Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Γερμανική Πολεμική Αεροπορία Luftwaffe | |
---|---|
Το λογότυπο της Λούφτβαφφε | |
Ενεργό | 1956–σήμερα |
Χώρα | Ναζιστικη Γερμανια-Γερμανια |
Τύπος | Δύναμη Αεράμυνας |
Δύναμη | 30.311 προσωπικό 428 μαχητικά αεροσκάφη |
Συμπλοκές | Ψυχρός Πόλεμος Επιχείρηση Σκόπιμη Δύναμη Πόλεμος του Κοσόβου Πόλεμος του ΑφγανιστάνΔευτερος Παγκοσμιος Πολεμος |
Διοίκηση | |
Αρχηγός | Αντιπτέραρχος Καρλ Μίλνερ |
Διακριτικά | |
Διακριτικό |
Η Deutsche Luftwaffe (προφέρεται Ντόιτσε Λούφτβαφφε) είναι η Πολεμική Αεροπορία της Γερμανίας. Στη γερμανική γλώσσα ο όρος «Luftwaffe» χρησιμοποιείται γενικά για όλες τις πολεμικές αεροπορίες, π.χ. «die Britische Luftwaffe» είναι η Βρετανική Πολεμική Αεροπορία (RAF).
Ο προάγγελος της Luftwaffe, η «Luftstreitkräfte» (Αεροπορικές Δυνάμεις) ή «Die Fliegertruppen des deutschen Kaiserreiches» (Ιπτάμενα Στρατεύματα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας), ιδρύθηκε στα 1910 με την εμφάνιση του πολεμικού αεροσκάφους, το οποίο ωστόσο αρχικά προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί μόνον ως αναγνωριστικό υποστήριξης των χερσαίων δυνάμεων, όπως χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο τα αερόστατα κατά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 ή ακόμα και κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Πάντως δεν ήταν η πρώτη πολεμική αεροπορία του κόσμου, αφού η Γαλλία είχε ιδρύσει τη δική της δύναμη νωρίτερα στο ίδιο έτος, όπως και η Ιταλία, που υπήρξε μάλιστα και η πρώτη χώρα στον κόσμο που έκανε χρήση αεροσκαφών σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Λιβύη, κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911, οι δε Βρετανοί στα 1912 ίδρυσαν και αυτοί το δικό τους Βασιλικό Ιπτάμενο Σώμα (Royal Flying Corps) που στα 1918 συγχωνεύτηκε με τη Βασιλική Αεροπορική Υπηρεσία Ναυτικού (Royal Naval Air Service) για να σχηματίσουν τη RAF (Royal Air Force).
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Luftstreitkräfte χρησιμοποίησε μια μεγάλη ποικιλία αεροσκαφών, από καταδιωκτικά (όπως αυτά που κατασκεύαζαν οι εταιρίες «Albatros-Flugzeugwerke» και Fokker), αναγνωριστικά (Aviatik και DFW) και βαριά βομβαρδιστικά (Gothaer Waggonfabrik).
Τα καταδιωκτικά ήταν όμως αυτά που κέρδισαν τη μεγάλη δόξα στα μάτια του κοινού της εποχής, καθώς αυτά δημιούργησαν «άσσους» όπως ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν (Manfred von Richthofen), γνωστότερος ως ο "Κόκκινος Βαρόνος" ("der rote Baron" στα Γερμανικά), οι Ερνστ Ούντετ (Ernst Udet), Έρχαρντ Μιλχ και Χέρμαν Γκέρινγκ, μετέπειτα πρωτεργάτες της Luftwaffe, ο Όσβαλντ Μπέλκε (Oswald Boelcke), που θεωρείται ως ο θεμελιωτής των τακτικών της αερομαχίας και ο Μαξ Ίμελμαν (Max Immelmann), ο πρώτος αεροπόρος που τιμήθηκε με το φημισμένο παράσημο «Pour le Mérite». Όπως και το Γερμανικό Ναυτικό, ο Γερμανικός Στρατός χρησιμοποιούσε αερόπλοια Ζέπελιν (Zeppelin) για να βομβαρδίζει στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Μεγάλη Βρετανία.
