Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Αλή πασάς ο Τεπελενλής | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1750 (περίπου) Τεπελένι |
Θάνατος | 5 Φεβρουαρίου 1822 Νησί Ιωαννίνων |
Αιτία θανάτου | τραύμα από πυροβολισμό |
Τόπος ταφής | Φετιχιέ τζαμί |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ισλάμ |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αλβανικά[1] Ελληνικά[1] |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Βασιλική Κονταξή |
Τέκνα | Βελή πασάς Μουχτάρ Πασάς Σαλίχ Πασάς |
Γονείς | Χάμκω |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής[i] (αλβανικά: Ali pashë Tepelena, τουρκικά: Tepedelenli Ali Paşa, 1740 - 24 Ιανουαρίου 1822) ήταν μουσουλμάνος Αλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου και ανήκε στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το πασαλίκι των Ιωαννίνων αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων. Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας και της Αλβανίας στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου αιώνα και 19ου αιώνα. Καταγόταν από το Τεπελένι της Αλβανίας (γεννήθηκε μεταξύ 1740-1750) και εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο αρχικά ως αρχηγός ληστοσυμμορίας, που εμπλέκεται σε συγκρούσεις με αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου. Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, την ανδρεία του, αλλά και τις δολοπλοκίες του, καταφέρνει να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίζεται πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων.
Γενάρχης της οικογένειάς του, ή ο πρώτος που έγινε ονομαστός από την οικογένειά του ήταν κάποιος Τούρκος ονόματι Μουσταφά ή Μούτζο Χούσσος, προπάππους του Αλή, αρχηγός ληστρικών ομάδων που δρούσε στην Ανατολία, περί τα τέλη του 17ου αιώνα που εξ αυτού και η οικογένειά του λεγόταν Μουτζοχουσσάτες[ii] η οποία και εγκαταστάθηκε στην Αλβανία, προερχόμενη από τη Μικρά Ασία, περίπου 80 χρόνια πριν τη γέννηση του Αλή Πασά. Γιος του Μουσταφά (Μουτζοχουσσάτη) ήταν ο Μουχτάρ (Μουτζοχουσσάτης) που λέγεται πως είχε λάβει μέρος στην πολιορκία της Κέρκυρας κατά τον πόλεμο με του Ενετούς το 1716. Από αυτή την ενέργεια η Υψηλή Πύλη τον αμνήστευσε για τις πρότερες ληστρικές δράσεις του, που όμως επανέλαβε αργότερα. Ο γιος του Μουχτάρ εκείνου, ο λεγόμενος Βελής, ήταν ο πατέρας του Αλή Πασά.
Ο Βελής ακολουθώντας τα χνάρια του παππού του αλλά και του πατέρα του ήταν αρχηγός συμμοριών και είχε υπό την προστασία του τα χωριά Λέκλη και Χόρμοβο της Βορείας Ηπείρου, όπου αφού σκότωσε τους αδελφούς του και τον εξάδελφό του Ισλάμπεη, είχε αναγνωρισθεί από την Πύλη πασάς δύο μικρών περιοχών λαμβάνοντας και τη θέση του Μουτασερίφη του Δελβίνου, για μικρό όμως διάστημα μέχρι το θάνατό του.
Ο Αλή γεννήθηκε στο Τεπελένι, ένα μικρό χωριό τότε της σημερινής Αλβανίας το 1744 (κατά νεότερες έρευνες, αντί 1740 ή 1750, ή 1752 που είχαν υποστηρίξει παλιότεροι βιογράφοι). Η μητέρα του λεγόταν Χάμκω, ήταν ελληνίδα στην καταγωγή και ελληνόγλωσση - δεύτερη γυναίκα του Βελή, κόρη του μπέη της Κόνιτσας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1753, που επηρέασε δραματικά την εφηβική του ηλικία, οι κάτοικοι των χωριών που δυνάστευε ο πατέρας του εξεγέρθηκαν, και οι Γαρδικιώτες συνέλαβαν τη Χάμκω και τη βίασαν ομαδικά, προτού την αφήσουν τελικά ελεύθερη.
