Kawasaki T-4 | |
---|---|
T-4 προσγειώνεται στην αεροπορική βάση της Χαμαμάτσου (2010). | |
Τύπος | εκπαιδευτικό αεροσκάφος |
Κατασκευαστής | Kawasaki |
Χώρα προέλευσης | Ιαπωνία |
Παρθενική πτήση | 29 Ιουλίου 1985 |
Πρώτη παρουσίαση | 1988 |
Κύριος χειριστής | Ιαπωνικές Αεροπορικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας |
Μονάδες που παρήχθησαν | 208+ |
Το Kawasaki T-4 είναι ιαπωνικό δικινητήριο υποηχητικό αεριωθούμενο εκπαιδευτικό αεροσκάφος που αναπτύχθηκε και κατασκευάστηκε από την Kawasaki Heavy Industries. Μοναδικός χρήστης του είναι οι Ιαπωνικές Αεροπορικές Δυνάμεις Αυτοάμυνας (αγγλ. Japan Air Self-Defense Force, JASDF), γεγονός που εν μέρει οφείλεται στον περιορισμό στις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού που ισχύει στην Ιαπωνία μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκτός από την κύρια αποστολή τους ως εκπαιδευτικά, τα T-4 έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης από το ακροβατικό σμήνος Blue Impulse της JASDF, καθώς και ως αεροσκάφη συνδέσμου στους περισσότερους σχηματισμούς μαχητικών της ιαπωνικής αεροπορίας. Το πρωτότυπο XT-4 πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις 29 Ιουλίου 1985, ενώ το πρώτο αεροσκάφος παραγωγής παραδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1988.
Το Νοέμβριο του 1981 η Kawasaki, έχοντας επικρατήσει έναντι των ανταγωνιστικές προτάσεων των εταιρειών Mitsubishi και Fuji, επιλέχθηκε ως ο κύριος ανάδοχος για τον σχεδιασμό και την παραγωγή νέου εκπαιδευτικού αεροσκάφους, που αρχικά ονομάστηκε KA-850, σύμφωνα με τις ανάγκες του ιαπωνικού προγράμματος MT-X.[1] Στόχος του προγράμματος MT-X ήταν η αντικατάσταση των παλαιών εκπαιδευτικών Lockheed T-33[2] και Fuji T-1.[3] Επιπλέον, είχε εκφραστεί η επιθυμία το μελλοντικό εκπαιδευτικό αεροσκάφος να μπορεί να αξιοποιηθεί μέρος της εκπαίδευσης που γινόταν με τα υπερηχητικά εκπαιδευτικά Mitsubishi T-2.[4] Το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε την παραγωγή 220 αεροσκαφών και την ένταξη των πρώτων εξ αυτών σε υπηρεσία το 1988.[5]
Επικεφαλής της σχεδιαστικής ομάδας ης Kawasaki ήταν ο αεροναυπηγός Kohki Isozaki, ο οποίος συνεργάστηκε στενά με τους ειδικούς της JASDF.[6] H σχεδίαση της Kawasaki έπρεπε να ικανοποιήσει πτυχές του προγράμματος εκπαιδεύσεως της ιαπωνικής αεροπορίας που μέχρι τότε εκτελούνταν από διαφορετικούς τύπους αεροσκαφών. Κατά συνέπεια το T-4 έπρεπε να έχει συγκεκριμένο εύρος διηχητικών αεροδυναμικών χαρακτηριστικών, να είναι ευέλικτο, να έχει σχετικά χαμηλό λειτουργικό κόστος καθώς και υψηλά επίπεδα αξιοπιστίας. Η ευκολία στον χειρισμό ήταν ένα ακόμη ζητούμενο ώστε οι εκπαιδευόμενοι να μπορούν εύκολα να μεταπηδήσουν από το εμβολοφόρο Fuji T-3 έπειτα από μόλις 70 ώρες πτήσης. Επιπλέον, τα οικονομικά στοιχεία που αφορούσαν την επιχειρησιακή αξιοποίηση του τύπου θα έπρεπε να είναι συγκρίσιμα με αυτά των κορυφαίων προτάσεων του διεθνούς ανταγωνισμού εκείνης της περιόδου.[7]