Όλα τα γερμανικά και αυστροουγγρικά πολεμικά αεροσκάφη χρησιμοποίησαν το έμβλημα του «Σιδηρού Σταυρού» μέχρι και τις αρχές του 1918. Κατόπιν εμφανίστηκε ο «Βαλκανικός Σταυρός» (Balkenkreuz), ένα είδος μαύρου Ελληνικού Σταυρού σε λευκό βάθος.
Με την ήττα της Γερμανίας στον πόλεμο, η αεροπορία καταργήθηκε τελείως, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που απαίτησε την καταστροφή όλων των γερμανικών αεροσκαφών. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διάλυσης, η σημερινή Luftwaffe (που χρονολογείται από το 1956) δεν είναι η αρχαιότερη αυτόνομη αεροπορία του κόσμου, τίτλο που κατέχει η Βρετανική RAF, που ιδρύθηκε την 1η Απριλίου 1918.
Καθώς η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαγόρευε στη Γερμανία τη διατήρηση αεροπορίας, παρουσιάστηκε η ανάγκη της μυστικής έστω εκπαίδευσης των πιλότων της, για το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού πολέμου. Αρχικά, χρησιμοποιήθηκαν πολιτικές σχολές αεροπορίας μέσα στη χώρα, έτσι όμως μόνον ελαφρά εκπαιδευτικά αεροσκάφη μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, για να διατηρηθεί η βιτρίνα πως οι εκπαιδευόμενοι προορίζονταν απλά για πολιτικές αεροπορίες όπως η «Lufthansa». Προκειμένου να εκπαιδεύσει τους πιλότους της στην τελευταία τεχνολογία, η Γερμανία ζήτησε τη βοήθεια του μελλοντικού εχθρού της, της ΕΣΣΔ, που επίσης ήταν απομονωμένη στην Ευρώπη. Ένα μυστικό εκπαιδευτικό αεροδρόμιο δημιουργήθηκε στο Λίπετσκ της Ρωσίας στα 1924 και λειτούργησε για περίπου εννέα χρόνια, χρησιμοποιώντας κυρίως ολλανδικά και ρωσικά εκπαιδευτικά αεροσκάφη, αλλά ακόμη και μερικά γερμανικά, μέχρι να κλείσει στα 1933. Η βάση αυτή ήταν επίσημα γνωστή ως 4η Μοίρα της 40ης Πτέρυγας του Ερυθρού Στρατού.
Στις 26 Φεβρουαρίου του 1935, ο Αδόλφος Χίτλερ ανέθεσε στον άσσο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Χέρμαν Γκέρινγκ την επανασύσταση της Luftwaffe, παραβιάζοντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που υπογράφηκε στα 1919. Για την ενέργειά της αυτή, η Γερμανία δεν υπέστη κυρώσεις από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ούτε και από την Κοινωνία των Εθνών, και η αδράνεια της διεθνούς κοινότητας οδήγησε πρακτικά στην ακύρωση όλων των περιοριστικών όρων της Συνθήκης.
Αν και η νέα αεροπορία έπρεπε να είναι τελείως ανεξάρτητη από το στρατό, διατήρησε την παράδοση των βαθμών ιεραρχίας του στρατού για το προσωπικό της, μια παράδοση που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να τηρείται από την «Bundesluftwaffe» της ενοποιημένης Γερμανίας, όπως και από πολλές άλλες αεροπορίες ανά τον κόσμο. Παρ' όλα αυτά, πριν την επίσημη ανασύσταση της Luftwaffe, η παραστρατιωτική αεροπορική δύναμη που κάλυπτε το κενό, η «Deutscher Luftverband» (DLV, Γερμανική Αεροπορική Ένωση), με επικεφαλής τον Ερνστ Ούντετ (Ernst Udet) και με διακριτικά στολής που αργότερα η νεοϊδρυθείσα Luftwaffe οικειοποιήθηκε, χρησιμοποιούσε ειδικούς βαθμούς ιεραρχίας, που είχαν περισσότερο πολιτικό παρά στρατιωτικό χαρακτήρα.