Σύμφωνα με συχνές εκμυστηρεύσεις του Αλή, ο πατέρας του, ο Βελής, τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που άφησε στη γυναίκα του, Χάμκω, και στα δύο παιδιά του, τον Αλή και την αδελφή του Χαϊνίτσα, ήταν "μιά άθλια τρύπα και λίγα χωράφια"[ii].
Για τα παιδικά χρόνια του Αλή είναι γνωστό ότι ήταν πολύ ανήσυχος και του άρεσαν οι πολεμικές τέχνες. Λόγω αυτών εγκατέλειπε τους δασκάλους του και περιφέρονταν στα βουνά. Έτσι τα λίγα γράμματα που έμαθε τα όφειλε και μόνο στην επιμονή της μητέρας του. Είναι γεγονός πως ο Αλής ανατράφηκε από τη μητέρα του με υπέρμετρη φιλοδοξία και με στόχο να γίνει σπουδαίος, περισσότερο από τον πατέρα του, και μάλιστα κατά τη συνήθη έκφραση του Αλή αναγνώριζε πως εκείνη τον έκανε "άντρα και Βεζύρη".
Σε αυτό βοήθησε και η εξολόθρευση όλων των ετεροθαλών αδελφών του από τη μητέρα του, ένα σύνηθες πλέον άγριο φαινόμενο που είχε ξεκινήσει από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε πιο έντονα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και που υιοθετήθηκε ακόμη σε μεγαλύτερο βαθμό από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η παντελής όμως έλλειψη στοιχείων για την περίοδο των εφηβικών χρόνων του Αλή δεν επιτρέπει σε κανέναν να αναφερθεί στην περίοδο αυτή. Έτσι εικάζεται, πως μετά το θάνατο του πατέρα του, κατά την εφηβική του ηλικία, ο Αλής είχε καταφύγει στα γύρω βουνά και έτοιμος πλέον μαχητής είχε οργανώσει και αναλάβει αρχηγός συμμοριών που συγκροτούνταν από Τόσκηδες και Λιάπηδες ληστές, με τις οποίες επιχειρούσε τις ληστρικές επιδρομές σε ολόκληρη την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Λόγω της ληστρικής του αυτής δράσης συνελήφθη από τον πασά του Βερατίου, Κουρτ Αχμέτ πασά, αλλά αφέθηκε ελεύθερος αφού υποσχέθηκε να σταματήσει τις επιδρομές, υπόσχεση την οποία όμως δεν κράτησε, διότι όπως λέγεται ο πασάς αρνήθηκε να του δώσει για σύζυγο την κόρη του. Έπειτα λόγω της σκληρής καταδίωξης που αντιμετώπισε κατέφυγε στον Καπλάν πασά του Δελβίνου, του οποίου την κόρη (Εμινέ) παντρεύθηκε το 1768, μνηστεύοντας παράλληλα και την αδελφή του Χαϊνίτσα με τον μεγαλύτερο γιο του Καπλάν. Από αυτό τον γάμο ο Αλής απέκτησε και τους δυο του γιους, τον Μουχτάρ (1769) και τον Βελή (1773). Μέσω διαφόρων δολοπλοκιών κατάφερε να εξοντώσει τόσο τον πεθερό του όσο και τον διάδοχο αυτού Σελίμ χωρίς όμως να καταφέρει να διοριστεί αυτός πασάς ενώ παράλληλα εκδικήθηκε τους κατοίκους του Χορμόβου και του Λικλίου οι οποίοι είχαν πριν από χρόνια ατιμάσει τη μητέρα του.
Το 1785 διορίστηκε επόπτης των οδικών αρτηριών της Ρούμελης και ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που δρούσαν στη Θεσσαλία. Όμως, το 1787 όταν και διορίστηκε πασάς των Τρικάλων καταδίωξε και εξόντωσε τους πρώην συμμάχους του, λυτρώνοντας παράλληλα την περιοχή από τις ληστρικές επιδρομές και αποκτώντας τη φήμη ενός ικανού διοικητή.