Στον σχεδιασμό έπρεπε ακόμη να ενσωματωθούν και συγκεκριμένες πολιτικές επιδιώξεις: δόθηκε μεγάλη έμφαση στην υιοθέτηση του Ishikawajima-Harima F3-IHI-30, του πρώτου αμιγώς ιαπωνικού τουρμποφάν που εντάχθηκε σε παραγωγή.[7] Μία ακόμη επιλογή ήταν το αεροσκάφος να είναι δικινητήριο προκειμένου να έχει καλύτερες επιδόσεις αλλά και λόγω της έμφασης που δόθηκε στην ασφάλεια.[1] Η δομή του αεροσκάφους είναι στιβαρή, ανθεκτική σε ζημιές και με μεγάλη διάρκεια ζωής -προκειμένου να επιτευχθεί αυτό, επιλέχθηκε η περιορισμένη χρήση συνθετικών υλικών, συγκεκριμένα ανθρακονημάτων και κέβλαρ, σε τμήματα όπως ο ραδιοθόλος, στοιχεία του ουραίου και το σύστημα προσγείωσης. Εκτεταμένη ήταν επίσης η αξιοποίηση τεχνικών Υπολογιστικά Βοηθούμενου Σχεδιασμού (αγγλ. Computer-Aided Design, CAD) και Υπολογιστικά Βοηθούμενης Κατασκευής (αγγλ. Computer-Aided Manufacturing, CAM).[7] Όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στο να πιστοποιηθεί ο τύπος για συνολική διάρκεια ζωής 7500 ωρών πτήσης.[8]
Στις 29 Ιουλίου 1985 το πρωτότυπο, που έφερε την ονομασία XT-4, πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση. Τους μήνες πριν από την πρώτη πτήση του XT-4, η κατασκευάστρια υποστήριξε δημοσίως ότι το αεροσκάφος διέθετε υψηλότερες επιδόσεις σε σύγκριση με οποιοδήποτε σύγχρονό του υποηχητικό εκπαιδευτικό αεροσκάφος.[6] Παρά την περιορισμένη διαθεσιμότητα του κινητήρα F3-IHI-30, αυτός αποδείχθηκε αξιόπιστος και έτσι δεν υπήρξαν περιορισμοί στο ευρύτερο πρόγραμμα δοκιμών.[9] Κατασκευάστηκαν τέσσερα πρωτότυπα XT-4 για τις πτητικές δοκιμές XT-4, που διήρκεσαν δυόμισι χρόνια με την πραγματοποίηση περίπου 500 μεμονωμένων πτήσεων.[1] Βάσει των αποτελεσμάτων των δοκιμών έγιναν περιορισμένες τροποποιήσεις.[1]
Στις 28 Ιουνίου 1988 πραγματοποίησε την πρώτη του πτήση το πρώτο T-4- παραγωγής ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ξεκίνησαν οι παραδόσεις στην JASDF. Τα Τ-4 παρήχθησαν στις εγκαταστάσεις των εταιρειών Mitsubishi, Fuji και Kawasaki με την τελευταία να ηγείται του όλου εγχειρήματος[1] και την τελική συναρμολόγηση να πραγματοποιείται στις εγκαταστάσεις της Kawasaki στην πόλη Γκιφού. Το αρχικό πλάνο προέβλεπε πως η παραγωγή των T-4 θα διαρκούσε οκτώ χρόνια.[10]
Το Kawasaki T-4 προωθείται από δύο τουρμποφάν F3-IHI-30 μέγιστης ώσης 15,7 kN που αναπτύχθηκαν εγχώρια σε συνδυασμό με το Τ-4. Σύμφωνα με το περιοδικό Flight International οι επιδόσεις των Τ-4 ήταν συγκρίσιμες με άλλων διαδεδομένων εκπαιδευτικών, όπως το γαλλογερμανικό Dassault/Dornier Alpha Jet και το βρετανικό BAE Systems Hawk. Συγκεκριμένα, στα Τ-4 ο πτερυγικός φόρτος είναι χαμηλότερος και ο λόγος ώσης προς βάρος είναι κατά 20% υψηλότερος σε σχέση με τους προαναφερθέντες τύπους, γεγονός που επιτρέπει ρυθμούς ανόδου της τάξεως των 3000 m ανά λεπτό.[11] Παρόλο που δεν έχει δημιουργηθεί εξειδικευμένη έκδοση εγγύς υποστήριξης, το βασικό T-4 μπορεί να μεταφέρει πυραύλους αέρος-αέρος, βόμβες ή ατρακτίδιο πυροβόλου.[1]