Συντεταγμένες: 40°59′43.4″N 22°52′35.4″E / 40.995389°N 22.876500°E
Κιλκίς | |
---|---|
![]() | |
40°59′43″N 22°52′35″E | |
![]() | |
Χώρα | Ελλάδα |
Περιφέρεια | Κεντρική Μακεδονία |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Κιλκίς |
Υψόμετρο | 280 μέτρα |
Πληθυσμός | 23.182 (2021) |
Ταχ. κωδ. | 611 00 |
Τηλ. κωδ. | 23410 |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
![]() | |
Το Κιλκίς είναι πόλη της Μακεδονίας, έδρα του δήμου Κιλκίς και πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς στην Κεντρική Μακεδονία.
Λίγα χιλιόμετρα νοτίως του σημερινού Κιλκίς, υπήρχε κατά την αρχαιότητα η πόλη Καλλικώς, που τους ρωμαϊκούς χρόνους ονομάστηκε Κάλλικουμ. Από τους κατοίκους του Καλλικού ιδρύθηκε τη βυζαντινή περίοδο πόλισμα, που πήρε την ονομασία Καλκούσι. Την οθωμανική περίοδο η πόλη έγινε έδρα καζά. Τον 19ο αιώνα, όταν ήταν γνωστό ως Κούκους (βουλγαρικά: Кукуш)[1][Χρειάζεται σελίδα], αποτέλεσε κέντρο βουλγαρικής δράσης, ενώ η προσπάθεια να δημιουργηθεί εκεί ελληνική κοινότητα απέτυχε. Με τον Α' Βαλκανικό πόλεμο καταλήφθηκε από τον βουλγαρικό στρατό, ενώ μετά τη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά τον Ιούνιο του 1913 η πόλη εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της και πυρπολήθηκε. Ήδη από το 1913 δέχθηκε πλήθος Μακεδόνων και Θρακών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν σε αυτή, από τη βόρεια Μακεδονία, την Ανατολική Ρωμυλία και την Ανατολική Θράκη. Σήμερα κοντά στην πόλη έχει αναπτυχθεί η Βιομηχανική Περιοχή στο Σταυροχώρι. Απέχει 48 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, 66 χιλιόμετρα από το αεροδρόμιο «Μακεδονία» και γειτνιάζει με την ελληνο-βορειομακεδονική μεθόριο. Είναι κτισμένη στους πρόποδες του λόφου του Αγίου Γεωργίου, όπου σώζεται η μεταβυζαντινή ομώνυμη εκκλησία του 1830.
Η περιοχή υπήρξε γνωστή από την εποχή του Τρωικού πολέμου ως κατοικία των Παιόνων με πρωτεύουσα την Αμυδώνα (σημερινό Αξιοχώρι). Οι Παίονες συμμετείχαν στον Τρωικό Πόλεμο με τον βασιλιά Πυραίχμη και τον Αστερόπαιο.[2] Ο λόφος και η γύρω περιοχή κατοικούνται από την αρχαϊκή εποχή, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα.
Παλατιανό (αρχαίο Ίωρον). Το αρχαίο Ίωρον - τοποθετείται στον σύγχρονο οικισμό του σημερινού Παλατιανού σε στρατηγική θέση διότι καταλάμβανε δύο λόφους δίνοντας έτσι πλεονέκτημα ελέγχου της διάβασης που συνέδεε τη Σιντική και την Παρορβηλία με την Κρηστωνία και τη Μυγδονία. Στίς ανασκαφές ευρέθηκαν το άγαλμα του Θεού Διονύσου - καθώς και ειδώλια της θεάς Κυβέλης τα οποία δηλώνουν πιθανή παλαιότερη λατρεία - επιγραφές και αγγεία με Διονυσιακές παραστάσεις οι οποίες και δηλώνουν την ύπαρξη κατά την αρχαιότητα του διάσημου ιερού του Διονύσου. Εξίσου σημαντικά είναι τα ευρήματα στο χώρο του Παλατιανού ενός ταφικού κτίσματος το οποίο φέρει πάνω στο βάθρο του τέσσερα μαρμάρινα αγάλματα που παριστάνουν, αφηρωισμένα, τα μέλη μιας επιφανούς οικογένειας της περιοχής. Τα ονόματά τους, Πάτραος, Αμμία, Αλέξανδρος, Ζόιλος και Μήδης τα οποία είναι κοινά στη Μακεδονία. [3]
[4] Η πόλη πήρε το όνομά της από την αρχαία πόλη Καλλικώς, που στη συνέχεια ως Ρωμαϊκός σταθμός του 1ου αιώνα π.Χ. ονομάζονταν Κάλλικουμ (Callicum). Callicum ή Καλλικώς ήταν το δερμάτινο κόσκινο με το οποίο συλλέγονταν ο χρυσός από τον ποταμό Εχέδωρο. Άλλωστε ο ποταμός πήρε την ονομασία "Γαλλικός" από τον οικισμό Καλλικό. Σήμερα ο οικισμός Καλλικώς/Καλλικός έχει ταυτιστεί με την Κολχίδα Κιλκίς, όπου υπάρχουν ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά ερείπια οικισμού.[5] Το Καλλίκουμ αποτελούσε επίσης σημαντικό σταθμό στη δημόσια Ρωμαϊκή οδό που διέρχονταν την περιοχή.