Το 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζοτ λόγω εκστρατείας στον Δούναβη άρπαξε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία τελικά ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντας του μάλιστα δικαιοδοσία πέρα από την Αλβανία και την Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Από τη θέση του διοικητή του σαντζακίου των Ιωαννίνων θέτει σταδιακά τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σχεδόν αυτόνομου από την Πύλη κράτους, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ελλάδας και της Αλβανίας. Παράλληλα, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του, η πρωτεύουσά του τα Γιάννινα μετατρέπονται σε ένα σημαντικό πνευματικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο. Στην προσπάθειά του να πετύχει τους σκοπούς του προσεταιρίζεται όλες τις θρησκευτικές και εθνικές ομάδες της επικράτειάς του. Ωστόσο δεν διστάζει να συντρίψει κάθε αντίπαλό του με δυναμικό τρόπο. Παράλληλα αναπτύσσει σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ως πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα (Χιμάρα) και κατέλαβε την Πρέβεζα από τους Γάλλους, μετά την αιματηρή Mάχη της Νικόπολης. Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε τη Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. Κεντρικές φυσιογνωμίες στη μάχη του Σουλίου υπήρξαν οι γυναίκες του Σουλίου οι οποίες πολέμησαν γενναία στο πεδίο της μάχης υπό την καθοδήγηση της Μόσχως Τζαβέλλα, συζύγου του Λάμπρου Τζαβέλλα, και της Δέσπως Μπότση.[2] Οι γυναίκες του Σουλίου μάλιστα έμειναν γνωστές για τον περίφημο «χορό του Ζαλόγγου» κατά τον οποίο προτίμησαν να πηδήξουν στον γκρεμό τραγουδώντας και χορεύοντας αγκαλιά με τα παιδιά τους παρά να πιαστούν αιχμάλωτες μετά την πτώση του Σουλίου.[2] Η ηρωική τους πράξη προκάλεσε τον θαυμασμό της Ευρώπης και συνέβαλλε στη δημιουργία ενός έντονου φιλελληνικού κλίματος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.[2]
Ο Αλή Πασάς για το επίτευγμα της κατάληψης του Σουλίου διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι τη Θράκη. Μεταγενέστερες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου το 1812 και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους το 1819. Όντας ήδη σχετικά αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, ο Αλής είδε το κράτος του να εκτείνεται στη μέγιστη του εξάπλωση από την Πελοπόννησο μέχρι τη Μακεδονία.
Η επικράτηση του Αλή Πασά, ως ανώτατου οθωμανού διοικητή του ηπειροθεσσαλικού χώρου, ανατρέπει τις ισορροπίες που είχαν επιτευχθεί έως τότε μεταξύ του Μετσόβου και του οθωμανικού κράτους. Το 1795 μισθώνει για λογαριασμό του τον μουκατά της Χώρας Μετσόβου. Η ιστοριογραφία εκλαμβάνει αυτό το γεγονός ως το τέλος του προνομιακού καθεστώτος που απολάμβανε η περιοχή του Μετσόβου από τα μέσα του 17ου αιώνα. Ωστόσο, παρά την αυθαίρετη επιβολή εισφορών και τον τερματισμό της εποπτείας της Χώρας Μετσόβου από Οθωμανούς αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης, αυτή η αλλαγή δεν συνιστά κατάργηση του φορολογικού και, κυρίως, του διοικητικού και γεωγραφικού πλαισίου που διείπε μέχρι τότε την περιοχή. Ακόμα και το 1802, επτά χρόνια αφότου ο μουκατάς του Μετσόβου περιήλθε στα χέρια του Αλή Πασά, ο σουλτάνος Σελίμ Γ΄ απευθύνει έγγραφο προς τον διοικητή του σαντζακιού Τρικάλων και τον ιεροδίκη της ίδιας