Aichi B7A | |
---|---|
Το Aichi B7A | |
Τύπος | τορπιλοπλάνο/βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης |
Κατασκευαστής | Aichi |
Χώρα προέλευσης | Ιαπωνία |
Σχεδιασμός | Toshio Ozaki |
Παρθενική πτήση | Μάιος 1942[1] |
Κύριος χειριστής | Αεροπορία του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού |
Μονάδες που παρήχθησαν | 114 συνολικά 9 - B7A1 105 - B7A2[2] |
Το Aichi B7A Ryusei ήταν ένα μονοκινητήριο τορπιλοπλάνο-βομβαρδιστικό κάθετης εφόρμησης του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού. Χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά από το 1944 μέχρι και το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Επρόκειτο για ένα προηγμένο αεροσκάφος, το οποίο παρήχθη όμως σε μικρούς αριθμούς εξ' αιτίας της δυσμενούς για τους Ιάπωνες εξέλιξης του πολέμου. Προορίζονταν να επιχειρεί από τα μεγάλα αεροπλανοφόρα του Ναυτικού, όμως όταν τα B7A ήταν έτοιμα τα πλοία αυτά είχαν βυθιστεί και οι Ιάπωνες είχαν χάσει την αεροπορική υπεροχή έναντι των Συμμάχων, που του έδωσαν την ονομασία αναφοράς Grace, στον Ειρηνικό. Το B7A θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει σημαντική απειλή για τα συμμαχικά πλοία.
Το B7A (αρχικά η κατασκευάστρια Aichi του είχε δώσει την ονομασία AM-23)[3] σχεδιάστηκε για να ικανοποιήσει απαίτηση του Αυτοκρατορικού Ναυτικού για ανάπτυξη ενός νέου επιθετικού αεροσκάφους που θα χρησιμοποιούνταν από τα αεροπλανοφόρα του και θα αντικαθιστούσε το βομβαρδιστικό καθέτου εφορμήσεως Yokosuka D4Y Suisei και το τορπιλοπλάνο Nakajima B6N Tenzan.[1] Το Ryusei θα χρησιμοποιούνταν από την νέα γενιά αεροπλανοφόρων, κλάσης Taiho, εκ των οποίων το πρώτο καθελκύστηκε τον Ιούλιο του 1941. Επειδή τα Taiho είχαν μεγαλύτερους ανελκυστήρες από τα προηγούμενα αεροπλανοφόρα, μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και αεροσκάφη μεγαλύτερου μήκους.[4]
Ο αρχισχεδιαστής του προγράμματος ανάπτυξης του B7A, Toshio Ozaki, επέλεξε την θέση των πτερύγων με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να μεταφέρονται βόμβες εσωτερικά και να υπάρχει αρκετή απόσταση από το έδαφος για την μεγάλη τετράφυλλη έλικα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την υιοθέτηση "ανεστραμμένης πτέρυγας γλάρου" (αγγλ. inverted gull wing) -που θύμιζε την αντίστοιχη διάταξη στο Vought F4U Corsair- προκειμένου να μειωθεί το μήκος του συστήματος προσγείωσης. Οι πτέρυγες διέθεταν επεκτάσιμα ailerons, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν βοηθητικά flaps. Το αεροσκάφος, όπως και άλλοι τύποι που επιχειρούσαν από αεροπλανοφόρα, είχε υδραυλικά αναδιπλούμενες πτέρυγες για να μειωθεί ο απαιτούμενος χώρος αποθήκευσης του.[3]
Ο κινητήρας που επελέγη, κατόπιν απαιτήσεως του Ναυτικού, ήταν ο αερόψυκτος αστεροειδής Nakajima NK9C Homare 12 ισχύος 1,825 hp. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του Ναυτικού, ο Homare θα γίνονταν ο στάνταρ κινητήρας στην κλάση των 1,800 hp - 2,200 hp.[1] Αργότερα δοκιμάστηκε σε ένα Β7Α2 ο ισχυρότερος Homare 23 των 2,000 hp ενώ υπήρχαν σχέδια για την χρήση του ακόμα ισχυρότερου Mitsubishi MK9 των 2,200 hp, όμως τα σχέδια αυτά δεν ευοδώθηκαν.
Εξ αιτίας των απαιτήσεων του Ναυτικού,[4] το Ryusei δεν μετέφερε μεγαλύτερο οπλικό φορτίο από τα αεροσκάφη που θα αντικαθιστούσε. Στην εσωτερική αποθήκη βομβών μπορούσαν να μεταφερθούν δύο βόμβες των 250 kg ή έξι βόμβες των 60 kg. Εναλλακτικά το αεροσκάφος μετέφερε εξωτερικά μια τορπίλη των 800 kg. Ο οπλισμός αποτελούνταν από δύο πυροβόλα των 20 mm (ένα σε κάθε πτέρυγα) καθώς και ένα πολυβόλο των 7,92 mm στο πίσω μέρος, που αργότερα αντικαταστάθηκε από πολυβόλο των 13 mm.[5] Παρά το βάρος και τις διαστάσεις του, το Ryusei ήταν ένα πολύ ευέλικτο και ταχύ αεροσκάφος[6] με επιδόσεις που πλησίαζαν αυτές μαχητικών της εποχής.
Το πρωτότυπο πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση τον Μάιο του 1942 όμως προβλήματα με το κινητήρα και διάφορες αλλαγές που χρειάστηκε να γίνουν καθυστέρησαν την έναρξη της παραγωγής για δύο ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον Μάιο του 1944.[1] Κατασκευάστηκαν εννέα πρωτότυπα και 80 αεροσκάφη παραγωγής (Β7Α2) μέχρι τον Μάιο του 1945 που καταστράφηκε εξ αιτίας μεγάλου σεισμού το εργοστάσιο όπου γίνονταν η συναρμολόγηση. Κατασκευάστηκαν ακόμη 21 μονάδες σε άλλο εργοστάσιο.[7]
Το Ιούνιο του 1944 βυθίστηκε κατά την Μάχη της θάλασσας των Φιλιππινών το αεροπλανοφόρο Taiho, το μόνο που ήταν αρκετά μεγάλο για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα Β7Α, πριν ακόμα καταστούν διαθέσιμα αρκετά Ryusei για να το εξοπλίσουν. Έκτοτε τα B7A επιχειρούσαν από αεροδρόμια στην ξηρά.[1] Οι Ιάπωνες ολοκλήρωσαν μέχρι την λήξη του πολέμου μόνο ένα ακόμα αεροπλανοφόρο κατάλληλο για χρήση από τα Ryusei, το Shinano. Το πλοίο αυτό βυθίστηκε από αμερικανικό υποβρύχιο μόλις δέκα μέρες μετά την ένταξη του σε υπηρεσία. Κατά συνέπεια τα Β7Α, παρά τις δυνατότητες τους, δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ με τον τρόπο που προορίζονταν.