Λέγεται πως ο Χέρμαν Γκέρινγκ είχε προσωπικά επιλέξει για τη Luftwaffe ένα έμβλημα που διαφοροποιούνταν από εκείνα των άλλων όπλων. Στηριζόταν στον αετό, ένα αρχαίο σύμβολο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά με κάποιες τροποποιήσεις. Από το 1933, όταν ανέβηκε στην εξουσία το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ, ο αετός καθιερώθηκε να κρατά ανάμεσα στα νύχια του το σύμβολο του κόμματος, τη σβάστικα, περιβαλλόταν δε από ένα δρύινο στεφάνι. Ο Γκέρινγκ αρνήθηκε για τη Λουφτβάφε τον αρχαίο εραλδικό αετό, που του φαινόταν υπερβολικά στυλιζαρισμένος, στατικός και ογκώδης, και προτίμησε ένα πιο νεανικό, πιο φυσικό και ελαφρύ αετό, με τα φτερά απλωμένα για πτήση, που ήταν πιο κατάλληλος ως σύμβολο για μία αεροπορία. Κι ενώ ο αετός της Βέρμαχτ κρατούσε σφιχτά, και στα δύο του πόδια, τη σβάστικα, ο αετός της Λουφτβάφε κρατούσε τη σβάστικα μόνο με το ένα του πόδι, ενώ το άλλο πρότασσε τα νύχια του σε μία απειλητική χειρονομία.
Η Λουφτβάφε είχε την ιδανική ευκαιρία να δοκιμάσει τους πιλότους, τα αεροσκάφη και τις τακτικές της κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο στα 1936-1939, όταν η Λεγεώνα Κόντορ εστάλη σε υποστήριξη των εθνικιστών επαναστατών, των οποίων ηγούνταν ο Φρανθίσκο Φράνκο (Francisco Franco). Ανάμεσα στα αεροσκάφη περιλαμβάνονταν τύποι που θα γίνονταν διεθνώς γνωστοί, όπως το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως Junkers Ju 87 Στούκα και το καταδιωκτικό Messerschmitt Bf 109. Ωστόσο, τα διακριτικά της Λουφτβάφε αντικαταστάθηκαν από τα Ισπανικά της Εθνικιστικής Αεροπορίας του Φράνκο, προκειμένου να μη φαίνεται στα μάτια του κόσμου πως η Γερμανία συμμετείχε άμεσα στον πόλεμο. Αντί για τη σβάστικα στην ουρά, τα Γερμανικά αεροσκάφη έφεραν το εθνικιστικό έμβλημα της αεροπορίας (ένα σταυρό του Αγίου Ανδρέα σε λευκό βάθος), ενώ στην άτρακτο και τις ημιπτέρυγες έφεραν μαύρους δίσκους. Όλα τα αεροσκάφη της Λεγεώνας χορηγήθηκαν σε μονάδες που τυποποιήθηκαν με ονομασίες που τελείωναν στον αριθμό «88». Έτσι η Μοίρα Βομβαρδιστικών ονομάζονταν Kampfgruppe 88, Κ/88 για συντομία και η Μοίρα Καταδίωξης Jagdgruppe 88 (J/88).