πόλεως, με το οποίο τους καθιστά γνωστή την ανανέωση προηγουμένων φιρμανιών του Μετσόβου. Ως διοικητική πράξη επιβεβαιώνει ότι ο Αλή Πασάς δεν είχε μετατρέψει τη Χώρα Μετσόβου σε προσωπικό του φέουδο, κάτι που είχε συμβεί με πολλούς οικισμούς της επικράτειάς του. Ωστόσο, παρά τον τυπικό σεβασμό που υποδεικνύει προς το προνομιακό καθεστώς του Μετσόβου, δεν παύει να το υπονομεύει σε όλες του τις πτυχές. Εκτός του ότι γίνεται ο αποκλειστικός νομέας της, επιβάλει στον πληθυσμό της μερικές δυσβάστακτες επιβαρύνσεις. Συγκεκριμένα, αυξάνει σημαντικά το ποσό του φόρου που πλήρωναν ως τότε και, επιπλέον, τους υποχρεώνει να διατηρούν στα ορεινά τους περάσματα αλβανική φρουρά διοριζόμενη από αυτόν. Επίσης, τα μεροκάματα των Μετσοβιτών μαστόρων (οικοδόμων και ξυλουργών) που απασχολεί στα οικοδομικά του έργα, καθώς και το κόστος της ξυλείας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους, επιβαρύνει την κοινότητα του Μετσόβου. Αυτές οι εξελίξεις, παρά τις συγκρούσεις που δημιουργούν στην τοπική κοινωνία, δεν μεταβάλουν την εσωτερική δομή του καθεστώτος της Χώρας Μετσόβου. Ο φορολογικός της μηχανισμός εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση τις μεθόδους που εφαρμόζονταν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Το 1820, ύστερα από την αποκάλυψη ότι δυο Αλβανοί σταλμένοι από τον Αλή αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ισμαήλ Πασόμπεη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ενοχλημένος από αυτό το γεγονός και θορυβημένος διότι ο Αλής ήταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα και κίνδυνος για τη συνοχή της αυτοκρατορίας του, διέταξε την απομάκρυνσή του από το πασαλίκι των Ιωαννίνων με σκοπό να τον περιορίσει στο Τεπελένι. Ο Αλής προσπάθησε να εξευμενίσει τον σουλτάνο, ζήτησε τη μεσολάβηση της Ρωσίας και της Αγγλίας ενώ κατέδωσε ακόμα και τη Φιλική Εταιρεία, της οποίας την ύπαρξη γνώριζε από το 1819. Τελικά το 1820 η Πύλη τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον κάλεσε να εμφανιστεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας.
Ο Μαχμούτ Β΄ κινητοποίησε το καλοκαίρι του 1820 κατά του Αλή στράτευμα 80.000 ανδρών[iii] με αρχηγό στην αρχή τον Ισμαήλ Πασόμπεη και στη συνέχεια τον Χουρσίτ Πασά. Ο Αλής βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς αντιμετώπισε σημαντική διαρροή οπλαρχηγών (ακόμη και οι γιοι του παραδόθηκαν παρά το γεγονός ότι τους είχε δώσει εντολή να αμυνθούν μέχρις εσχάτων) και στρατευμάτων, ενώ φάνηκε πως ο στρατός του δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για σύγκρουση με τα σουλτανικά στρατεύματα. Η πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων συνεχιζόταν λόγω της αντιγνωμίας που είχε ξεσπάσει μεταξύ των πολιορκητών (οφειλόταν στις δωροδοκίες των αξιωματικών από τον διαβόητο πασά). Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Αλής πήρε με το μέρος του, τους άλλοτε ορκισμένους εχθρούς του, Σουλιώτες με την προϋπόθεση να τους άφηνε να επανεγκατασταθούν στο Σούλι. Αξιοσημείωτο είναι πως την 25η Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας δεν δίστασε να κάψει μέρος της πόλης για να έχει καλύτερο οπτικό πεδίο το πυροβολικό του. Η κατάσταση άλλαξε όταν ο Πασόμπεης αντικαταστάθηκε από τον Χουρσίτ, ο οποίος επανέφερε την τάξη στο στρατόπεδο των πολιορκητών, περιόρισε τις επιδρομές των Σουλιωτών και έσφιξε τον κλοιό γύρω από τον Αλή. Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε τον Χουρσίτ να αρχίσει διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες όμως κατέλαβε τα ισχυρά οχυρά του κάστρου περιορίζοντας τον Αλή στο παλάτι του, όπου είχε συγκεντρώσει τους θησαυρούς του αλλά και πολλά βαρέλια πυρίτιδα απειλώντας να δώσει εντολή για ανατίναξη αν γινόταν έφοδος, πράγμα που δεν ευχαριστούσε τον Χουρσίτ που εποφθαλμιούσε την περιουσία του εχθρού του. Κατά τα τέλη του Νοεμβρίου του 1821 ολόκληρη σχεδόν η φρουρά του κάστρου είχε αυτομολήσει στον Χουρσίτ, αφήνοντας στον Αλή μόνο 500 άνδρες, από τους οποίους σε λίγο οι 430 προσχώρησαν στους Τούρκους. Η αποσχιστική δράση του Αλή Πασά αποτελεί ένα από τα κορυφαία παραδείγματα της θεσμικής διαφθοράς και των διασπαστικών τάσεων που επικρατούν εκείνη την περίοδο στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Τον Ιανουάριο του 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλής δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο Νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, Κιοσέ Μεχμέτ (κατά άλλους ήταν ο Αλή Χασάν), που είχε έρθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας. Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης[iv]. Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί. Ο τάφος αυτός (που περιβαλλόταν ως το 1944 με ωραίο ψηλό κιγκλίδωμα το οποίο αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να αντικατασταθεί τα τελευταία χρόνια από καινούργιο), φαίνεται πως ήταν τόπος προσκηνύματος[v] για τους, Αλβανούς κυρίως, μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά άλλες πηγές πάντως τον Αλή Πασά τον σκότωσαν Έλληνες, που μπήκαν στο σπίτι του και τον πυροβόλησαν από το κάτω πάτωμα μέσα στον οντά του. Στο σπίτι του, που σήμερα είναι μουσείο-αξιοθέατο της πόλης των Ιωαννίνων, υπάρχουν ακόμα και οι τρύπες από τις σφαίρες που διαπέρασαν το πάτωμα και σκότωσαν τον Αλή Πασά.
Ο Αλής κυβέρνησε επιβάλλοντας σκληρή πειθαρχία και εξολοθρεύοντας ανελέητα τους εχθρούς του και γενικά όποιον αμφισβητούσε την εξουσία του (Σουλιώτες, Γαρδικιώτες, Κατσαντώνης, Βλαχάβας, πασάδες Δελβίνου και Δίβρης). Κατά τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του κατασκεύασε δρόμους, λιμάνια, γέφυρες, υδραγωγεία, ίδρυσε σχολεία, είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους επιστήμονες και παγίωσε την ασφάλεια στην επικράτειά του μέσω της εξάλειψης της ληστείας, ενώ ιδιαίτερα στην πρωτεύουσά του, τα Γιάννενα ενισχύθηκε η βιοτεχνία, αναπτύχθηκαν το εμπόριο, οι τέχνες και τα γράμματα. Επίσης ήταν ανεκτικός έναντι των χριστιανών και στην επικράτειά του υπήρχε σχετική ανεξιθρησκεία, σε βαθμό που να χτίζει στο παλάτι του εκκλησίες για τους χριστιανούς συμβούλους του και τις χριστιανές του χαρεμιού του.
Ο Αλής είχε ζητήσει από τον Αυστριακό Κλέμενς φον Μέτερνιχ σχέδιο συντάγματος. Επίσης είχε κατά καιρούς συμμαχήσει καιροσκοπικά με τους Γάλλους, δηλώνοντας μάλιστα και θαυμαστής του Ναπολέοντα (αυτό δεν τον εμπόδισε να καταλάβει το 1798 τη γαλλοκρατούμενη Πρέβεζα και να κατακρεουργήσει τους Γάλλους αιχμαλώτους), είχε καλές σχέσεις με την Αγγλία, ιδίως μετά την αγορά της Πάργας το 1819, ενώ προσπαθούσε να δημιουργήσει καλό όνομα στη Δύση, υποδεχόμενος στο παλάτι του κάθε Ευρωπαίο περιηγητή που περνούσε από την επικράτειά του.