Με την προσχώρηση των κατοίκων της περιοχής στον Χριστιανισμό ιδρύεται η Επισκοπή Καλλικού. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. ιδρύεται στον λόφο του σημερινού Κιλκίς, η μονή της Παναγίας της Καλλικούς και γύρω από αυτή εξελίσσεται ένα μικρό πόλισμα.
Κατά τον 10ο αιώνα με την ίδρυση της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, η πόλη Καλλικόν λεηλατείται από τους Βούλγαρους και πολλοί κάτοικοί της μεταναστεύουν στην Καλαβρία της Νοτίου Ιταλίας, που τότε ανήκε στο Βυζάντιο. Ίδρυσαν εκεί την πόλη Γαλλικιάνο (Gallicianò), όπου μέχρι σήμερα οι κάτοικοι γνωρίζουν την καταγωγή τους από το Καλλικόν της Μακεδονίας και διατηρούν την ελληνική τους συνείδηση και παράδοση. Λόγω της εκτεταμένης καταστροφής του 10ου αιώνα παύει και η Επισκοπή Καλλικού. Η σύγχρονη πόλη δημιουργήθηκε από τους κατοίκους του κατεστραμμένου Καλλικού, μετά το 1014, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ κατέστρεψε τον Βουλγαρικό στρατό και επανήλθε η ηρεμία στην περιοχή. Πολλοί κάτοικοι του Καλλικού συνέρρευσαν τότε στη μονή της Παναγίας της Καλλικούς και το ήδη υπάρχον πόλισμα εξελίχτηκε σε κωμόπολη με το όνομα Καλλικούς και μετέπειτα, εκ παραφθοράς, Καλκούσι.
Το 1246 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης εκστράτευσε και επετέθη κατά των Βουλγάρων. Ο Ιωάννης ανέκτησε την περιοχή από τον Αξιό έως τον ποταμό Έβρο ενσωματώνοντας την περιοχή στη βυζαντινή Αυτοκρατορία της Νίκαιας.[6][7][8]
Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1530, το Κιλκίς είχε 195 χριστιανικά νοικοκυριά.[9] Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Κιλκίς αναφέρεται πάλι τον 17ο αιώνα ως σημαντικό αγροτοεμπορικό Κέντρο. Το «χωρίον Κηλκήση» αναφέρεται σε εκκλησιαστικό κώδικα του 1732.[10][11] Στα μέσα του 18ου αιώνα η πρωτεύουσα του καζά Αβρέτ Χισάρ (σημ. Γυναικοκάστρου) μεταφέρθηκε από το Γυναικόκαστρο στο Κιλκίς.[12] Στα τέλη του 18ου αιώνα, το Κιλκίς αποτελούσε τσιφλίκι του Γιουσούφ Μουχλίς πασά, γιου του Ισμαήλ μπέη από τις Σέρρες.[εκκρεμεί παραπομπή]
Από τα μέσα του 19ου αιώνα ξεκίνησε να διαδίδεται στο Κιλκίς η βουλγαρική εθνική ιδεολογία.[13] Το 1869, προκειμένου να αποτρέψει τη μαζική προσχώρηση της τοπικής ορθόδοξης κοινότητας στην Καθολική Εκκλησία, τους ουνίτες προσηλυτιστές οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στην περιοχή εκμεταλλευόμενοι τους αναδυόμενους εθνικούς ανταγωνισμούς, το Πατριαρχείο απέστειλε στο Κιλκίς ένα Βούλγαρο ιερέα.[14] Όταν το 1874 υπήρξε συνεννόηση μεταξύ της Εξαρχίας και του Πατριαρχείου για την απομάκρυνση των εξαρχικών επισκόπων από τη Μακεδονία, περίπου 1.200 οικογένειες Κιλκισιωτών υπό τον εξαρχικό επίσκοπο Νείλο Ισβόρωφ πέρασαν στην Ουνία, εξακολουθώντας να τελούν τις θρησκευτικές τελετές στη βουλγαρική, αποφεύγοντας την εισφορά στον πατριαρχικό επίσκοπο και επωφελούμενοι από τη δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που παρείχε το προσωπικό της Ουνίας.[15] Μετά το 1878, την ίδρυση της ανεξάρτητης Βουλγαρίας και την εξασφάλιση ύπαρξης βουλγαρικής εθνικής εκκλησίας, η ουνιτική κοινότητα του Κιλκίς συρρικνώθηκε, αριθμώντας 300 οικογένειες το 1897 και μόλις 30, έναντι περ. 1.400 εξαρχικών οικογενειών, το 1909.[16]