Μια πικρή γεύση των επερχόμενων συστηματικών βομβαρδισμών πόλεων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δόθηκε τον Απρίλιο του 1937, όταν μια συνδυασμένη δύναμη γερμανικών και ιταλικών βομβαρδιστικών της Εθνικιστικής Αεροπορίας σχεδόν κατέστρεψαν τη βασκική πόλη Γκουερνίκα στη βορειοανατολική Ισπανία. Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε σύσσωμη το γεγονός και πολλοί τότε φοβήθηκαν πως αυτός θα ήταν ο τρόπος διεξαγωγής του αεροπορικού πολέμου στο μέλλον, καθώς ο Ιταλός θεωρητικός Τζούλιο Ντουέ (Giulio Douhet), ο οποίος είχε ήδη πεθάνει στα 1930, είχε αναπτύξει πολύ «δημοφιλείς» ιδέες περί «στρατηγικού βομβαρδισμού», που υποστήριζαν ότι οι σύγχρονοι πόλεμοι θα κερδίζονταν πλήττοντας από αέρος τη βιομηχανική καρδιά του αντίπαλου έθνους και σπάζοντας το ηθικό του άμεσα θιγόμενου άμαχου πληθυσμού, μέχρι του σημείου που η αντίπαλη κυβέρνηση θα αναγκαζόταν σε συνθηκολόγηση, οι δε εξελίξεις αυτές στην Ισπανία αποτελούσαν κακό οιωνό για τα μελλούμενα στον μεγάλο πόλεμο, που θα ακολουθούσε λίγους μήνες μετά το τέλος του ισπανικού εμφυλίου.
Με το ξέσπασμα του πολέμου, η Λουφτβάφε ήταν μία από τις πλέον σύγχρονες, ισχυρές και έμπειρες αεροπορίες στον κόσμο, κυριαρχώντας στους Ευρωπαϊκούς ουρανούς με αεροσκάφη πολύ πιο προηγμένα από τους αρχικούς τους αντιπάλους. Η Λουφτβάφε αποτελούσε βασικό συντελεστή της τακτικής του «Blitzkrieg», του Κεραυνοβόλου Πολέμου, καθώς η «στενή αεροπορική υποστήριξη» που παρείχαν τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως Stuka και αεροπορική υπεροχή που παρείχαν τα μαχητικά αεροσκάφη αποτέλεσαν το κλειδί για πολλές από τις αρχικές Γερμανικές νίκες. Το Messerschmitt Bf 109 ήταν το πιο ευπροσάρμοστο και ευρέως παραχθέν μαχητικό που διέθετε ποτέ η Λουφτβάφε, έχοντας σχεδιαστεί όταν ακόμα στους ουρανούς κυριαρχούσαν τα διπλάνα. Πολλές εκδόσεις αυτού του αεροσκάφους παρήχθησαν. Ο κινητήρας του, ένας υγρόψυκτος Mercedes-Benz DB 601, αρχικά απέδιδε μέχρι και 1.000 ίππους. Η ιπποδύναμη αυτή αυξήθηκε, καθώς στους κινητήρες εισήχθη η τεχνολογία της άμεσης έκχυσης καυσίμου. Το Focke Wulf Fw 190 θεωρούνταν το καλύτερο Γερμανικό καταδιωκτικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι πρώτες του εκδόσεις διέθεταν μάλλον μικρές ημιπτέρυγες και αστεροειδή κινητήρα της BMW. Το Junkers Ju 87 «Stuka» αποτελούσε βασικό πλεονέκτημα για τον κεραυνοβόλο πόλεμο, χάρη στην ικανότητά του να βομβαρδίζει με θανάσιμη ακρίβεια, αλλά και στον τρόμο που προκαλούσε καθώς εφορμούσε κατά του στόχου του (υπό γωνία 75° και μεγαλύτερη) με τις σειρήνες του να σφυρίζουν, κάθετα.