Αυτή η εικόνα, που διαδίδεται και από ξένους χρονικογράφους, οδήγησε κάποιους μεταγενέστερους συγγραφείς στην κατασκευή ενός μύθου περί "πεφωτισμένης δεσποτείας" ή ενός "οριενταλικού" Βοναπάρτη της Ηπείρου. Από σύγχρονες μελέτες αυτή η εικόνα κρίνεται εσφαλμένη και αναχρονιστική, η οποία μάλιστα συσκοτίζει τη φύση του ανταγωνισμού μεταξύ Αλή και Σουλιωτών. Ο Αλής, αρχικά ένας Τουρκαλβανός ληστής, θεωρείται ότι δεν διέθετε τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μιας "φωτισμένης δεσποτείας" στην Ήπειρο. Αντίθετα με ανάλογους άλλους ηγέτες που εμφανίστηκαν τότε μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (όπως ο Μοχάμετ Άλι στην Αίγυπτο ή ο Καραοσμάνογλου στη Σμύρνη) δεν ελάφρυνε τα βάρη των αγροτών, τουναντίον μάλιστα αύξησε υπέρμετρα τη φορολογία, και συνέτριψε τους τοπικούς φεουδάρχες μόνο για να υφαρπάξει τις ιδιοκτησίες τους. Στα ύστερα χρόνια της δεσποτείας του ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός, η γενικευμένη τρομοκρατία και η φρενήρης αναζήτηση προσωπικού πλουτισμού απέβη εις βάρος της οικονομικής δραστηριότητας. Κατά τα τελευταία χρόνια της εποχής του οι φόροι αυξάνονταν κατά 25% έως 30% το χρόνο με αποτέλεσμα τη φυγή των περίφημων συντεχνιών της Ηπείρου προς το εξωτερικό και τον στραγγαλισμό της παραγωγής και του εμπορίου. Στον φόρο που όριζε το οθωμανικό κράτος (χαράτσι) αυτός επέβαλε επί πλέον φόρο και μάλιστα σχεδόν ισόποσο, που παρακρατούσε για τον εαυτό του. Στη γεωργία δεν επιτέλεσε κανένα ουσιαστικό έργο γεωπονικού χαρακτήρα και καμία βελτίωση των καλλιεργητικών συνθηκών στα πολυάριθμα τσιφλίκια του. Τα έσοδά του προέρχονταν κυρίως από τη φορολογία, βασικώς στην οθωμανική μορφή της, και όχι από βελτίωση της παραγωγής.[3][4].
Η φαινομενική ανεξιθρησκεία στην Αυλή του δεν τον εμπόδιζε να τιμωρεί με θάνατο τους χριστιανούς και τις μουσουλμάνες που διατηρούσαν ερωτικούς δεσμούς μεταξύ τους. Την ίδια μέθοδο χρησιμοποιούσε και για τις χριστιανές μοιχαλίδες (με αυτή την πρόφαση έπνιξε στη λίμνη των Ιωαννίνων και την ερωμένη του γιου του, Μουχτάρ, την περίφημη Κυρά Φροσύνη, η οποία αρνήθηκε τον έρωτά του).
Όσοι απευθύνονταν σε αυτόν για διάφορα ζητήματα, αντιμετωπίζονταν με δικαιοσύνη και συνήθως βρίσκονταν συμβιβαστικές λύσεις. Όσον αφορά θέματα ανακρίσεων ή τιμωρίας, ο Αλή συνήθιζε να υποβάλλει τους ύποπτους ή ένοχους σε φρικτά μαρτύρια.
Οι διπλωματικές και διοικητικές του ικανότητες, το ενδιαφέρον του για νεωτερικές αντιλήψεις, η λαϊκή του θρησκευτικότητα, η θρησκευτική του ουδετερότητα, η πάταξη της ληστοκρατίας, η σκληρότητα και εκδικητικότητα που επιδεικνύει κατά την επιβολή της τάξης και η λεηλατική του συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα και κοινότητες, προκειμένου να αυξήσει τις προσόδους του, προκαλούν τον θαυμασμό και συνάμα τις επικρίσεις των συγχρόνων του, ενώ διχάζουν ακόμη την ιστοριογραφία αναφορικά με την προσωπικότητά του.