Το 1874 ο πληθυσμός του καζά του Αβρετ-Ισάρ, πρωτεύουσα του οποίου ήταν το Κιλκίς, ήταν σχεδόν αποκλειστικά βουλγαρικός, όπως μας πληροφορεί ο πρόξενος της Αυστροουγγαρίας φον Κναπ σε έκθεσή του προς τον υπουργό κόμη Αντράσσυ.[17] Το 1884 το Κιλκίς αριθμούσε γύρω στους 800 κατοίκους[4]. Η πλειοψηφία των χριστιανών κατοίκων της πόλης ήταν Έλληνες, όπως μας πληροφορεί ο Βρετανός πρόξενος Θεσσαλονίκης Τσαρλς Μπλαντ (Charles Blunt) σε απόρρητη έκθεσή του προς τη Βρετανική πρεσβεία Κωνσταντινουπόλεως, στις 15 Μαρτίου του 1885.[18] Στο Κιλκίς αναφέρονται μετά το 1850 δύο ελληνικές εκκλησίες, της Παναγίας του Κιλκίς, στους πρόποδες του λόφου του Αγίου Γεωργίου και ο Άγιος Γεώργιος (που αργότερα καταλήφθηκε προσωρινά από τους Ουνίτες), καθώς και ένα Ελληνικό σχολείο. Η εκκλησία της Παναγίας (χρονολογείται ήδη από τον 5ο αιώνα, καθώς ήταν το καθολικό της μονής) καταστράφηκε από ουνίτες και εξαρχικούς το 1886, κατά τη διάρκεια των εθνικών ανταγωνισμών.[19][20] Ο ναός του Αγίου Γεωργίου χτίστηκε το 1830 πάνω σε ερείπια Βυζαντινού ναού,[4] και αγιογραφήθηκε από τον Γεώργιο από τη Χαλάστρα και τον Εμμανουήλ από τα Γιαννιτσά.[εκκρεμεί παραπομπή] Σύμφωνα με την καταγραφή του οδοιπόρου Σχινά το 1884, το Καλκίς (ή Καλκίτσι, Κιλκίς ή Κουκούσι) βρισκόταν κτισμένο στις πλαγιές ενός λόφου σε υψόμετρο 282 μ., αριθμούσε περίπου 380 οικογένειες, χριστιανικές και μουσουλμανικές, ήταν η «ἑστία τοῦ βουλγαρισμοῦ» στην επαρχία και 53 μέτρα ψηλότερα από αυτό βρισκόταν ένα «μοναστήριον ἑλληνικόν» ισομέγεθες με τη Μονή Δαφνίου.[21]
Το 1892 ο Κωνσταντίνος Χατζηλαζάρου, ιδιοκτήτης τσιφλικιού στο γειτονικό Γιάννες ή Ενέσοβο (σημ. Μεταλλικό), έγραφε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη ότι το Κιλκίς είχε πληθυσμό περίπου 6.000, από τους οποίους χίλιοι περίπου ήταν μουσουλμάνοι, χίλιοι ουνίτες, τέσσερις χιλιάδες εξαρχικοί και ορθόδοξοι «κατ' όνομα μεν δυο τρεις, κατ' ουσίαν δε ουδείς», και λειτουργούσε ως κέντρο της βουλγαρικής δράσης.[22] Σε όλα τα έγγραφα πρακτόρων της ελληνικής δράσης στη Μακεδονία το Κιλκίς μαζί με την πέριξ αγροτική χώρα, ο έλεγχος της οποίας επηρέαζε τον έλεγχο και της γειτονικής Θεσσαλονίκης, περιγράφεται ως στερούμενο ελληνικού ή ελληνίζοντος πληθυσμού, στην παρουσία του οποίου στηρίζονταν τα εθνολογικά επιχειρήματα της ελληνικής πλευράς. Από το Κιλκίς κατάγονταν και εκεί μεγάλωσαν σημαίνοντα στελέχη της ΕΜΕΟ, όπως ο Ιβάν Χατζηνικόλωφ και ο Γκότσε Ντέλτσεφ.[23]
Όταν στις αρχές του 1901 οι οθωμανικές αρχές έλαβαν έκτακτα μέτρα για να καταστείλουν τη δράση της ΕΜΕΟ, προβαίνοντας σε συλλήψεις, φυλακίσεις και συνοπτικές καταδίκες ανταρτών, μελών και συμπαθούντων της οργάνωσης ιδίως στην περιοχή του Κιλκίς, και συλλαμβάνοντας 25 μέλη των Κομιτάτων στην πόλη, αξιωματούχοι του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και ο επίσκοπος Πολυανής Παρθένιος θεώρησαν τη στιγμή κατάλληλη για να προσπαθήσουν σε συνεργασία με τις οθωμανικές αρχές να ανακαταλάβουν το χαμένο έδαφος στην περιοχή του Αβρέτ-Ισάρ και ιδίως στο Κιλκίς, που ήταν κέντρο διάδοσης της βουλγαρικής δράσης.[24] Τον Μάρτιο του 1901 ο Παρθένιος επισκέφθηκε το Κιλκίς και έλαβε τη διαβεβαίωση από έναν ντόπιο δάσκαλο ότι θα ήταν δυνατό να συγκεντρωθούν 20 υπογραφές ντόπιων ότι ήταν Ορθόδοξοι πατριαρχικοί, ώστε να δημιουργηθεί ελληνική κοινότητα στην πόλη.[25] Σε ανταπόκριση της αθηναϊκής εφημερίδας Εμπρός στις 21 Μαρτίου 1901 γράφηκε ότι στο Κιλκίς, «ακρόπολι του Βουλγαρισμού της Μακεδονίας», 42 οικογένειες αιτήθηκαν την επάνοδό τους στην Ορθοδοξία.[26][4] Όταν ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, στον οποίον είχε απευθυνθεί ο Παρθένιος, έστειλε έναν επίτροπό του στην πόλη τον επόμενο μήνα, 16 αρχηγοί οικογενειών, εκπρόσωποι 41 ατόμων, υπέγραψαν μια αναφορά με την οποία ζητούσαν την αποστολή πατριαρχικού ιερέα και τη σύσταση σχολείου.