γουντς, κυρίως επειδή φοβόταν το ρίσκο του πληθωρισμού. Αφού συμφώνησε να μην γράψει πάνω στο θέμα, αναζήτησε μια άλλη οδό για το έργο του και έτσι αποφάσισε να μεταφερθεί στο περιοδικό Newsweek, για το οποίο έγραφε μια ενυπόγραφη στήλη, την Business Tides, από το 1946 έως και το 1966[15].
Τη μεγαλύτερη επιρροή στον Χάζλιτ, σύμφωνα με τον ίδιο, άσκησε το έργο του Λούντβιχ φον Μίζες, και του αναγνωρίζεται το γεγονός ότι εισήγαγε τις ιδέες της Αυστριακής Σχολής οικονομικών στον λαϊκό αγγλόφωνο άνθρωπο. Το 1938, παραδείγματος χάρη, αναθεώρησε την πρόσφατα εκδοθείσα μετάφραση της σημαντικής πραγματείας του Μίζες «Σοσιαλισμός» για τους ΝΥΤ, ανακηρύσσοντάς το «κλασσικό» και «την πιο καταστροφική ανάλυση σοσιαλισμού που γράφτηκε ποτέ[19]». Μετά τη μετανάστευση του εβραίου οικονομολόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες από την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη το 1940, ο Χάζλιτ φρόντισε να προσφέρει ο Μίζες editorials για τους ΝΥΤ, και βοήθησε να εξασφαλίσει μια θέση διδάσκοντος στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Με τις καταβολές των φίλων του, Μαξ Ήστμαν και Τζον Τσέιμπερλεϊν, ο Χάζλιτ επίσης βοήθησε να εισαχθούν ιδέες του Χάγιεκ και του έργου του «Ο Δρόμος προς τη Δουλεία» στο αναγνωστικό κοινό της Αμερικής. Η κριτική του στους ΝΥΤ έκανε το περιοδικό Reader's Digest, όπου ο Ήστμαν υπήρξε τακτικός συντάκτης, να εκδώσει μια από τις κατατεθείσες συντμήσεις του νομπελίστα πιο κοντά σε ένα πολύ μεγάλο κοινό[20].
Σε αντίθεση με πολλούς άλλους συγγραφείς της γενιάς του από τη δεξιά, ποτέ ο Χάζλιτ δεν βίωσε περίοδο της ζωής του που να ήταν σοσιαλιστής ή κομμουνιστής, ή κάποια σημαντική αλλαγή στις κλασικά φιλελεύθερες πολιτικές του απόψεις. Ήταν συνιδρυτής και αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Οικονομικής Παιδείας το οποίο κληρονόμησε τη μεγάλη του προσωπική βιβλιοθήκη τη δεκαετία του 1980. Το Ίδρυμα, που εγκαθίδρυσε ο Λέοναρντ Ριντ το 1946, θεωρείται το πρώτο think tank ιδεών περί την ελεύθερη αγορά. Ήταν επίσης ένα από τα πρώτα μέλη της κλασικής φιλελεύθερης εταιρείας Mont Pelerin το 1947[21].
Ο Χάζλιτ, μαζί με τον Τζον Τσέιμπερλεϊν (και τη Σούζαν Λα Φολέτ ως αρχισυντάκτρια) διετέλεσε συντάκτης σε ένα πρώιμο έντυπο για την ελεύθερη αγορά (το «The Freeman») από το 1950 έως το 1952, και κύριος αρχισυντάκτης του από το 1952 μέχρι το 1953. Οι συντάκτες του κατά τη θητεία του περιλάμβαναν τους Χάγιεκ, Μίζες και Βίλχελμ Ρέπκε, καθώς και τους συγγραφείς Τζέιμς Μπέρναμ, Μαξ Ιστμαν, Τζον Τ. Φλυνν, Φρανκ Μάιερ, Ρέιμοντ Μόουλι, Μόρι Ρισκιντ και Τζορτζ Σοκόλσκι[22]. Προτού αναλάβει την αρχισυνταξία, το Freeman υποστήριζε τον γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθυ στη διαμάχη του με τον Πρόεδρο Χάρι Τρούμαν στο ζήτημα του κομμουνισμού, σύμφωνα με ορισμένους κριτικούς «δίχως να κάνει διακρίσεις», αλλά μόλις έγινε αρχισυντάκτης, ο Χάζλιτ άλλαξε τη σκοπιά του περιοδικού σε υποστηρικτική προς τον τότε πρόεδρο Τρούμαν[23].