Ως χαρακτήρας ο Αλή ήταν αντιφατικός: συνδύαζε αρετές όπως οι ηγετικές ικανότητες, η κοινωνική δικαιοσύνη (με τα δεδομένα της εποχής), η ευστροφία, η πολιτική διάνοια και η θρησκευτική ανεκτικότητα με ελαττώματα όπως η φιλαργυρία και η βαναυσότητα. Αν και αγράμματος ευνοούσε την ανάπτυξη των γραμμάτων, ήθελε να οργανώσει το κράτος του στα πρότυπα των αντίστοιχων της Ευρώπης και μπορούσε να ελίσσεται πολιτικά με επιτυχία, ακόμη και με τη Δύση όντας μεγάλος διπλωμάτης αλλά και δολοπλόκος. Παρόλο που ήταν επίορκος και είχε εξοντώσει αρκετούς πρώην συμμάχους του (από τον πεθερό του μέχρι τους πρώην συντρόφους του ληστές) δεν δίσταζε να παίρνει υπό την προστασία του γόνους άλλων παλιών του φίλων (όπως π.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γιος του παλιού γνωστού του Αλή, Ανδρέα Βερούση). Ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, διατήρησε πάνω από 100 παλλακίδες, ωστόσο έτρεφε αληθινά αισθήματα προς την προστατευόμενη και μετέπειτα τελευταία του σύζυγο, Βασιλική Κονταξή, η οποία όμως δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή και το γεγονός πως την άρπαξε και την έκανε γυναίκα του σε ηλικία 12 ετών. Παρά το γεγονός ότι ήταν άθρησκος (ο ίδιος δήλωνε Μπεκτάσης ή Ιακωβίνος.[vi] ) ήταν ταυτόχρονα και δεισιδαίμονας με αποτέλεσμα να δέχεται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και τον ελέγχο των δερβίσηδων για την άστατη ζωή του, ενώ προσκύνησε με ευλάβεια το λείψανο του Κοσμά του Αιτωλού όταν αυτό μεταφέρθηκε κάποτε στα Ιωάννινα.
Ο Αλής έδειξε σχετική εύνοια και ανοχή προς το ελληνικό στοιχείο, σε σημείο που η επικράτειά του να είναι το μοναδικό μέρος όπου οι Έλληνες ήταν σχεδόν ισότιμοι με τους Οθωμανούς. Βέβαια ήταν αμείλικτος με όσους αμφισβητούσαν την εξουσία του. Έτσι καταδίωξε τους κλέφτες και τους αρματολούς, πολλούς από τους οποίους εξόντωσε (Αντώνης Κατσαντώνης, Βλαχάβας, Κώστας Λεπενιώτης, Λαζαίοι) και άλλους κυνήγησε (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ζαχαριάς κ.ά.). Επίσης διώχτηκαν οι ανυπότακτοι Σουλιώτες, οι Χειμαριώτες (Χιμάρα αρχ. Χιμέρα) καθώς και οι Παργινοί. Άλλη μια πόλη που υπέφερε από τον Αλή Πασά, χωρίς όμως να τον προκαλέσει προηγουμένως ήταν η Πρέβεζα, της οποίας οι κάτοικοι ήταν στο έλεος των ευνοούμενων του.[vii]
Τα μαρτύρια και οι εκτελέσεις Ελλήνων από τον Αλή αναφέρονται στην Ελληνική νομαρχία η οποία γράφτηκε το 1802, πριν από την καταστροφή του Σουλίου του 1803:
Στο ίδιο κείμενο αναφέρονται και οι μεθοδεύσεις του Αλή για να αρπάζει τις περιουσίες των υπηκόων του. Μια μέθοδος που χρησιμοποιούσε ήταν ο διορισμός κάποιου ως διοικητή σε μια περιοχή έναντι αμοιβής. Ο διοριζόμενος για να βγάλει τα έξοδα άρπαζε τις περιουσίες των κατοίκων. Στη συνέχεια ο Αλής φυλάκιζε ή και σκότωνε τον διοικητή και του έπαιρνε την περιουσία που είχε μαζέψει.[5]
Από την άλλη πλευρά, στη φρουρά του Αλή και στη στρατιωτική σχολή που ο ίδιος ίδρυσε εκπαιδεύτηκαν κάποιοι από τους σημαντικότερους πολεμιστές της Επανάστασης του 1821. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Γρίβας, ο Λάμπρος Βέικος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος Βαρνακιώτης. Επίσης άλλοι σπούδασαν στις περίφημες σχολές των Ιωαννίνων με τη βοήθειά του (Σαλώνων Ησαΐας). Είναι άξιο αναφοράς ότι στο παλάτι του Αλή Πασά είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί Έλληνες λόγιοι και επιστήμονες όπως ο προσωπικός του γιατρός Γεώργιος Σακελλάριος, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο δάσκαλος Ευστάθιος Καλογεράς, ο Αθανάσιος Ψαλίδας,τα πειράματα του οποίου παρακολουθούσε με πρόσκαιρο μάλλον ενδιαφέρον αφού μάλλον ενδιαφερόταν γι΄αυτά στο βαθμό που θα ενίσχυαν τη δύναμή του[6], ο Μπαλάνος Βασιλόπουλος, ο Ιωάννης Βηλαράς κ.α. ενώ τα Ελληνικά ήταν η επίσημη γλώσσα της αυλής του.[viii]. Έλληνες ήταν και οι διαχειριστές της περιουσίας και των οικονομικών του κράτους του (Μάνθος Οικονόμου, Αλέξιος Νούτσος, Ιωάννης Σταύρου, Αθανάσιος Λιδωρίκης). Άλλος Έλληνας που λάμβανε τον πλήρη σεβασμό του Αλή Πασά ήταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) ενώ τα δυο άτομα που βρίσκονταν στο πλευρό του πασά στις τελευταίες του στιγμές ήταν ο Θανάσης Βάγιας, που ήταν το δεξί του χέρι καθώς και η τελευταία του σύζυγος Κυρά Βασιλική.