[27] Καθώς, ωστόσο, δεν τους καταβλήθηκαν προκαταβολικά τα υπεσχημένα ποσά, δεν παρουσιάστηκαν στον καϊμακάκη για να ζητήσουν την αλλαγή της καταχώρησης του μιλλέτ τους από «μπουλγκάρ» σε «ρουμ» στα διαμονητήριά τους («νουφούζια») και τον Μάιο ο αρχιερατικός επίτροπος εγκατέλειψε την προσπάθεια.[28] Τον Ιούλιο το έργο της σύστασης ελληνικής κοινότητας ανέλαβε ένας αρχιμανδρίτης του Πατριαρχείου που υπηρετούσε ως αρχιερατικός επίτροπος στα Σκόπια, που λίγο μετά την άφιξή του συνέταξε ένα πολυδάπανο σχέδιο δράσης σε μία έκθεση προς το ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης, το οποίο, όμως, κρίθηκε αμφίβολης αποτελεσματικότητας από τον υπουργό Εξωτερικών Άθω Ρωμανό.[29] Το 1903 στάλθηκε ένας νέος αρχιερατικός επίτροπος στο Κιλκίς για να μη χαθεί η ελπίδα ανάκτησής του από την ελληνική πλευρά και το 1904 έγινε προσπάθεια σε συνεννόηση με τον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Χιλμή πασά να αλλαχθεί ο εχθρικά διακείμενος καϊμακάμης του Κιλκίς.[30]
Από την πόλη του Κιλκίς κατάγονταν οι Μακεδονομάχοι Γεώργιος Σαμαράς, Ιωάννης Δοϊρανλής και Πέτρος Κουκίδης καθώς και οι Ευαγγελία Τραϊανού Τζούκου και Αικατερίνη Σταμπουλή.[31] Επίσης, σημαντική ήταν η προσφορά της οικογένειας Χατζηλαζάρου. Η οικογένεια Χατζηλαζάρου διατηρούσε μεγάλο κτήμα στο Μεταλλικό, του οποίου τη σοδειά διέθετε για τη χρηματοδότηση του Μακεδονικού Αγώνα. Το κτήμα αποτέλεσε και καταφύγιο των Μακεδονομάχων στην περιοχή.[32][33]
Τον Μάρτιο του 1905 στο ελληνικό σχολείο φοιτούσαν 12 παιδιά, ενώ τον Ιούλιο η «Ορθόδοξη Ελληνική Κοινότητα Κιλκισίου» αριθμούσε δύο οικογένειες.[34] Σε μία έκθεση προς το υπουργείο εξωτερικών τον Μάιο του 1905 ο ιδρυτής ενός «Μακεδονικού Συνδέσμου» στην Καβάλα, προέκρινε σε περίπτωση αποτυχίας των προσηλυτιστικών ενεργειών των Ελλήνων στο Κιλκίς τη «δι' οιωνδήποτε μέσων διαγραφή αυτού από του χάρτου».[35]
Τον Οκτώβριο του 1912, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, οι κάτοικοι του Κιλκίς υποδέχθηκαν πανηγυρικά τον βουλγαρικό στρατό. Δυο μήνες αργότερα η πόλη έγινε πρωτεύουσα της «επαρχίας Θεσσαλονίκης» της νεοσύστατης Βουλγαρικής Στρατιωτικής Διοίκησης Μακεδονίας. Τον πρώτο καιρό της βουλγαρικής κυριαρχίας, παραστρατιωτικές ομάδες κομιτατζήδων εξαπέλυσαν διωγμό εναντίον των μουσουλμάνων κατοίκων της πόλης, με αποτέλεσμα το 1913 οι περισσότεροι να έχουν καταφύγει στη Θεσσαλονίκη και μόνο 22 από τις 300 μουσουλμανικές οικογένειες της πόλης να έχουν παραμείνει εκεί.[36]
Στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913 ο ελληνικός στρατός εισήλθε στο Κιλκίς μετά από την τριήμερη, πολύνεκρη μάχη του Κιλκίς-Λαχανά (19-21 Ιουνίου), κατά την οποία οι ελληνικές απώλειες ξεπέρασαν τις 10.000,[37] αλλά αποτέλεσε καθοριστικό βήμα για την τελική, νικηφόρα για την Ελλάδα έκβαση του πολέμου.[38] Όταν ο ελληνικός στρατός εισήλθε στο Κιλκίς το πρωί της 21ης Ιουνίου/4ης Ιουλίου, βρήκε την πόλη έρημη, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοί της,[39] που ήταν Βούλγαροι, 7.000 συνολικά, μετά από προτροπή του Βούλγαρου επισκόπου[38] είχαν ακολουθήσει τον υποχωρούντα βουλγαρικό στρατό, με την εξαίρεση 400 αμάχων που βρήκαν καταφύγιο στο καθολικό ορφανοτροφείο της πόλης και 70 ατόμων που παρέμειναν στην πόλη και μάλλον σκοτώθηκαν. Προς το απόβραδο της ίδιας μέρας το Κιλκίς, αφού λεηλατήθηκε, πυρπολήθηκε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τον ελληνικό στρατό.[39] Οι Κιλκισιώτες (βουλγαρικής συνείδησης) εγκατέλειψαν την πόλη, κατέφυγαν στη Βουλγαρία και εγκαταστάθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους στη Σόφια.[38]
