Nakajima Ki-43 | |
---|---|
To Nakajima Ki-43 | |
Τύπος | μαχητικό αεροσκάφος |
Κατασκευαστής | Nakajima |
Χώρα προέλευσης | Ιαπωνία |
Σχεδιασμός | Hideo Itokawa |
Παρθενική πτήση | αρχές Ιανουαρίου 1939[1] |
Πρώτη παρουσίαση | Οκτώβριος 1941[2] |
Αποσύρθηκε | 1945 (Ιαπωνία) 1952 (Κίνα) |
Κύριος χειριστής | Αεροπορία του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού |
Άλλοι χειριστές | Βασιλική Αεροπορία της Ταϊλάνδης Πολεμική Αεροπορία του Μαντσουκουό |
Παραγωγή | 1939–1945 |
Μονάδες που παρήχθησαν | περ. 5900 |
Αναπτύχθηκε από | Nakajima Ki-27 |
Το Nakajima Ki-43 Hayabusa (ιαπωνικά: 隼, πετρίτης) ήταν μονοκινητήριο μονοθέσιο μαχητικό αεροσκάφος που αποτέλεσε τον κορμό της δύναμης δίωξης της Αεροπορίας του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ονομασία αναφοράς που του έδωσαν οι Σύμμαχοι ήταν Oscar, αλλά οι Αμερικανοί πιλότοι το αποκαλούσαν συχνά Army Zero επειδή από τα πλάγια το σχήμα του θύμιζε το περίφημο μαχητικό Mitsubishi A6M Zero του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Ναυτικού.[3]
Όπως και το Zero, το Ki-43 ήταν ένα ελαφρύ και ιδιαίτερα εύκολο στον χειρισμό αεροσκάφος με αστεροειδή κινητήρα. Τα πρώτα χρόνια του πολέμου στην Ασία σημείωσε μεγάλη επιτυχία διότι ήταν πολύ ευέλικτο και σε κλειστές αερομαχίες υπερείχε σε αυτόν τον τομέα συγκριτικά με όλα τα συμμαχικά μαχητικά που αντιμετώπισε. Από την άλλη πλευρά, το τίμημα για την ελαφριά κατασκευή του ήταν η απουσία θωράκισης, αυτοφρασσόμενων δεξαμενών καυσίμου και επαρκούς οπλισμού. Παρόλο που η παραγωγή του αεροσκάφους συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου το 1945, οι σοβαρές ελλείψεις του δεν διορθώθηκαν ποτέ.[4][5] Οι αντίπαλοι πιλότοι ανέφεραν ότι ήταν δύσκολο να πετύχουν τα Ki-43 επειδή ήταν μικρά σε μέγεθος και πολύ ευέλικτα, αλλά ότι αρκούσαν μερικές εύστοχες βολές για να τιναχθούν στον αέρα.[6]
Συνολικά κατασκευάστηκαν 5919 Ki-43 όλων των εκδόσεων,[7] πολλά εκ των οποίων χρησιμοποιήθηκαν στα τέλη του πολέμου σε αποστολές καμικάζι ενάντια στα αμερικανικά πολεμικά πλοία.[6]
Ο Hideo Itokawa, που αργότερα έγινε ηγετική φυσιογνωμία του ιαπωνικού πυραυλικού προγράμματος, σχεδίασε το Ki-43 για να καλύψει απαίτηση της Αεροπορίας του Στρατού που εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1937. Η απαίτηση αφορούσε τη δημιουργία του αντικαταστάτη του μαχητικού Nakajima Ki-27. Το νέο αεροσκάφος θα έπρεπε να έχει μέγιστη ταχύτητα 500 km/h, ακτίνα δράσης 800 km και να μπορεί να φτάσει σε ύψος 5000 m σε πέντε λεπτά. Η ευελιξία του θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον εφάμιλλη με του Ki-27.[8]
Το πρωτότυπο πραγματοποίησε την παρθενική του πτήση στις αρχές Ιανουαρίου 1939,[9] αλλά οι επιδόσεις του δεν ήταν ικανοποιητικές. Οι πιλότοι παραπονούνταν ότι δεν ήταν τόσο ευέλικτο όσο το Ki-27 και επίσης ότι δεν ήταν σημαντικά ταχύτερο.[10] Προκειμένου να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα, η Nakajima ανέπτυξε στα 1939-40 σειρά πρωτοτύπων στα οποία σταδιακά ενσωματώνονταν βελτιώσεις. Μεταξύ των άλλων έγιναν σημαντικές προσπάθειες για να μειωθεί το συνολικό βάρος του αεροσκάφους, βελτιώθηκε αεροδυναμικά η άτρακτος και αντικαταστάθηκε η καλύπτρα του κόκπιτ. Στο 11ο πρωτότυπο τοποθετήθηκαν νέα flaps, τύπου Fowler, χάρη στα οποία βελτιώθηκαν δραματικά οι επιδόσεις στις κλειστές στροφές. Όλες οι αλλαγές που έγιναν ενσωματώθηκαν στο 13ο πρωτότυπο και μετά τη διεξαγωγή των πτητικών δοκιμών δόθηκε η εντολή ένταξης του τύπου σε παραγωγή, ενώ η παραγωγή του Ki-27 μεταφέρθηκε στο ελεγχόμενο από τους Ιάπωνες Μαντσουκουό.[11]