i. ^ Το όνομα του Αλή Πασά σε άλλες τοπικές γλώσσες: αλβ: Ali Pashë Tepelena, βλαχ: Ali Pãshelu, και τουρκ: Tepedelenli Ali Paşa.
ii. ^ "Αλή Πασάς" έρευνα καθηγητού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γ. Παπαγεωργίου 2002.
iii.^ Ο Μαχμούτ κινητοποίησε εναντίον του 26 πασάδες με σύνολο στρατού 80000 ανδρών και με σερασκέρη αρχικά τον Πασόμπεη, αλλά κατόπι τον πασά της Πελοποννήσου Χουρσίτ. Κ.Ρωμαίου:«EΛΛΑΣ», τόμος 2ος, σελ 339, εκδ. Γιοβάνη
iv.^ Το 1874 τοποθετήθηκε επάνω στο μνήμα του η επιγραφή :Είναι το κομμένο κεφάλι του Αλή Πασά,του Τεπενενλή, μουτασερίφη των Ιωαννίνων, που εστασίασε προ 50 ετών (Κ.Ρωμαίου: «EΛΛΑΣ», τόμος 2ος, σελ 341, εκδ. Γιοβάνη)
v. ^ Ο Γάλλος περιηγητής V.Bérard που επισκέφτηκε τα Βαλκάνια το διάστημα 1890-92,κατά την παραμονή του σε χωριό της Ηπείρου ονόματι Άγιος Γεώργιος (Τσουρχλί),συνάντησε Τούρκους χωροφύλακες που Συνοδεύουν τις γυναίκες μέχρι το Σαρηγκιόλ. Είναι οι γυναίκες ενός μπέη της Κόνιτσας.Είχαν πάει πρώτα στα Γιάννινα, στου Αλή Πασά του Τεπελενλή τον τάφο, για να ζητήσουν τη γιατρειά του γέρου συζύγου τους (V.Bérard:Τουρκία και Ελληνισμός-Οδοιπορικό στη Μακεδονία, σελ 380, Εκδ.Τροχαλία, μτφ Μ. Λυκούδη)
vi.^ V.Bérard: Τουρκία και Ελληνισμός - Οδοιπορικό στη Μακεδονία, σελ 111, Εκδ.Τροχαλία (μτφ Μ. Λυκούδη)
vii.^ Μετά τη δεύτερη κατάληψη της πόλης, ο Αλής αν και δήλωσε πως θα σεβόταν την εσωτερική αυτονομία της Πρέβεζας, φρόντισε να τοποθετήσει στην ηγεσία της «Εξάρας» (όργανο αυτοδιοίκησης)πρόσωπα πιστά σε αυτόν και ταυτόχρονα οι Αλβανοί Μπεκήρ Αγάς και Τσατς μπέης, όργανα του Αλή,ασκούσαν τρομοκρατία στην πόλη. Κύριο τους μέλημα ήταν να δημεύουν περιουσίες κατοίκων και να τις παραχωρούν είτε σε συμπατριώτες τους είτε σε Έλληνες πιστούς στον Αλή. (Κ. Ρωμαίου: «EΛΛΑΣ», τόμος 2ος, σελ 368-370, εκδ. Γιοβάνη)
viii.^ Katherine Elizabeth Fleming:The Muslim Bonaparte, Diplomacy and Orientalism in Ali Pasha's Greece,σελ 61-62 (1999)