Με τη Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) επιδικάστηκε στη Βουλγαρία τμήμα της Μακεδονίας συμπεριλαμβανομένης της πόλης της Στρώμνιτσας (Τιβεριουπόλεως). Έτσι το ελληνικό στοιχείο αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ελλάδα. Στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς εγκαταστάθηκαν τον Αύγουστο του 1913 οι Έλληνες Μακεδόνες πρόσφυγες από τις πόλεις Στρώμνιτσα, Τίκφες και Γευγελή της βόρειας Μακεδονίας. Οι Στρωμνιτσιώτες που εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς, ανέρχονταν σε 3.500 πρόσωπα και έφεραν μαζί τους ως κειμήλια την παλαιά εικόνα των Πεντεκαίδεκα Ιερομαρτύρων και το λείψανο του αγίου Πέτρου, ενός εκ των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων πολιούχων της Στρώμνιτσας. Εναπόθεσαν τα κειμήλια σε έναν παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως κοντά στο Κοιμητήριο, τον οποίο μετονόμασαν σε ναό των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων και από τότε καθιερώθηκαν ως πολιούχοι του Κιλκίς. Επίσης έφεραν και μια παλαιά εικόνα του Αγίου Δημητρίου την οποία εναπόθεσαν επίσης σε έναν παλαιό ναό του Αγίου Αθανασίου, που μετονόμασαν σε ναό του Αγίου Δημητρίου λόγω του ότι και στη Στρώμνιτσα υπήρχε ναός προς τιμήν του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, ο οποίος ήταν ο Μητροπολιτικός ναός της πόλης. Σε ανάμνηση του ονόματος της πατρίδας τους οι Έλληνες πρόσφυγες έδωσαν στην πόλη του Κιλκίς την ονομασία «Νέα Στρώμνιτσα».[40][41] Επισκεύασαν επίσης το παλιό βουλγάρικο σχολείο που σώθηκε από τη φωτιά που ξέσπασε μετά τη μάχη του Κιλκίς και εκεί λειτούργησε αρχικά Ημιγυμνάσιο και αργότερα το Γυμνάσιο Κιλκίς. Το ιστορικό αυτό κτίριο αποτέλεσε τμήμα του 2ου Γυμνασίου και σήμερα στεγάζει το Λαογραφικό μουσείο της πόλης.
Το επόμενο έτος, 1914, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς Θρακιώτες από το Ακαλάν[42][43] (σήμερα Μπελοπόλιανε) και τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας, λόγω των διώξεων των Βουλγάρων, και από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Από το 1913 έως το 1919 οι περισσότεροι Έλληνες των περιοχών αυτών μετακινήθηκαν εντός Ελληνικής επικράτειας στη Μακεδονία σύμφωνα με τη χάραξη των νέων συνόρων. Οι τελευταίοι Έλληνες της Στενημάχου, 304 οικογένειες, ήρθαν ως πρόσφυγες στο Κιλκίς το 1925 σύμφωνα με όσα είχε προβλέψει λίγα χρόνια νωρίτερα η Συνθήκη του Νεϊγύ. Οι Θρακιώτες πρόσφυγες της Στενημάχου τιμούν την Παναγία Ελεούσα και τον Άγιο Τρύφωνα προστάτη των αμπελοκαλλιεργητών καθώς ασχολούνταν με την καλλιέργεια της αμπέλου.[44][45][Χρειάζεται σελίδα]
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατά τα έτη 1922-1924, εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς και την περιφέρειά του Έλληνες πρόσφυγες που προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και το έτος 1925 από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη).[46] Το 1915 οι Θρακιώτες και Μακεδόνες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη (από από το Ακαλάν (σήμερα Μπελοπόλιανε) της Ανατολικής Ρωμυλίας, τη Στρώμνιτσα και τη Βιζύη) επανέκτησαν τον ναό του Αγίου Γεωργίου, καθώς τον κατείχαν ακόμα Ουνίτες. Τότε, αποκαλύφθηκαν οι παλαιότερες ελληνικές γραφές στις αγιογραφίες, αφού ξύστηκαν οι νεώτερες κυριλλικές που είχαν προστεθεί[4].