Το Freeman θεωρείται ευρέως ένας σημαντικός πρόδρομος του συντηρητικού National Review, που ιδρύθηκε από τον William F. Buckley Jr. και από την αρχή είχε μερικούς από τους ίδιους συντελεστές[24]. Ο Χάζλιτ ήταν η σημαία του National Review και σαν συνεργάτης και αργότερα σαν συντάκτης από την ίδρυση το 1955 μέχρι το θάνατό του το 1993. Υπήρχαν διαφορές μεταξύ των εντύπων: το Freeman υπό τον Χάζλιτ ήταν πιο προσγειωμένο και παρουσίαζε μεγαλύτερο εύρος απόψεων για την εξωτερική πολιτική από το National Review[23].
Ακόμα και πριν από την επιτυχία της με το The Fountainhead («Κοντά στον Ουρανό»), η μυθιστοριογράφος Άυν Ραντ ήταν φίλη με τον Χάζλιτ και τη σύζυγό του, Frances, και ο Χάζλιτ ήταν αυτός που τη σύστησε στον Μίζες, ενώνοντας τις δύο προσωπικότητες που θα γινόντουσαν από τους πιο ένθερμους υπερασπιστές του laissez-faire Καπιταλισμού[25]. Οι δύο τους έγιναν θαυμαστές του Χάζλιτ και ο ένας του άλλου[26].
Ο Χάζλιτ έγινε ευρέως γνωστός μέσω των άρθρων του και των συχνών αντιλόγων του με επιφανείς πολιτικούς στο ραδιόφωνο, συμπεριλαμβανομένων των: Αντιπροέδρου Χένρι Ουάλας, Υπουργού Εξωτερικών Ντιν Άτσεσον και Γερουσιαστών Πωλ Ντάγκλας και Χούμπερτ Χάμφρι, μελλοντικό Αντιπρόεδρο[10]. Στις αρχές του 1950, εμφανίστηκε στο Longines Chronoscope του CBS παίρνοντας συνέντευξη από πρόσωπα όπως ο Γερουσιαστής Joseph McCarthy και τον Βουλευτή Franklin D. Roosevelt, Jr., μαζί με τον συνεκδότη William Bradford Huie[27]. Με πρόσκληση του φιλοσόφου Sidney Hook, συμμετείχε στο American Committee for Cultural Freedom τη δεκαετία του '50[28].
Όταν τελικά αποχώρησε από το Newsweek το 1966, το περιοδικό τον αντικατέστησε με τρεις καθηγητές πανεπιστημίου: τον μονεταριστή της ελεύθερης αγοράς Μίλτον Φρίντμαν του Πανεπιστημίου του Σικάγο, τον μετριοπαθή Henry Wallich του Yale, και τον Κεϋνσιανό Paul A. Samuelson του M.I.T.[10] Το τελευταίο του ερευνητικό άρθρο εκδόθηκε στον πρώτο τόμο του The Review of Austrian Economics (τώρα, The Quarterly Journal of Austrian Economics) το 1987.
Ο Χάζλιτ πέθανε σε ηλικία 98 χρονών.
Βραβεύτηκε με τιμητικό διδακτορικό τίτλο στο Πανεπιστήμιο Francisco Marroquín στη Γουατεμάλα.