Η παραγωγή της πρώτης έκδοσης, του Ki-43-I, ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1939.[12] Οι παραδόσεις ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 1941 από το εργοστάσιο της Nakajima στην Ότα.[13][14] Εκτός από την εξαιρετική του ευελιξία το Ki-43 είχε επίσης εντυπωσιακό ρυθμό ανόδου επειδή ήταν πολύ ελαφρύ. Προωθουνταν από αστεροειδή κινητήρα Nakajima Ha-25 που έστρεφε δίφυλλη έλικα μεταβλητού βήματος..[15] Είχε μέγιστη ταχύτητα 495 km/h σε ύψος 4000 m.[16] Ο οπλισμός αποτελούνταν από δύο πολυβόλα Type 89 των 7,7 mm ή δύο πολυβόλα Ho-103 των 12,7 mm ή ένα όπλο των 7,7 mm και ένα των 12,7 mm. Στις αρχές του πολέμου τα περισσότερα Ki-43 είχαν πολυβόλα των 7,7 mm αλλά όσο προχωρούσαν τα χρόνια ήταν αναγκαίος ισχυρότερος οπλισμός και προτιμούνταν περισσότερο η έκδοση με τα βαρύτερα πολυβόλα, στην οποία δόθηκε η ονομασία Ki-43-Ic.[17] Ο οπλισμός ήταν σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής, αφού ακόμα και τα βαρύτερα όπλα των 12,7 mm είχαν περιορισμένη διατρητική ικανότητα ενάντια στα εχθρικά αεροσκάφη και θωρακισμένα οχήματα.[17]
Τον Φεβρουάριο του 1942 πέταξαν για πρώτη φορά τα βελτιωμένα Ki-43-II, που είχαν ισχυρότερο κινητήρα Nakajima Ha-115 ο οποίος έστρεφε τρίφυλλη προπέλα. Επίσης είχε ενισχυμένες πτέρυγες, διότι είχαν σημειωθεί δομικές αστοχίες στην προηγούμενη έκδοση. Το Ki-43-II μπορούσε επίσης να μεταφέρει βόμβες και απορριπτόμενες εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου. Για να προστατευθεί ο πιλότος τοποθετήθηκε θωράκιση πάχους 13 mm που κάλυπτε το κεφάλι και την πλάτη του. Έγιναν και άλλες αλλαγές όπως η αντικατάσταση του σκόπευτρου,[18] ο μερικός επανασχεδιασμός της καλύπτρας του πιλοτηρίου[18] και η κάλυψη των δεξαμενών με ελαστικό προκειμένου να δημιουργηθούν πρωτόγονες αυτοφρασσόμενες δεξαμενές καυσίμου. Η παραγωγή της νέας έκδοσης ξεκίνησε στο εργοστάσιο της Ota το Νοέμβριο του 1942[19] καθώς και στις μονάδες της Tachikawa και του 1ου Αεροπορικού Οπλοστάσιου του Στρατού. Η παραγωγή από την Tachikawa εξελίχθηκε ομαλά όμως στο 1ο Οπλοστάσιο παρουσιάστηκαν προβλήματα, κυρίως λόγω της έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα να σταματήσει η παραγωγή μετά από την ολοκλήρωση μονάχα 49 μονάδων.[20] Στα μέσα του 1944 η Nakajima διέκοψε την παραγωγή του Ki-43 προκειμένου να στραφεί στο πολύ πιο σύγχρονο Nakajima Ki-84, όμως η Tachikawa συνέχισε να κατασκευάζει Ki-43 μέχρι το τέλος του πολέμου.[21]
Η Tachikawa παρήγαγε επίσης το Ki-43-III, που ήταν ταχύτερο χάρη στον ισχυρότερο κινητήρα Ha-115-II.[21] Από τον Απρίλιο του 1944 μέχρι το τέλος του πολέμου η Tachikawa παρήγαγε 2124 Ki-43-II και -III[22] ενώ η συνολική παραγωγή ανήλθε στις 5919 μονάδες.[16]