Η πόλη επεκτάθηκε εγγύτερα στη σιδηροδρομική γραμμή της Θεσσαλονίκης ώστε να μπορέσει να δεχτεί και τους Έλληνες πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, τη Σερβία και τη Μικρά Ασία.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η ελληνική κυβέρνηση αρχικά σχεδιάσει να εγκατασταθούν στο Κιλκίς όλοι οι προερχόμενοι από τη Στρώμνιτσα Έλληνες πρόσφυγες και την καθιέρωση του ονόματος της πόλης ως Νέα Στρώμνιτσα. Αργότερα ο εισηγητής μετονομασίας των μη-ελληνικών τοπωνυμίων της Μακεδονίας Βασίλειος Κ. Κολοκοτρώνης πρότεινε τη διατήρηση της παλαιάς ονομασίας της πόλης (Κιλκίς) καθώς είχε συνδεθεί με την ιστορική μάχη από την οποία είχε κριθεί όλη η τύχη του ελληνοβουλγαρικού πολέμου. Η απόφαση αυτή έδωσε την αφορμή να εγκατασταθούν και Στρωμνιτσιώτες στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι, για να μη χάσουν την ενότητά τους, ίδρυσαν τον σύλλογο Στρωμνιτσιωτών «Η Τιβεριούπολις» με έδρα τη Θεσσαλονίκη και με παράρτημα στο Κιλκίς.[47]
Σε ανάμνηση της νικηφόρας για την Ελλάδα μάχης του Κιλκίς-Λαχανά το Πολεμικό Ναυτικό ονόμασε το 1914 ένα θωρηκτό με το όνομα της πόλης, το θωρηκτό Κιλκίς[48][49]
Η πόλη του Κιλκίς περιήλθε υπό Βουλγαρική κατοχή το 1943, όταν η Βουλγαρική ζώνη κατοχής επεκτάθηκε, ώστε να συμπεριλάβει τις περιφέρειες του Κιλκίς και της Χαλκιδικής. Οι Βούλγαροι ακολούθησαν πολιτική βίαιου εκβουλγαρισμού με απώτερο σκοπό την προσάρτηση της περιοχής στη Βουλγαρία, αλλά εμποδίστηκαν σ’ αυτό από τους Γερμανούς συμμάχους τους, που φοβήθηκαν μια αποσταθεροποίηση της Ελλάδας, αν οι Βούλγαροι συνέχιζαν την πολιτική τους. Η περιοχή έγινε μείζον κέντρο αντάρτικης αντιστασιακής δράσης πριν απελευθερωθεί το 1944.
Στις 4 Νοεμβρίου 1944 έλαβε χώρα η Μάχη του Κιλκίς (1944) μεταξύ του ΕΛΑΣ, από τη μία πλευρά, και εθνικιστικών ομάδων-συνεργατών του ναζιστικού Γ΄ Ράιχ και Ταγμάτων Ασφαλείας της Μακεδονίας, από την άλλη. Η μάχη διήρκεσε 9 ώρες και κατέληξε σε πλήρη επικράτηση του ΕΛΑΣ.[50][51]
Το Αρχαιολογικό Μουσείο Κιλκίς λειτουργεί από το 1972 και συγκεντρώνει στις αίθουσες του τα διάφορα ευρήματα του νομού, που προέρχονται από παραδόσεις ιδιωτών, καθώς και από τις συστηματικές ανασκαφές των τελευταίων ετών. Το υφιστάμενο κτήριο του μουσείου περιλαμβάνει τρεις αίθουσες με διάφορα ευρήματα της προϊστορικής περιόδου και της πρώιμης εποχής του Σιδήρου, ανασκαφικά ευρήματα από τον αρχαιολογικό χώρο του νεκροταφείου της εποχής του Σιδήρου του Παλιού Γυναικόκαστρου, καθώς και ευρήματα ιστορικών χρόνων από την καθημερινή ζωή των πόλεων Ευρωπού και Παλατιανού. Το σημαντικότερο έκθεμα είναι ο μοναδικός στη Βόρεια Ελλάδα Κούρος της αρχαίας Ευρωπού του 6ου π.Χ. αιώνα. Επίσης, έχει και εξωτερικό χώρο όπου φιλοξενούνται επιγραφές και πολλά άλλα εκθέματα προς θέαση.
Το Μουσείο λειτουργεί Τρίτη-Κυριακή από 8:30 ως 15:00 και διαθέτει υποδομές πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.