Αρχηγός της Λουφτβάφε ήταν ο Χέρμαν Γκέρινγκ (Hermann Göring), ένας άσσος πιλότος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πρώην διοικητής της διάσημης «Jasta 1» (του Φον Ρίχτχοφεν), ο οποίος είχε γίνει από πολύ νωρίς μέλος του Ναζιστικού κόμματος. Το καλοκαίρι και φθινόπωρο του 1940 η Λουφτβάφε έχασε τη Μάχη της Αγγλίας πάνω από τον Βρετανικό εναέριο χώρο. Η μάχη της Αγγλίας αποτέλεσε την πρώτη πλήρως εναέρια μάχη της ιστορίας και την πρώτη αποτυχία της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά τις στρατιωτικές αποτυχίες στο Ανατολικό Μέτωπο, από τα 1942 και μετά, η Λουφτβάφε άρχισε μια σταθερή, σταδιακή πορεία παρακμής, που την οδήγησε στη συντριβή από την αριθμητική υπεροχή των συμμαχικών αεροσκαφών, που αναπτύχθηκαν εναντίον της. Στην Λουφτβάφε επίσης ανήκαν οι μεραρχίες αλεξιπτωτιστών και όλες οι ανεξάρτητες αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες. Την 4η Σεπτεμβρίου 1944 σχηματίσθηκε η 1η Στρατιά Αλεξιπτωτιστών, που διετάχθη να σταματήσει την προέλαση των Συμμάχων στο Βέλγιο.[1]
Προς το τέλος του πολέμου, η Λουφτβάφε δεν αποτελούσε πλέον βασικό παράγοντα του πολέμου και, παρότι παρουσίασε πολύ προηγμένα αεροσκάφη, όπως τα Messerschmitt Me 262 και Me 163 και νέα όπλα σαν τους πυραύλους εδάφους-εδάφους V1, η έλλειψη καυσίμων, η ανεπαρκής βιομηχανική παραγωγή και η απουσία έμπειρων πιλότων δεν της επέτρεψαν να ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη. Το πλεονάζον προσωπικό(Μέχρι τό τέλος του πολέμου απορροφούσε το 25% των νεοσυλλέκτων και κατά τον αμερικανό ιστορικό συνταγματάρχη Κόλε, που εξέτασε τα γερμανικά αρχεία, τον Σεπτέμβριο 1944 η αριθμητική δύναμη της Λουφτβάφε ήταν 1,925,291 άτομα)[2]οργανώθηκε σε μεραρχίες (18 πεζικού, μία τεθωρακισμένη και μία πυροβολικού) και πολέμησε υπό την ηγεσία του στρατού ξηράς [3].
Τον Αύγουστο του 1946 οι Σύμμαχοι διέλυσαν επίσημα τη Λουφτβάφε και απαγόρευσαν τη στρατιωτική αεροπορία στη Γερμανία. Αυτό άλλαξε όταν η Δυτική Γερμανία έγινε δεκτή στο ΝΑΤΟ στα 1955, καθώς οι Δυτικοί Σύμμαχοι πίστευαν πως η Γερμανία ήταν χρήσιμη απέναντι στην αυξανόμενη στρατιωτική απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων της του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, η Δυτικογερμανική Λουφτβάφε εξοπλιζόταν κυρίως με αεροσκάφη αμερικανικής σχεδίασης, που κατασκευάζονταν στη Γερμανία με άδεια. Έμβλημά της ήταν πλέον (και παραμένει) ο Σιδηρούς Σταυρός στην άτρακτο, που απηχεί την παράδοση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ στην ουρά φέρονταν η εθνική Σημαία της Δυτικής Γερμανίας.
Πολλοί διάσημοι πιλότοι μαχητικών, που είχαν πολεμήσει με τη Λουφτβάφε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντάχθηκαν στη νέα, μεταπολεμική αεροπορία και αφού έλαβαν μετεκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες από τους Αμερικανούς, επέστρεψαν στη Δυτική Γερμανία για να αξιοποιήσουν το νέο εξοπλισμό που οι ΗΠΑ είχαν χορηγήσει στη αεροπορία τους. Ανάμεσά τους βρίσκονταν ο Έριχ Χάρτμαν (Erich Hartmann), ο κορυφαίος άσσος όλων των εποχών παγκοσμίως με 352 καταρρίψεις και άλλοι μεγάλοι άσσοι του πολέμου, που ξανάδωσαν στη Λουφτβάφε κάτι από την παλιά της δόξα.