Το Ki-43 αποτέλεσε τον κορμό της δύναμης μαχητικών της Αεροπορίας του Στρατού. Χρησιμοποιήθηκαν σε όλα τα κύρια μέτωπα του πολέμου του Ειρηνικού που οι Ιάπωνες είχαν παρουσία, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Μπούρμα, της Νέας Γουινέας, της Μαλαισιανής χερσονήσου, των Φιλιππινών, των νήσων του νοτίου Ειρηνικού και της ίδιας της Ιαπωνίας.[7] Η πρώτη μονάδα που παρέλαβε τον τύπο ήταν το 59ο Σύνταγμα Μαχητικών, την περίοδο Ιουνίου-Αυγούστου 1941. Οι επιχειρησιακές αποστολές ξεκίνησαν πάνω από το Hengyang στις 29 Οκτωβρίου 1941.[2][23] Στο διάστημα Αυγούστου-Νοεμβρίου 1941 παρέλαβε τον τύπο το 64ο Σύνταγμα Μαχητικών.[24]
Όπως συνέβη και με το Mitsubishi A6M Zero του Αυτοκρατορικού Ναυτικού, το Ki-43 πέτυχε την αεροπορική υπεροχή ενάντια στους Συμμάχους στα πρώτα στάδια του πολέμου στον Ειρηνικό. Η επιτυχία του οφείλεται μερικώς στην υπεροχή του έναντι των Συμμαχικών μαχητικών που αντιμετώπισε πάνω από τη Μαλαισία, τις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, την Μπούρμα και τη Νέα Γουινέα. Τα κύρια μαχητικά των Συμμάχων τότε ήταν τα Curtiss P-40, Brewster Buffalo, Hawker Hurricane και Curtiss-Wright CW-21. Σταδιακά όμως οι ανεπάρκειες του Ki-43 έγιναν εμφανείς: έλλειψη θωράκισης και αυτοφρασσόμενων δεξαμενών καυσίμου καθώς και ο ισχνός οπλισμός καθιστούσαν το αεροσκάφος ανεπαρκές ενώ παράλληλα οι Σύμμαχοι ενέτασσαν στο θέατρο του Ειρηνικού σε ολοένα αυξανόμενους αριθμούς πιο σύγχρονους τύπους όπως τα περίφημα Republic P-47 Thunderbolt, Lockheed P-38 Lightning, North American P-51 Mustang, Vought F4U Corsair, Grumman F6F Hellcat και Supermarine Spitfire/Seafire. Μετά το 1942 οι Ιάπωνες αναγκάστηκαν να διεξάγουν αμυντικό πόλεμο σε όλα τα μέτωπα. Πολλοί από τους έμπειρους πιλότους της αεροπορίας χάθηκαν αλλά οι αντικαταστάτες τους δεν είχαν το ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης και την αναντικατάστατη εμπειρία των προκατόχων τους. Παρά το γεγονός ότι οι ιαπωνικές αεροπορικές δυνάμεις υστερούσαν ποσοτικά και ποιοτικά, τα Ki-43 μπορούσαν ακόμα χάρη στην ευελιξία τους να αποτελέσουν απειλή, ειδικά ενάντια σε παράτολμους πιλότους. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944 καταρρίφθηκαν 17 Ki-43, που πέτυχαν να καταρίψουν επτά C-47, πέντε B-24, από δύο Spitfire, Beaufighter, Mosquito, F4U Corsair και B-29 Superfortress, καθώς και από ένα F6F Hellcat, P-38 και B-25 Mitchell.[25] Όπως συνέβη και με άλλους ιαπωνικούς τύπους, στα τέλη της σύρραξης, τα Ki-43 χρησιμοποιήθηκαν σε αποστολές καμικάζι.
Αξιοποιήθηκαν επίσης στην αεράμυνα της Φορμόζας, της Οκινάουα και της ίδιας της Ιαπωνίας. Μερικά δόθηκαν στις αεροπορίες της Ταϊλάνδης, του Μαντσουκουό και του Wang Jingwei, που υποστήριζαν τους Ιάπωνες. Τα ταϊλανδέζικα Ki-43 αντιμετώπισαν σε κάποιες περιπτώσεις αμερικανικά μαχητικά πάνω από τη νότια Κίνα.[26]
Οι Ιάπωνες πιλότοι είχαν καλή γνώμη για το Hayabusa διότι ήταν πολύ ευέλικτο και εύκολο στον χειρισμό. Πολλοί κατέρριψαν εχθρικά αεροσκάφη με το Ki-43. Ο πιλότος με τον μεγαλύτερο αριθμό καταρρίψεων με το Hayabusa ήταν ο Satoshi Anabuki, με 39 επιβεβαιωμένες νίκες -σχεδόν όλες με το Ki-43. Στα τέλη του πολέμου οι περισσότερες μονάδες αντικατέστησαν τα Ki-43 με τα κατά πολύ ανώτερα Ki-84 Hayate, ενώ λίγες συνέχισαν να επιχειρούν με το Hayabusa μέχρι τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας.
Μεταπολεμικά η Γαλλική Πολεμική Αεροπορία χρησιμοποίησε μερικά αιχμαλωτισμένα Ki-43 ενάντια στους Βιετμίνχ στην Ινδοκίνα.[27]
Σήμερα, το μοναδικό Ki-43 που μπορεί να πετάξει βρίσκεται στο Αεροπορικό Μουσείο του Tillamook. Σώζονται τα παρακάτω αεροσκάφη:[30]