Το Πολεμικό Μουσείο του Κιλκίς άρχισε να λειτουργεί το 1966. Βρίσκεται στον πευκόφυτο λόφο του Ηρώου που απέχει 1 χλμ. από την πόλη, στον λόφο όπου έγινε η τριήμερη φονική μάχη του Κιλκίς (19-21 Ιουνίου 1913) μεταξύ του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού στη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου και πρόκειται για το παλαιότερο μουσείο από όσα ίδρυσε το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Στον ίδιο χώρο υπάρχει Ηρώο πεσόντων της μάχης και προτομές ηρώων αξιωματικών.
Από τα πιο σημαντικά εκθέματα είναι οι σημαίες των πολεμικών σχηματισμών (μεραρχιών και συνταγμάτων) που έλαβαν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και τα προσωπικά αντικείμενα του συνταγματάρχη Αντωνίου Καμπάνη, που έπεσε μαχόμενος. Επίσης εκτίθεται οπλισμός, μετάλλια και παράσημα του ελληνικού και του βουλγαρικού στρατού και στολές Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών του 1913 και διάφορα προσωπικά αντικείμενα πεσόντων μαχητών. Τέλος υπάρχουν πίνακες ζωγραφικής, λιθογραφίες και φωτογραφίες από τις κινήσεις του ελληνικού στρατού.
Στον προαύλιο χώρο του μουσείου, όπως και στο Ηρώο εκτίθενται ορειβατικά και πεδινά πυροβόλα που χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη του Κιλκίς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ανάγλυφος χάρτης και η οπτικοακουστική παρουσίαση της μάχης. Το Στρατιωτικό Μουσείο διαθέτει μικρό χώρο στάθμευσης για ΙΧ οχήματα (χώρος στάθμευσης για λεωφορεία 300 μ. από το Μουσείο) και έχει δυνατότητα πρόσβασης για άτομα με ειδικές ανάγκες. Το μουσείο λειτουργεί καθημερινά από τις 08:00 έως 14:00 και από 17:00 έως 20:00, και τα Σαββατοκύριακα από 08:00 έως 20:00. Η είσοδος είναι δωρεάν.
Το Σπήλαιο του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στους πρόποδες του Λόφου του Αγίου Γεωργίου του Κιλκίς με μήκος διαδρόμων 300 μέτρων. Το μεγαλύτερο μέρος από τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες καταστράφηκε από ανθρώπους που έμπαιναν και έσπαζαν κομμάτια, όπως τεχνίτες που έσπαγαν και χρησιμοποιούσαν τον διάκοσμο του σπηλαίου για επενδύσεις συντριβανιών, τζακιών κ.ά.[52] Η επιφάνεια του ξεπερνά τα 1.000 τετραγωνικά μέτρα και έχει δύο ορόφους. Η υγρασία του παραμένει σταθερή στο 95% και η θερμοκρασία του δεν ξεπερνά τους 15 με 17 βαθμούς Κελσίου. Αποτελείται από ασβεστολιθικά πετρώματα και χρονολογούνται 235 εκατομμύρια χρόνια πριν. Η δημιουργία του σπηλαίου άρχισε όταν το νερό της βροχής κατάφερε να περάσει μέσα στα πετρώματα ελευθερώνοντας διοξείδιο του άνθρακα με αποτέλεσμα τη διάβρωση του πετρώματος από την όξινη δράση του. Έτσι με το νερό της βροχής ασβεστίτης εγκαθίσταται στο σπήλαιο, ο οποίος είναι βασικό υλικό των σχηματισμών του σπηλαίου. Μέσα σε αυτό έχουν βρεθεί εκεί πάνω από 1200 δείγματα απολιθωμένων οστών ζώων σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης. Από ύαινα (Crocuta crocuta spelaea), αλεπού (Vulpes vulpes), γιγαντιαία νυφίτσα (Mustela putorius robusta), άγριο βόδι (Bos primigenius), ελάφια (Cervus elaphus, Megaceros giganteus), άλογα (Equus hydruntinus και E. caballus), πτηνά. Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία απολιθωμένων δοντιών και οστών που ανήκουν σε μικροθηλαστικά (τρωκτικά). Η ηλικία της πανίδας τοποθετείται στο Ανώτερο Πλειοστόκαινο (10-100,000 χρόνια πριν από σήμερα). Τον πλούσιο θησαυρό των απολιθωμάτων και των λοιπών σπηλαιολογικών ευρημάτων, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα εκθέματα μπορεί ο επισκέπτης να γνωρίσει στο Κέντρο Προβολής Λόφου Αγίου Γεωργίου. Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία γύρω στο 1925 και η πρώτη χαρτογράφηση έγινε από την Άννα Πετροχείλου, το 1962. Το 1986 έγινε επισκέψιμο ύστερα από κατάλληλες εργασίες αξιοποίησης οι οποίες ξεκίνησαν το 1977.