Κατά τη δεκαετία του ’60, η κρίση των Starfighter αποτέλεσε ένα μεγάλο πολιτικό πρόβλημα για τη χώρα, καθώς πολλά από αυτά τα αεροσκάφη της Λόκχιντ (Lockheed) συνετρίβησαν, αφού τροποποιήθηκαν ειδικά για να προσαρμοστούν στις ανάγκες της Luftwaffe. Από τα 916 «Starfighter» στην υπηρεσία της Λουφτβάφε, τα 292 συνετρίβησαν, αφαιρώντας και τις ζωές 115 πιλότων, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Γερμανικού λαού, που θεωρούσε τα F-104 ανασφαλή αεροσκάφη.
Οι αρμόδιοι της Λουφτβάφε απέδειξαν πως παρόμοια αεροσκάφη στο εξωτερικό ήταν πολύ ασφαλέστερα (η Ισπανία κατά την ίδια περίοδο δεν είχε χάσει κανένα). Οι Αμερικανοί απέδωσαν το υψηλό ποσοστό απωλειών των γερμανικών F-104 στον ορμητικό τρόπο με τον οποίο οι Γερμανοί πιλότοι πετούσαν (συχνά σε πολύ χαμηλό ύψος), παρά στα όποια ελαττώματα του αεροσκάφους. Ο Γιοχάνες Στάινχοφ (Johannes Steinhoff), άσσος του πολέμου με 176 καταρρίψεις στο ενεργητικό του και αρχηγός της νέας Λουφτβάφε, μαζί με τον υπαρχηγό του Γκίντερ Ραλ (Günther Ral) (με 275 καταρρίψεις), άφησαν τα επιτελικά τους καθήκοντα και έφυγαν στην Αμερική όπου εκπαιδεύτηκαν στο χειρισμό των αεροσκαφών αυτών από τους ειδικούς της εταιρείας Lockheed και παρατήρησαν κάποιες ιδιαιτερότητες στην εκπαίδευση, όπως την παντελή απουσία ασκήσεων σε ορεινό ή ομιχλώδες περιβάλλον, που, σε συνδυασμό με κάποιους ελιγμούς, όπως απότομες στροφές του αεροσκάφους, θα μπορούσαν να προκαλέσουν ατυχήματα. Οι Στάινχοφ και Ραλ άλλαξαν αμέσως το πρόγραμμα εκπαίδευσης των πιλότων F-104 και σύντομα τα ποσοστά ατυχημάτων έπεσαν σε επίπεδα ανάλογα ή και καλύτερα από άλλων χωρών.
Οι άνθρωποι αυτοί δημιούργησαν το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματισμού που χαρακτηρίζει τη σημερινή Λουφτβάφε και καθιέρωσαν την τακτική της μετεκπαίδευσης των πιλότων τους στο εξωτερικό. Πάντως το F-104 ουδέποτε κατόρθωσε να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά του «ιπτάμενου φέρετρου» και αντικαταστάθηκε στη Γερμανία πολύ νωρίτερα απ’ ότι σε άλλες χώρες.
Από τον Ιούνιο του 1979, η Luftwaffe άρχισε να παραλαμβάνει 212 αεροσκάφη Panavia Tornado IDSs.
Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να χορηγούν στη Γερμανία πυρηνικά όπλα για χρήση σύμφωνα με τις συνθήκες του ΝΑΤΟ. Τα Γερμανικά αεροσκάφη διαθέτουν 60 πυρηνικές βόμβες B61, που σε περίπτωση πολέμου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τα Panavia Tornado.