Οι καιροί απαιτούν θάρρος. Οι καιροί απαιτούν σκληρή δουλειά. Αλλά αν οι απαιτήσεις είναι υψηλές, το διακύβευμα είναι ακόμα σημαντικότερο. Δεν είναι τίποτα λιγότερο από το μέλλον της ελευθερίας, που σημαίνει το μέλλον του πολιτισμού[29]
Το έργο «Οικονομικά σε ένα μάθημα» (1946) έχει χαρακτηριστεί ως η «πιο ανθεκτική στον χρόνο συμβολή» του Χάζλιτ[29], με πωλήσεις ενός εκατομμυρίου αντιτύπων και διαθέσιμο σε δέκα γλώσσες[30]. Θεωρείται «διαχρονικά κλασικό» σε συντηρητικούς, φιλελεύθερους και κύκλους της ελεύθερης αγοράς[31]. Η Άυν Ραντ το χαρακτήρισε «μία θαυμάσια δουλειά θεωρητικής έκθεσης», ενώ το μέλος του Κογκρέσου Ρον Πωλ το κατατάσσει δίπλα στα έργα του Φρεντερίκ Μπαστιά και του Φρίντριχ Χάγιεκ[32]. Ο ίδιος ο Χάγιεκ εξήρε το έργο, όπως επίσης και ο συνάδελφος του επίσης βραβευμένος με Νόμπελ Μίλτον Φρίντμαν, ο οποίος είπε ότι η περιγραφή του συστήματος των τιμών από τον Χάζλιτ, για παράδειγμα, ήταν «πραγματικά κλασική: διαχρονική, σωστή, ανώδυνα διδακτική»[10].
Στο βιβλίο του «Βασικά Οικονομικά», ο Τόμας Σάουελ επίσης υμνεί τον Χάζλιτ, και το έργο του Σάουελ έχει αναφερθεί ότι «ακολουθεί την παράδοση οικονομικής έκθεσης των Μπαστιά-Χάζλιτ»[33]. Το 1996, οι εκδόσεις του βιβλιοπωλείου «Laissez Faire Books» κυκλοφόρησαν μια έκδοση για τη 50στή επέτειο με μια εισαγωγή από τον εκδότη και υποψήφιο για την προεδρία Στηβ Φορμπς[34].
Ακόμα ένα από τα ανθεκτικά στον χρόνο έργα του είναι «Η αποτυχία των νέων οικονομικών» (The Failure of the New Economics, 1959), μια λεπτομερής, κεφάλαιο-ανά-κεφάλαιο κριτική του μεγάλης επιρροής βιβλίου του Τζων Μέυναρντ Κέυνς, «Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος» (General Theory of Employment, Interest and Money), για το οποίο, παραφράζοντας μια φράση που αποδίδεται στον Σάμιουελ Τζόνσον, είπε ότι «αδυνατούσε να βρει σε αυτό έστω και μία θεωρία που να είναι ταυτόχρονα αληθινή και πρωτότυπη. Ό,τι είναι πρωτότυπο στο βιβλίο δεν είναι αληθινό, και ό,τι είναι αληθινό, δεν είναι πρωτότυπο[34]». Ο Χάζλιτ δημοσίευσε επίσης τρία βιβλία σχετικά με το θέμα του πληθωρισμού: το «Από το Σύστημα σταθερών ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς στον Παγκόσμιο Πληθωρισμό» (From Bretton Woods to World Inflation, 1984), καθώς και τα δύο μεγάλης επιρροής έργα του για τη φτώχεια, «Ο Άνθρωπος εναντίον του Κοινωνικού Κράτους» (Man vs. The Welfare State, 1969), και «Η Κατάκτηση της Φτώχειας» (The Conquest of Poverty, 1973), που κάποιοι θεωρούν ότι προεβλέψαν το μετέπειτα έργο του Τσαρλς Μάρευ «Χάνοντας Έδαφος» (Losing Ground)[35].
Το κύριο έργο του στη φιλοσοφία είναι «Τα Θεμέλια της Ηθικής» (The Foundations of Morality, 1964), μια πραγματεία περί της ηθικής της υπεράσπισης του ωφελιμισμού, που συμπληρώνει το έργο του Ντέιβιντ Χιουμ και του Τζον Στιούαρτ Μιλ. Το έργο του Χάζλιτ «Ο Δρόμος προς τη Δύναμη της Θέλησης» (The Way to Will-Power) του 1922, έχει περιγραφεί ως μια υπεράσπιση της ελεύθερης βούλησης ή αλλιώς «ατομική πρωτοβουλία ενάντια στις ντετερμινιστικές αξιώσεις της Φροϋδικής ψυχανάλυσης[12]». Σε αντίθεση με πολλούς άλλους στοχαστές της πολιτικής δεξιάς, ήταν αγνωστικιστής όσον αφορά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις[36].