Στον μόνιμο εκθεσιακό του χώρο φιλοξενείται παλαιοντολογικά απολιθώματα ζώων και ευρημάτων που έχουν εντοπιστεί στο Σπήλαιο Κιλκίς, καθώς και άλλα ενδιαφέροντα εκθέματα όπως το ομοίωμα της στικτής ύαινας του σπηλαίου, ο “σπηλαιολόγος”, η αναπαράσταση του άγριου ημίονου.[53]
Οδικές Μεταφορές
Ο Νομός Κιλκίς είναι η πύλη της Ελλάδος με την Ευρώπη διατηρώντας δύο οδικές συνδέσεις, το τελωνείο Ευζώνων το οποίο μέσω διεθνούς αυτοκινητοδρόμου συνδέει την Ελλάδα με την υπόλοιπη Ευρώπη μέσω Σκοπίων και το [55]Τελωνείο Δοϊράνης το οποίο και αυτό μέσω Σκοπίων εξυπηρετεί σε μικρότερο βαθμό τις ροές προς και από την Ευρώπη. Το Κιλκίς είναι προσβάσιμο από τον αυτοκινητόδρομο Α1 μέχρι τον κόμβο του Πολύκαστρου και από την Εθνική Οδό 65 που διέρχεται περιφερειακά της πόλης του Κιλκίς και τη συνδέει νότια με την Εγνατία Οδό και τον Αυτοκινητόδρομο 25, ενώ βόρεια με το Τελωνείο Δοϊράνης και τέλος με το βόρειο άκρο του Αυτοκινητόδρομου 25, μόλις 10 χιλιόμετρα από το Τελωνείο Προμαχώνα (σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας).
Το ΚΤΕΛ Κιλκίς εκτελεί καθημερινά δρομολόγια για Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Σιδηροδρομικές Μεταφορές
Το Κιλκίς διαθέτει σιδηροδρομικό σταθμό επί της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Αλεξανδρούπολης. Εκτελούνται καθημερινά δρομολόγια για Θεσσαλονίκη και Αλεξανδρούπολη.
Αεροπορικές Μεταφορές
Το Κιλκίς δεν διαθέτει αεροδρόμιο και εξυπηρετείται το αεροδρόμιο «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης, από το οποίο απέχει 66 χιλιόμετρα.
Το έδαφος του Κιλκίς είναι στο μεγαλύτερο μέρος του πεδινό ενώ το κλίμα είναι ηπειρωτικό, με ψυχρούς χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια. Δέχεται δε πολλές βροχές και χιόνια κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Στην πόλη του Κιλκίς υπάρχουν 14 Νηπιαγωγεία, 9 Δημοτικά σχολεία, 3 Ημερήσια Γυμνάσια και 1 Εσπερινό, 2 Ημερήσια Γενικά Λύκεια, 1 Εσπερινό, 2 ΕΠΑΛ, 1 EΠΑΣ και 1 Σ.Ε.Κ. Επίσης υπάρχει 1 ΤΕΕ Νοσηλευτικής - Σχολή Νοσηλευτικής ΓΝΝΚ και Εργαστήρια ΕΕΕΚ.
Στην πόλη του Κιλκίς είναι εγκατεστημένο το τμήμα Δημιουργικού Σχεδιασμού και Ένδυσης το οποίο αποτελεί παράρτημα της Σχολής Επιστημών Σχεδιασμού του Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος (πρώην ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας).
Από το 2000 στην πόλη λειτουργεί «Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη». Η συλλογή που έχει συγκεντρώσει αφορά όλα τα θεματικά πεδία των επιστημών και αποτελείται από περίπου 30.000 αντίτυπα βιβλίων, 220 CD-ROM, πλήρες αρχείο όλων των τοπικών εφημερίδων από το 2004 και 6 ενεργές συνδρομές σε περιοδικά. Παράλληλα, εμπλουτίζεται με νέο υλικό.[56]
Οι κυριότερες αθλητικές εγκαταστάσεις της πόλης:
Δευτερεύουσες εγκαταστάσεις:
Στο Κιλκίς δραστηριοποιούνται διάφορα αθλητικά σωματεία, με σημαντικότερα τον Κιλκισιακό στο ποδόσφαιρο και το Γ.Α.Σ. Κιλκίς στο χάντμπολ.
Αθλητικοί Σύλλογοι με έδρα το Κιλκίς | |||
---|---|---|---|
Σύλλογοι | Ίδρυση | Άθλημα | Επιτεύγματα |
Α.Ο. Κιλκισιακός | 1961 | Ποδόσφαιρο | Παρουσία στη Β΄ Εθνική |
Γ.Α.Σ. Κιλκίς | 1981 | Χάντμπολ | Κυπελλούχος Ελλάδος 2004 |
Π.Α.Σ. Αετός Κιλκίς | 1999 | Μπάσκετ | Παρουσία στη Γ΄ Εθνική |
Α.Π.Σ. ΚουΠα Κιλκίς | 2016 | Μπάσκετ | Παρουσία στη Γ΄ Εθνική |