Η Αεροπορία της Ανατολικής Γερμανίας εξοπλίζονταν από αεροσκάφη Ανατολικο-Ευρωπαϊκής παραγωγής, όπως τα Sukhoi Su-17 και τα πιο διάσημα αεροσκάφη της οικογένειας MiG, όπως τα μαχητικά MiG-21, MiG-23 και MiG-29, χρησίμευε δε σαν προέκταση της Ερυθράς Αεροπορίας στην Ανατολική Γερμανία. Η Αεροπορία της Ανατολικής Γερμανίας (Luftstreitkräfte der NVA) ήταν μοναδική ανάμεσα στη χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, καθώς συνήθως εξοπλίζονταν με τελευταίας τεχνολογίας και Σοβιετικών προδιαγραφών αεροσκάφη και όχι παρωχημένα υποδείγματα εξαγωγής. Σαν προέκταση της Σοβιετικής αεροπορίας, η Luftstreitkräfte είχε λιγότερη αυτονομία από άλλες αεροπορίες χωρών του ανατολικού μπλοκ. Αντίθετα από την Luftwaffe της Δυτικής Γερμανίας, τα αεροσκάφη της έφεραν διακριτικά που αντικατόπτριζαν την ταυτότητα της χώρας ως μέλους του κομμουνιστικού κόσμου. Το έμβλημά της ήταν ένα διαμαντόσχημο σχέδιο, που διατρεχόταν από τρεις κάθετες λωρίδες χρώματος μαύρου, κόκκινου και χρυσού, που καλύπτονταν από το τυποποιημένο σύμβολο της Ανατολικής Γερμανίας, με το σφυρί και το διαβήτη.
Μετά την επανένωση της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας τον Οκτώβριο του 1990, τα αεροσκάφη της NVA εντάχθηκαν στη ενιαία Luftwaffe και τα παλαιά διακριτικά αντικαταστάθηκαν από το Σιδηρό Σταυρό, δημιουργώντας το μοναδικό φαινόμενο Σοβιετικών αεροσκαφών που υπηρετούν σε αεροπορία του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, τα περισσότερα εξ αυτών πρόκειται να αποσυρθούν από την ενεργό υπηρεσία και κάποια από αυτά να πωληθούν σε ενδιαφερόμενες γειτονικές χώρες.
Η ύπαρξη πιλότων άρτια εκπαιδευμένων στα MiG-29 επέτρεψε την οργάνωση εκπαιδευτικών ασκήσεων εξομοίωσης μάχης με σοβιετικά αεροσκάφη, μέχρι που αυτά πωλήθηκαν στην Πολωνία. Την δυνατότητα αυτή εκμεταλλεύτηκαν και οι ΗΠΑ, που έστειλαν πιλότους στη Γερμανία για να ασκηθούν σε αληθινές τακτικές πολέμου.
Τον Μάρτιο του 1999 η Λουφτβάφε έλαβε μέρος, για πρώτη φορά από το 1945, σε πολεμικές επιχειρήσεις μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο. Όπως σχολιάστηκε, ήταν η πρώτη φορά που η γερμανική Λουφτβάφε και η βρετανική RAF πολέμησαν πλάι-πλάι. Κανένα γερμανικό αεροσκάφος δεν χάθηκε κατά τα επεισόδια, αλλά η παρουσία τους επικρίθηκε, λόγω της αντίθεσης της γερμανικής κοινής γνώμης. Χαρακτηρίστηκε μάλιστα και αντισυνταγματική ενέργεια, αφού από το 1949 το Γερμανικό Σύνταγμα (Grundgesetz) απαγορεύει τη συμμετοχή της χώρας σε επιθετικούς πολέμους.
Από τη δεκαετία του 70, η Luftwaffe και αεροπορίες άλλων χωρών έδειξαν ενδιαφέρον για τη δημιουργία Ευρωπαϊκών μαχητικών όπως το Panavia Tornado και πιο πρόσφατα το Eurofighter Typhoon, που μπήκε σε υπηρεσία το 2006.
Στα 2004 ανακοινώθηκε η απόφαση μείωσης του στόλου της Luftwaffe από 426 αεροσκάφη σε 265 μέχρι το 2015. Αν η παραγγελία των 180 Eurofighter Typhoon ολοκληρωθεί, αυτό θα σημάνει τον περιορισμό των Tornado σε 85 περίπου.