Στο «Ένα Νέο Σύνταγμα Τώρα» (A New Constitution Now, 1942), που δημοσιεύθηκε κατά τη διάρκεια της άνευ προηγουμένου τρίτης θητείας του Φραγκλίνου Ντ. Ρούζβελτ ως Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Χάζλιτ ζήτησε την αντικατάσταση της υφιστάμενης ορισμένου χρόνου προεδρικής θητείας στις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα πιο αγγλο-Ευρωπαϊκό σύστημα κυβέρνησης «υπουργικού συμβουλίου», σύμφωνα με το οποίο ένας αρχηγός κράτους ο οποίος έχει χάσει την εμπιστοσύνη των νομοθετών ή του υπουργικού συμβουλίου μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μετά από ψηφοφορία μη εμπιστοσύνης σε μόλις 30 ημέρες. (Λίγο μετά το θάνατο του Ρούσβελτ, θεσπίστηκαν όρια διάρκειας προεδρικής θητείας.)
Το μυθιστόρημά του, του 1951, «Η Μεγάλη Ιδέα» (The Great Idea, που επανεκδόθηκε το 1966 ως «Ο χρόνος θα τρέχει πίσω», Time Will Run Back) απεικονίζει ηγεμόνες μιας κεντρικά σχεδιασμένης σοσιαλιστικής δυστοπίας να ανακαλύπτουν, εν μέσω του προκύπτοντος οικονομικού χάους, την ανάγκη να επαναφέρουν το σύστημα τιμολόγησης μέσω της αγοράς, την ιδιωτική ιδιοκτησία των κεφαλαιουχικών αγαθών και τις ανταγωνιστικές αγορές. Ο Χάζλιτ ήταν πολυγραφότατος, και συνέγραψε 25 έργα στη διάρκεια της ζωής του.
Το 1981, ο Πρόεδρος Ρόναλντ Ρήγκαν στην ομιλία του ενώπιον της «Διάσκεψης Συντηρητικής Πολιτικής Δράσης» (Conservative Political Action Conference) αποκάλεσε τον Χάζλιτ ως έναν από τους «ηγέτες της διανόησης» (μαζί με τους Χάγιεκ, Μίζες, Φρίντμαν, Ράσελ Κερκ, Τζέιμς Μπέρνχαμ και Φρανκ Μέγιερ), που έχουν «διαμορφώσει σε τόσο μεγάλο βαθμό τις σκέψεις μας[37]».
Ο Λούντβιχ φον Μίζες, δήλωσε σε ένα δείπνο προς τιμήν του Χάζλιτ: «Σε αυτή την εποχή της μεγάλης πάλης υπέρ της ελευθερίας και του κοινωνικού συστήματος στο οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ζουν ως ελεύθεροι, είστε ο ηγέτης μας. Έχετε ακούραστα πολεμήσει εναντίον της σταδιακής προέλασης δυνάμεων που ανυπομονούν να καταστρέψουν ό,τι ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει δημιουργήσει σε μια μακρά περίοδο αιώνων ... Είστε η οικονομική συνείδηση της χώρας μας και του έθνους μας[34]».
Από το 1997 έως το 2002 υπήρξε ένας οργανισμός υπό το όνομα «Ίδρυμα Χένρυ Χάζλιτ», που προώθησε ενεργά τη δικτύωση φιλελευθέρων στο διαδίκτυο, ιδίως μέσω της ιστοσελίδας του Free-Market.Net. Αυτός ο οργανισμός ονομάστηκε προς τιμήν του Χάζλιτ επειδή ήταν γνωστός για την προώθηση μέσω της γραφής του των φιλελεύθερων ιδεών σε ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων και για τη βοήθεια διασύνδεσης σε υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς. Το ίδρυμα ξεκίνησε μετά τον θάνατο του Χάζλιτ και δεν είχε καμία επίσημη σχέση με την περιουσία του.